-
1 κατεβάζω
μετ.1) спускать, опускать; снимать (откуда-л. сверху); помогать сойти, спуститься; 2) прям., перен. понижать;κατεβάζω τη φωνή — понижать тон, голос;
3) выгружать;4) снижать (цену), уступать (в цене); делать скидку, продавать дешевле (товар); 5) уносить, нести (течением реки);§ κατεβάζω γάλα — а) увеличивать надой (о кормах и т. п.); — б) давать много молока;
κατεβάζω απ' το θρόνο — свергать с престола;
ο νούς ( — или τό κεφάλι) του κατεβάζει — голова у него хорошо работает, хорошо соображает;
κατεβάζω τα μούτρα μου — или τα κατεβάζω — иметь кислый вид, быть унылым, хмурым, нахмуренным;
του τα κατέβασα τ' αυτιά я его унизил;τα κατέβασε τ' αυτιά του он унизился; κατέβασε ο ποταμός река разлились;κατεβάζει το βουνό — с гор дует сильный ветер
-
2 κατεβάζω
[катэвазо] р. спускать, опускать, снижать цену и т. п.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κατεβάζω
-
3 κατεβάζω
[катэвазо] ρ спускать, опускать, снижать цену и т. п. -
4 κατεβάζω
1) accordeur2) baisser -
5 спустить
ρ.σ.μ.1. κατεβάζω• αφήνω• ρίχνω•спустить рабочих в шахту κατεβάζω τους εργάτες στο ορυχείο•
спустить занавеску κατεβάζω την κουρτίνα•
спустить ведро в колодец ρίχνω το κουβά στο πηγάδι•
спустить ребнка с рук на пол αφήνω (αποθέτω) το παιδάκι στο πάτωμα•
спустить флаг κατεβάζω τη σημαία.
|| σπρώχνω, ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•спустить кого–нибудь с лестницы γκρεμίζω κάποιον από τη σκάλα.
|| μτφ. μεταφέρω (στους υποδεέστερους)•спустить директивы κατεβάζω τις οδηγίες.
2. χαμηλώνω•спустить знамна над гробом υποστέλλω τις σημαίες πάνω από το φέρετρο.
|| κατεβάζω λίγο, χαμηλώνω κατά τι•спустить чулки κατεβάζω λίγο τις κάλτσες.
3. απελευθερώνω, τραβώ, πατώ•спустить курок πατώ τη σκαντάλη•
собаку с цепи λύνω το σκυλί.
4. αφήνω να διαρεύσει (για υγρά, αέρια). || αδειάζω, εκκενώνω. || αδυνατίζω, χάνω την ελαστικότητα.5. ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω•спустить уровень воды κατεβάζω τη στάθμη του νερού.
|| ξεπέφτω, χάνω από το βάρος, αδυνατίζω•спустить несколько килограммов αδυνατίζω μερικά κιλά.
6. φέρνομαι επιεικά, δείχνω συγκαταβατικοτητα, συγχωρώ.7. καταναλώνω, πουλώ. || χάνωστα χαρτιά.εκφρ.спустить жир – διώχνω, αποβάλλωτο πάχος (αδυνατίζω, ξεπέφτω)•спустить петлю – α) αφήνω θηλιά (κατά το πλέξιμο), β) βγάζω τις θηλιές•спустить петли – στενεύω, μαζεύω (λιγοστεύοντας τις θηλιές)•спустить судно – α) καθέλκω, -κύω σκάφος, β) κατεβάζω στο νερό από το πλοίο (βάρκα κ.τ.τ.) спустить шкуру μαστιγώνω γερά•спуститьтя рукава (делать) κάνω όπως-όπως (κακότεχνα).1. κατέρχομαι, κατεβαίνω•спустить с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•
спустить в овраг κατεβαίνωστη χαράδρα•
шторы -лись τα στορ κατέβηκαν (έκλεισαν).
|| πλέω προς τα κάτω.2. κατεβαίνω, κάθομαι (για πτηνά)• προσγειώνομαι (γιααεροπλάνο). || μτφ. επικάθομαι, πέφτω•туман спуститьлся на болото ομίχλη έπεσε στο βάλτο.
|| χαμηλώνω. || μτφ. ξεπέφτω (ηθικά), κατρακυλώ. || απελευθερώνομαι, πέφτω•курок -лся ο επικρουστήρας έπεσε.
|| ξεπέφτω, ξεφεύγω από τη θέση, κατεβαίνω λιγάκι•юбка -лась η φούστα ξέπεσε λίγο.
