-
1 γλυκυσίδη
-
2 γλυκυσίδη
γλυκυσίδηpeony: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
3 γλυκυσίδη
A peony (γ. ἄρρην, = Paeonia officinalis, γ. θήλεια, = P. corallina, Dsc.3.140), Hp.Superf.33, Mul.2.136, Pl.Com.61, Thphr.HP9.8.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλυκυσίδη
-
4 γλυκυσίδη
-
5 γλυκυσίδην
γλυκυσίδηpeony: fem acc sg (attic epic ionic) -
6 γλυκυσίδης
γλυκυσίδηpeony: fem gen sg (attic epic ionic) -
7 ὄροβος
Grammatical information: m.Meaning: `chickpea, Vicia Ervilia', pl. `the seed of the same' (Hp., D., Arist., Thphr.).Compounds: Some compp., e.g. ὀροβ-άγχη f. name of a weed "smotherer of the ὄρ.", `Cuscuta' (Thphr., Dsc., Gp.; Strömberg Theophrastea 194). πεντ-όροβος (- ώρ-; comp. length.) m. prop. "with five ὄρ.", name of the γλυκυσίδη, usu. metaph. of an architectural ornament (hell. inscr., Dsc., Plin.).Derivatives: 1. Diminut.: ὀρόβ-ιον n., also `flour made of ὄρ.' (Hp., Ph., Dsc.), = χρυσοκόλλης εἶδος H.; - άδιον n. = ὀρόβαξ (Ps.-Dsc., s.below). 2. - ίας m. name of a kind of ἐρέβινθος and a kind of λίβανος (Thphr., Dsc.). 3. - ίτης m. ( λίθος) name of a ορ.-like stone (D. S., Redard 59), - ῖτις f. `prepared χρυσόκολλα' (Plin.). 4. - αξ f. = γλυκυσίδη (Ps.-Dsc.), - ακχος σίδης pl. `fruit of the pomegranate' (Nic.), - άκχη βοτάνη τις. οἱ δε τῆς ῥοιᾶς τοὺς καρπούς H. 5. - ηθρον n. plantname = ὑποκισθίς (Ps.-Dsc.; cf. θορύβ-, κόπ-ηθρον a.o. and Chantraine Form. 373 f.). 6. - ινος `of ὄρ.' ( ἄλευρον; Ph., Dsc.). 7. - ιαῖος `of the size of a ὄρ.' (Dsc.). 8. ὠροβισμένοι κεχορτασμένοι ἀπὸ τῶν βοῶν (leg. ὀρόβων?) H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Like ἐρέβινθος, Lat. ervum a. o. old LW [loanword], prob. from the eastern mediterranean area. In ὄροβος: ervum Schulze KZ 48, 236 (Kl. Schr. 81) wants to see an old ablaut as in ὀρός: serum ; ὄροβος in any case not with J. Schmidt KZ 32, 325 from *ἔροβος assimilated. Further s. ἐρέβινθος and in WP. 1, 145, Pok. 335.Page in Frisk: 2,424Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄροβος
-
8 glycyside
glycysīdē, ēs, f. (γλυκυσίδη), die Päonie, Gichtrose, Plin. 27, 84. Scrib. Larg. 166 (wo Genet. -īdae). – Andere Form glycysis, idis, f., Plin. 25, 29 D. Ps. Apul. herb. 64.
-
9 πεντ-όροβος
πεντ-όροβος, ἡ, eine Pflanze, sonst γλυκυσίδη.
-
10 παιωνία
-
11 glycyside
glycysīdē, ēs, f. (γλυκυσίδη), die Päonie, Gichtrose, Plin. 27, 84. Scrib. Larg. 166 (wo Genet. -īdae). – Andere Form glycysis, idis, f., Plin. 25, 29 D. Ps. Apul. herb. 64.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > glycyside
-
12 αἱμαγωγός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱμαγωγός
-
13 δάκτυλος
δάκτῠλος, ὁ, poet. pl.Aδάκτυλα Theoc.19.3
, AP9.365 (Jul. Imp.), also Arist.Phgn. 810a22: -finger, ἐπὶ δακτύλων συμβάλλεσθαι τοὺς μῆνας to reckon on the fingers, Hdt.6.63;ὁ μέγας δ.
the thumb,Id.
3.8, Diog.Apoll.6; ;οἱλιχανοί Hp.Art.37
;ὁ ἔσχατος Id.PA687b17
: prov.,ἄκρῳ δ. γεύεσθαι Procop.Gaz.Ep. 31
;οὐκ ἄξια ψόφου δακτύλων Clearch.5
.2οἱ δ. τῶν ποδῶν
the toes,X.
