-
1 χελιδονιον
-
2 χελῑδόνιον
χελῑδόνιον, τό, Schwalbenkraut, Schillkraut, Diosc. und Theophr.; von dem die Alten zwei Arten unterschieden, γλαυκόν od. κυάνεον, Theocr. 13, 41, chelidonium majus, u. χλωρόν, Pollian. 1 (XI, 1301, vielleicht ranunculus ficaria.
-
3 χελῑδόνιον
χελῑδόνιον, τό, Schwalbenkraut, Schillkraut; zwei Arten: γλαυκόν od. κυάνεον, chelidonium majus, u. χλωρόν -
4 χελιδόνιον
χελῑδόνιον, χελιδόνιονcelandine: neut nom /voc /acc sgχελῑδόνιον, χελιδόνιοςof the swallow: masc acc sgχελῑδόνιον, χελιδόνιοςof the swallow: neut nom /voc /acc sg -
5 χελιδόνιον
το бот. чистотел -
6 χελιδόνιον
χελῑδ-όνιον, τό,A celandine, Chelidonium majus, Thphr.HP7.15.1, Ath.15.684e;χ. τὸ μέγα Dsc.2.180
.2 = ἄμπελος λευκή, Id.4.182.3χ. τὸ μικρόν
pilewort, Ranunculus Ficaria,Id.
2.181.II young swallow, Gal.14.386.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χελιδόνιον
-
7 χελιδόνι
-
8 χελιδονίοιο
χελῑδονίοιο, χελιδόνιονcelandine: neut gen sg (epic)χελῑδονίοιο, χελιδόνιοςof the swallow: masc /neut gen sg (epic) -
9 χελιδονίοις
χελῑδονίοις, χελιδόνιονcelandine: neut dat plχελῑδονίοις, χελιδόνιοςof the swallow: masc /neut dat pl -
10 χελιδονίοισι
χελῑδονίοισι, χελιδόνιονcelandine: neut dat pl (epic ionic aeolic)χελῑδονίοισι, χελιδόνιοςof the swallow: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
11 χελιδονίου
χελῑδονίου, χελιδόνιονcelandine: neut gen sgχελῑδονίου, χελιδόνιοςof the swallow: masc /neut gen sgχελιδονίαςtunny-fish: masc gen sg -
12 χελιδονίω
χελῑδονίῳ, χελιδόνιονcelandine: neut dat sgχελῑδονίῳ, χελιδόνιοςof the swallow: masc /neut dat sg -
13 χελιδονίῳ
χελῑδονίῳ, χελιδόνιονcelandine: neut dat sgχελῑδονίῳ, χελιδόνιοςof the swallow: masc /neut dat sg -
14 χελιδονίων
χελῑδονίων, χελιδόνιονcelandine: neut gen plχελῑδονίων, χελιδόνιοςof the swallow: fem gen plχελῑδονίων, χελιδόνιοςof the swallow: masc /neut gen pl -
15 χελιδόνια
χελῑδόνια, χελιδόνιονcelandine: neut nom /voc /acc plχελῑδόνια, χελιδόνιοςof the swallow: neut nom /voc /acc pl -
16 κραταιά
κραταιά, ἡ,A = χελιδόνιον μέγα, Ps.-Dsc.2.180.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταιά
-
17 παιωνία
A = γλυκυσίδη, peony, Thphr.HP9.8.6; π. ἄρρην, θήλεια, = Paeonia officinalis, corallina, Ps.-Dsc.3.140; [dialect] Ep. .2 = χελιδόνιον μέγα, Ps.-Dsc.2.180.II name of an antidote, Orib.Fr.82.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιωνία
-
18 πανδῖος
παν-δῖος, ον,A all-divine, ῥίζα, = χελιδόνιον μέγα, Ps.-Dsc.2.180 (Wellm. Πανδίονος ῥ.): pecul. fem.,πανδῖα Σελήνη Max.146
; Π. alone, Id.123.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανδῖος
-
19 πυρός
A wheat, Triticum vulgare, μελίφρονα, μελιηδέα πυρόν, Il.8.188, 10.569; κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν ground it, Od.20.109; given to geese, 19.536: pl., with other grains, ;πυροὶ καὶ κριθαί 9.110
, 19.112, cf. Il.11.69, IG12.76.38, al., Hdt.2.36, 4.33, Ar.V. 1405, Pax 1145, Av. 580, Th.6.22, D.19.145, Thphr.HP8.4.3, Dsc.2.85, etc.3 π. ἄγριος,= χελιδόνιον τὸ μικρόν, Dsc.2.181. (Cf. Lith. pūraĩ (pl.) 'wheat', and perh. πυρήν.) -
20 φιλομήδιον