3. υποβιβάζομαι.4. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω•температура -лась η θερμοκρασία ελαττώθηκε.
εκφρ.спустить о облаков – κατεβαίνω από τα σύννεφα (προσαρμόζομαι στην πραγματικότητα, προσγειώνομαι). -
6 опустить
опущу, опустишь,те. μτχ. παρλθ. χρ. опущенный, βρ: -щен, -а, -оρ.σ.μ.1. κατεβάζω•опустить флаг κατεβάζω τη σημαία•
опустить штору κατεβάζω το στόρι,• опустить паруса κατεβάζω τα πανιά•
опустить опять ξανακατεβάζω.
|| χαμηλώνω•голову κατεβάζω το κεφάλι•
опустить глаза, взор χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.
|| χαλαρώνω•подводья у лошади χαλαρώνω το χαλινό του αλόγου.
|| αποθέτω, απιθώνω.2. ρίχνω•опустить письмо в -почтовый ящик ρίχνω το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο.
|| βάζω, χώνω•опустить руку в карман χώνω το χέρι στη τσέπη.
|| βυθίζω•опустить руку в воду βυθίζω το χέρι στο νερό.
3. κλείνω κατεβάζοντας•опустить крышку рояля κλείνω το κάλυμμα του πιάνου•
опустить занавес в сцене κλείνω την αυλαία της σκηνής.
4. παραλείπω•излишнее в сочинении παραλείπω το περιττόν στο γραπτό έργο.
|| αφήνω να ξεφύγει•опустить удобный случай αφήνω να μου ξεφύγει η κατάλληλη ευκαιρία.
εκφρ.опустить перпендикуляр – (μαθ.) φέρω (τραβώ) κάθετη.1. κατεβαίνω κατέρχομαι. || γέρνω, κλίνω χαμηλώνω•голова -лась на грудь το κεφάλι έγειρε (κρέμασε) ως το στήθος.
|| κάθομαι, πέφτω ξαπλώνω•на колени γονατίζω•
опустить на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.
|| βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο. || μτφ. ξαπλώνομαι, πέφτω•ночь -лясь η νύχτα έπεσε, νύχτωσε•
сумерки -лись σουρούπωσε•
туман -лась на долину ομίχλη έπεσε στην κοιλάδα.
2. κλείνομαι•занавес -лась η αυλαία έκλεισε (έπεσε).
3. αδιαφορώ για την εξωτερική εμφάνιση, ατημελώ ρεμπελεύω. || ξεπέφτω ηθικά.4. παθαίνω καθίζηση, κάθομαι• κατολισθαίνω (για έδαφος).εκφρ.опустить на дно – εξαθλιώνομαι, εξαχρειώνομαι, γίνομαι κατακάθι της κοινωνίας. -
7 опускать
опускатьнесов1. κατεβάζω, χαμηλώνω (μετ.), ἀφήνω νά πέσει / ὑποστέλλω (флаг, парус)/ ξεσφίγγω, χαλαρώνω (поводья):\опускать глаза χαμηλώνω τό βλέμμα· \опускать голову κατεβάζω (или χαμηλώνω) τό κεφάλι μου· \опускать ру́ки а) κατεβάζω τά χέρια, б) перен παραλύω, χάνω τό κουράγιο μου· \опускать письмо ρίχνω τό γράμμα στό γραμματοκιβώτιο· \опускать занавес κλείνω τήν αὐλαία, κλείνω τό παραπέτασμα· \опускать в могилу βάζω στόν τάφο, ἐνταφιάζω·2. (откидывать) χαμηλώνω (μετ.), φέρω κάτω:\опускать воротник κατεβάζω τόν γιακά·3. (делать пропуск) παραλείπω, ἐξαιρώ:\опускать подробности в рассказе παραλείπω τίς λεπτομέρειες. -
8 спускать
