-
1 χαμηλώνω
1. μετ.1) делать низким, понижать; 2) перен. понижать, снижать; убавить, привернуть (фитиль и т.п.);χαμηλώνω τη φωνή — понижать голос;
χαμηλώνω τίς τιμές — снижать цены;
3) нахлобучивать (шапку);4) опускать (глаза); 2. αμετ 1) опускаться; 2) уменьшаться; понижаться (о звуке, ценах и т.п.); снижаться (о ценах); слабеть, тускнеть (о свете); 3) наклоняться, нагибаться -
2 χαμηλώνω
[хамилоно] р. опускать, понижать, сникать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χαμηλώνω
-
3 χαμηλώνω
[хамилоно] ρ опускать, понижать, сникать. -
4 χαμηλώνω
alçalmak, alçaltmak -
5 χαμηλώνω
baisser -
6 χαμηλώνω
1) obniżać czas.2) opuszczenie (n) rzecz. -
7 χαμηλώνω
1) klopit2) snížit3) snižovat4) spouštět5) svěsit -
8 χαμηλώνω
lowerΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χαμηλώνω
-
9 klopit
χαμηλώνω -
10 spouštět
χαμηλώνω -
11 svěsit
χαμηλώνω -
12 opuszczenie
χαμηλώνω -
13 понижаться
χαμηλώνω, κατεβαίνω, ελαττώνομαι, κατέρχομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > понижаться
-
14 снижать
χαμηλώνω, κατεβάζω, (уменьшать) ελαττώνω, μειώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снижать
-
15 понизиться
χαμηλώνω, κατεβαίνω; μειώνω ( уменьшиться); πέφτω ( упасть) -
16 alçalmak
χαμηλώνω, ξεπέφτω -
17 понизить
-нижу, -низишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пониженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. χαμηλώνω•понизить забор χαμηλώνω τον περίβολο.
2. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• κατεβάζω•понизить давление ελαττώνω την πίεση•
понизить цену μειώνω την τιμή•
понизить температуру κατεβάζω τη θερμοκρασία.
3. υποβιβάζω (βαθμό, αξίωμα).μουσ. χαμηλώνω•понизить тон струны χαμηλώνω τον τόνο της χορδής•
понизить голос χαμηλώνω τη φωνή.
1. χαμηλώνω, γίνομαι πιο χαμηλός.2. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω• κατεβαίνω. -
18 опускать
опускатьнесов1. κατεβάζω, χαμηλώνω (μετ.), ἀφήνω νά πέσει / ὑποστέλλω (флаг, парус)/ ξεσφίγγω, χαλαρώνω (поводья):\опускать глаза χαμηλώνω τό βλέμμα· \опускать голову κατεβάζω (или χαμηλώνω) τό κεφάλι μου· \опускать ру́ки а) κατεβάζω τά χέρια, б) перен παραλύω, χάνω τό κουράγιο μου· \опускать письмо ρίχνω τό γράμμα στό γραμματοκιβώτιο· \опускать занавес κλείνω τήν αὐλαία, κλείνω τό παραπέτασμα· \опускать в могилу βάζω στόν τάφο, ἐνταφιάζω·2. (откидывать) χαμηλώνω (μετ.), φέρω κάτω:\опускать воротник κατεβάζω τόν γιακά·3. (делать пропуск) παραλείπω, ἐξαιρώ:\опускать подробности в рассказе παραλείπω τίς λεπτομέρειες. -
19 понижать
1. (уровень, степень, интенсивность и т.п.) ελαττώνω, μειώνω, χαμηλώνω, υποβαθμίζω 2. (делать более низким) χαμηλώνω 3. (переводить на более низкую должность) υποβιβάζω 4. муз. χαμηλώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > понижать