φῐλομήδιον, τό,A = χελιδόνιον τὸ μέγα, Ps.-Dsc.2.180 codd. (fort. φιλομήλειον).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλομήδιον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χελιδόνιον — χελῑδόνιον , χελιδόνιον celandine neut nom/voc/acc sg χελῑδόνιον , χελιδόνιος of the swallow masc acc sg χελῑδόνιον , χελιδόνιος of the swallow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελιδόνιος — και χελιδόνειος, ον, θηλ. και ία, Α [χελιδών, όνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χελιδόνι (α. «χελιδόνιον τεῑχος» τείχος χτισμένο από χελιδόνια, Θράσυλλ. β. «χελιδόνιον μέλος» το τραγούδι τού χελιδονιού, λεξ. Σούδα) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ… … Dictionary of Greek
ЛИКИЯ — • Lycia, Λυκία, область и полуостров на южном берегу Малой Азии; отделялась на севере горою Тавром от Фригии и Писидии; на севере и северо востоке горою Ζόλυμα (с проходом Κλι̃μαξ) от Памфилии, на западе горою Δαίδαλοι и рекою… … Реальный словарь классических древностей
celidonia — (Del lat. chelidonia < gr. khelidonion, semejante a la golondrina.) ► sustantivo femenino BOTÁNICA Planta papaverácea común cerca de los muros, de látex anaranjado y flores amarillas. (Chelidonium majus.) * * * celidonia (del lat. tardío… … Enciclopedia Universal
οθόννα — η (ΑΜ ὀθόννα, Α και ὀθόνα) νεοελλ. βοτ. λόγια ονομασία γένους ποωδών φυτών ή θάμνων με φύλλα σαρκώδη ή μεμβρανώδη κατ εναλλαγήν μσν. είδος αιγυπτιακού λίθου αρχ. 1. (κατά τον Διοσκ.) το φυτό χελιδόνιον το μέγα 2. ο χυμός τού παραπάνω φυτού 3. ο… … Dictionary of Greek
παιωνία — I Δικοτυλήδονο φυτό (παιωνία η φαρμακευτική) της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Bρίσκεται αυτοφυές σε πολλές δασώδεις, ορεινές και ημιορεινές περιοχές της Ελλάδας· ανθίζει από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο. Είναι εντυπωσιακό φυτό, ποώδες,… … Dictionary of Greek
πανδίος — ον, θηλ. και πανδῑα, Α 1. ο εντελώς θεϊκός, ο θειότατος 2. το θηλ. προσωνυμία τής σελήνης 3. φρ. «πανδῑος ρίζα» το φυτό χελιδόνιον το μέγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δῖος»θεϊκός»] … Dictionary of Greek
τεττιγόνιον — τὸ, Α είδος μικρού τέττιγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + υποκορ. κατάλ. όνιον κατά τα ἀηδόνιον, χελιδόνιον] … Dictionary of Greek
χελιδονίνη — η, Ν χημ. αλκαλοειδές τού φυτού χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chelidonine < χελιδόνιον + κατάλ. ίνη τής χημ. ορολογίας. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
χελιδονικός — ή, ό, Ν φρ. «χελιδονικό οξύ» λευκή κρυσταλλική ουσία που περιέχεται στον χυμό τού βλαστού τού φυτού χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chelidonic (acid) < χελιδόνιον + κατάλ. ικός. Η φρ., στον λόγιο τ. χελιδονικόν ὀξύ, μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
χελιδόνιο — το / χελιδόνιον, ΝΑ νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια παπαβερίδες τής τάξης παπαβερώδη και περιλαμβάνει το είδος Chelidonium majus, το οποίο περιέχει δηλητηριώδη χυμό με φαρμακευτικές ιδιότητες, κν. χελιδόνι… … Dictionary of Greek