Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χρήσῐμ-ος

См. также в других словарях:

  • χρήσιμ' — χρήσιμα , χρήσιμος useful neut nom/voc/acc pl χρήσιμα , χρήσιμος useful neut nom/voc/acc pl χρήσιμε , χρήσιμος useful masc voc sg χρήσιμε , χρήσιμος useful masc/fem voc sg χρήσιμαι , χρήσιμος useful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»