-
20 понизить
См. также в других словарях:
χαμηλώνω — χαμηλώνω, χαμήλωσα, χαμηλωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χαμηλώνω — Ν [χαμηλός] 1. κάνω χαμηλό κάτι, ελαττώνω το ύψος του 2. φέρνω κάτι πιο κοντά στο έδαφος, κατεβάζω 3. ελαττώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση (α. «χαμήλωσε το φως» β. «χαμήλωσε την τηλεόραση») 4. (σχετικά με τιμή εμπορεύματος) μειώνω,… … Dictionary of Greek
χαμηλώνω — χαμήλωσα, χαμηλωμένος 1. κάνω κάτι χαμηλό, το κατεβάζω: Έκοψε τα πόδια του τραπεζιού για να το χαμηλώσει. 2. ελαττώνω κάτι κατά το ποσό ή κατά την ένταση: Χαμήλωσε τα φώτα. 3. έρχομαι εγγύτερα προς το έδαφος, γίνομαι πιο κοντός, σκύβω: Να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκαθίημι — Α 1. ρίχνω συγχρόνως («ὁμοῡ συγκαθῆκεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλατταν», Πλούτ.) 2. παρεμβάλλω συγχρόνως 3. παρουσιάζω συγχρόνως στη σκηνή («Φρύνιχος ἐν Μούσαις, ἅς συγκαθήκε τοῑς Βατράχοις», Σοφ.) 4. συγκατανεύω, συγκαταβαίνω 5. είμαι υποχωρητικός σε… … Dictionary of Greek
υποβιβάζω — ὑποβιβάζω ΝΜΑ 1. κάνω κάτι να κατέβει χαμηλότερα, χαμηλώνω, κατεβάζω 2. μτφ. μειώνω τη σημασία προσώπου ή πράγματος, τού αποδίδω κατώτερη αξία νεοελλ. 1. (σχετικά με πρόσ.) τοποθετώ κάποιον σε κατώτερη βαθμίδα ή θέση ή σε κατώτερο αξίωμα («τόν… … Dictionary of Greek
χαμήλωμα — ώματος, το, Ν [χαμηλώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαμηλώνω, ελάττωση τού ύψους, τού ποσού ή τής έντασης 2. χαμηλή τοποθεσία … Dictionary of Greek
χαμήλωση — η, Ν [χαμηλώνω] 1. η ενέργεια τού χαμηλώνω 2. ελάττωση τού ύψους, χαμήλωμα … Dictionary of Greek
αναβιβάζω — (Α ἀναβιβάζω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι να ανεβεί, τοποθετώ σε υψηλότερη θέση, ανεβάζω 2. (ως γραμμ. όρος) μεταθέτω τον τόνο προς την αρχή τής λέξης αρχ. 1. (για πλοία) έλκω, σύρω από τη θάλασσα προς την ξηρά 2. (μέσ. για πλοία) επιβιβάζω 3. (ενεργ … Dictionary of Greek
εγκλάω — ἐγκλάω και επ. τ. ἐνικλάω (Α) 1. εμποδίζω, ματαιώνω 2. σπάω 3. παθ. κλίνω, γέρνω, χαμηλώνω … Dictionary of Greek
εγκλίνω — (AM ἐγκλίνω) γραμμ. (για λέξη) «εγκλίνω τον τόνο» ή εγκλίνομαι αποβάλλω τον τόνο μου ο οποίος μεταβιβάζεται στην προηγούμενη λέξη αρχ. 1. κλίνω, κάμπτω, γυρίζω προς τα μέσα 2. κάνω κάτι να γείρει 3. παθ. ακουμπώ, στηρίζομαι 4. τρέπω σε φυγή 5.… … Dictionary of Greek
καλάρω — 1. (για ιστία ή αντένα πλοίου) λύνω τα σχοινιά τών ιστίων και τά αφήνω να πέσουν για να σταματήσω το ιστιοφόρο, μαζεύω τα πανιά, κατεβάζω την αντένα ή τα πανιά, τά χαμηλώνω 2. (για δίχτια) τά ρίχνω στη θάλασσα για ψάρεμα 3. (για πλοία) α) έχω… … Dictionary of Greek