An.4.5.12; and, without ποδός, Batr.45, Ar.Eq. 874, Arist. HA 494a12;τὸ τῶν δ. μέγεθος ἐναντίως ἔχει ἐπί τε τῶν ποδῶν καὶ τῶν χειρῶν Id.PA 690a30
; ὁ μέσος δ. of a monkey, Id.HA 502b3; ὁ μείζων δ. the great toe, Plu.Pyrrh.3. b. of the toes of beasts, Arist.HA 498a34; of birds, Id.PA 695a22.II a measure of length, finger's breadth, = about 7/10 of an inch, Hdt.1.60, al.;πώνωμεν, δάκτυλος ἀμέρα Alc.41
;δάκτυλος ἀώς AP12.50
(Asclep.): Astron., digit, i.e. twelfth part of the sun's or moon's apparent diameter, Cleom.2.3.III metrical foot, dactyl, -?δάκτυλοςX ?δάκτυλοςX, Pl.R. 400b;ῥυθμὸς κατὰ δάκτυλον Ar.Nu. 651
; δ. κατ' ἵαμβον, diiambus, Aristid. Quint.1.17.2 δάκτυλοι, οἱ, a dance, Ath.14.629d.2 kind of grape, Plin.HN14.15, Colum.3.2.1.3 = ἄγρωστις, Plin.HN24.182.V Δάκτυλοι Ἰδαῖοι mythical wizards and craftsmen in Crete (or Phrygia, D.S.17.7), attached to the cult of Rhea Cybele, Hes.Fr. 176, Pherecyd.47 J., S.Fr. 364, Str.8.3.30, D.S.5.64, IG12(9).259.22 ([place name] Eretria).2 δ. Ἰδαῖοι, = γλυκυσίδη, Dsc.3.140.b fossil found in Crete, Plin.HN37.170.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δάκτυλος
-
14 θεοδόνιον
A = γλυκυσίδη, dub. in Ps.-Dsc.3.140.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοδόνιον
-
15 μήνιον
-
16 μηνογένειον
μηνο-γένειον, τό,A = γλυκυσίδη, Ps.-Dsc.3.140.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηνογένειον
-
17 παιωνία
A = γλυκυσίδη, peony, Thphr.HP9.8.6; π. ἄρρην, θήλεια, = Paeonia officinalis, corallina, Ps.-Dsc.3.140; [dialect] Ep. .2 = χελιδόνιον μέγα, Ps.-Dsc.2.180.II name of an antidote, Orib.Fr.82.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιωνία
-
18 Πάν
AΠάονι IG5(2).556
(Melpea, vi B. C.)), ὁ, Pan,Πᾶνα δέ μιν καλέεσκον, ὅτι φρένα πᾶσιν ἔτερψεν h.Hom. 19.47
, cf. 5, Hdt.2.145, 6.105, etc.;ὦ Πὰν Ἀρκαδίας μεδέων Pi.Fr.95
, cf. Theoc.1.123, etc.;Π. κεροβάτας Ar.Ra. 230
(lyr.): pl. , Theoc.4.63, D.S. 1.88; dat. pl.Πᾶσιν Id.5.28
; Πανὸς γόνος, σπέρμα, in magic, PMag.Par.1.2306, 2996; Πανὸς κέρατα, = γλυκυσίδη, Ps.-Dsc.3.140. -
19 πεντόροβος
πεντ-όροβος, ὁ,A = γλυκυσίδη, Dsc.3.140, Plin. HN 25.29, 27.84.2 an architectural ornament in this form, IG 11(2).161 B 19 (Delos, iii B. C.): [full] πεντώροβος, BCH 32.11 (ibid., iv B. C.), IG 22.1451.29, 1452.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντόροβος
-
20 σελήνιον
A moonlight, πρὸς τὸ ς. Ath.7.276e; ἅμα τῷ ς. with the moon's phases, Arist. Mir. 834b4; the outline of the moon, Thphr.Sign.38; little moon, D. Chr.7.70.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σελήνιον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γλυκυσίδη — γλυκυσίδη, η (Α) το φυτό παιωνία*, πηγούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς + σίδη «γένος φυτών»] … Dictionary of Greek
γλυκυσίδη — peony fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκυσίδην — γλυκυσίδη peony fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκυσίδης — γλυκυσίδη peony fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
μήνιον — μήνιον, τὸ (Α) η γλυκυσίδη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας», λόγω τής χρησιμότητας τού φυτού σε αστρολογικές παρατηρήσεις] … Dictionary of Greek
μηνογένειον — μηνογένειον, τὸ (Α) γλυκυσίδη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + γένειον (< γενής < γένος), πρβλ. ηρι γένειον] … Dictionary of Greek
ορόβαξ — ὀρόβαξ, ἡ, και ὀροβάδιον, τὸ (Α) το φυτό γλυκυσίδη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + επίθημα αξ (πρβλ. σκύλ αξ)] … Dictionary of Greek
πεντόροβος — και πεντώροβος, ὁ, ἡ πεντόροβον, τὸ, Α 1. το φυτό γλυκυσίδη 2. αρχιτεκτονικό κόσμημα με σχήμα γλυκυσίδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + ὄροβος «είδος οσπρίου». Ο τ. πεντώροβος με έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ՄԱՏՈՒՏԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0216 Chronological Sequence: Unknown date, 12c գ. γλυκεῖα, γλυκυσιδή radix dulcis, glycyside, paeonia. ռմկ. մատիտակ, մարուխ, մարախ . Բոյս՝ յորոյ վերայ իջանէ գազպէն. եւ արմատ նորա քացր յոյժ, որ վարի ʼի պէտս դեղոց: Վստկ.: Բժշկարան … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)