спускатьнесов1. (опускать) κατεβάζω:\спускать занавеску κατεβάζω τό παραπέτασμα· \спускать паруса κατεβάζω τά πανιά, ὑποστέλλω τά ίστία· \спускать курок πιέζω τή σκανδάλη·2. (на воду) καθελκύω, καθέ-λκω:\спускать корабль καθέλκω πλοΐον \спускать шлюпку κατεβάζω τή βάρκα·3. (выпускать \спускать о воде, воздухе) βγάζω/ ἀδειάζω (тк. о воде):\спускать воду из пруда ἀδειάζω τό νερό ἀπό τή δεξαμενή·4. (прощать) разг συγχωρώ, παραβλέπω·5. (растрачивать) разг χάνω:\спускать все (в азартной игре) τά χάνω ὅλα στό παιγνίδι· ◊ \спускать директивы, инструкции στέλνω ὁδηγίες· не \спускать глаз с кого-л. δέν ξεκολλώ τά μάτια μου ἀπό κάποιον \спускать с цепи́ λύνω· \спускать собак на кого́-л. βάζω τά σκυλιά νά χυμήξουν πάνω σέ κάποιον \спускать кого́-л. с лестницы разг γκρεμίζω κάποιον ἀπό τή σκάλα \спускаться1. κατεβαίνω:\спускаться по лестнице κατεβαίνω τή σκάλα·2. (вниз по реке) κατεβαίνω τό ποτάμι, κατέρχομαι τόν ποτα-μόν, πλέω προς τίς ἐκβολές. -
9 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
10 низвести
-веду, -ведшь, παρλθ. χρ. низвл-вела, -до, μτχ. παρλθ. χρ. низведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. низведенный, βρ: -ден, -дена, -дено ρ.σ.μ.1. κατεβάζω•низвести на пол κατεβάζω στο πάτωμα.
2. μτφ. μειώνω, υποβιβάζω• υποτιμώ ταπεινώνω.εκφρ.низвести с нба на землю – παλ. κατεβάζω από τα νέφη στην γή (στην πραγματικότητα), προσγειώνω στην πραγματικότητα. -
11 ссадить
-
12 спускать
1. (перемещать сверху вниз) κατεβάζω 2. (выпускать, сбрасывать, разгружать) βγάζω, αδειάζω, ξεφορτώνω 3. (по лотку, желобу) εκφορτώνω, κατεβάζω 4. (судно, катер и т.п. на воду) καθελκύω, καθελκώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спускать
-
13 опустить
опустить κατεβάζω, χαμηλώνω· \опустить письмо ρίχνω το γράμμα· \опустить занавес κλείνω την αυλαία \опуститься 1) (спуститься) κατεβαίνω 2) (приземлиться) προσγειώνομαι 3) перен. ξεπέφτω, καταντώ* * *κατεβάζω, χαμηλώνωопусти́ть письмо́ — ρίχνω το γράμμα
опусти́ть за́навес — κλείνω την αυλαία
-
14 понизить
-
15 снизить
-
16 спускать
-
17 высаживать
высаживатьнесов1. ἀποβιβάζω, ξεμ-παρκάρω/ κατεβάζω κάτω (насильно):\высаживать десант ἀποβιβάζω ἄγημα· \высаживать из поезда κατεβάζω ἀπό τό τραίνο·2. (растения) μεταφυτεύω, φυτεύω ἀλλοῦ·3. (дверь, окно) разг σπάνω, θραύω, συντρίβω. -
18 поиижать
поииж||атьнесов1. ἐλαττώνω, μειώνω, χαμηλώνω, κατεβάζω:\поиижать температуру ἐλαττώνω (или κατεβάζω) τή θερμοκρασία· \поиижать голос χαμηλώνω τή φωνή μου· \поиижать к£чество χειροτερεύω τήν ποιότητα·2. (по службе) ὑποβιβάζω. -
19 приспускать
приспускатьнесов, приспустить сов ὑποστέλλω, χαμηλώνω, κατεβάζω λίγο:\приспускать флаг а) ὑποστέλλω τήν σημαία, б) κατεβάζω τή σημαία μεσίστιο (в знак траура). -
20 сводить
сводить Iсов (отводить) ὁδηγώ, πηγαίνω (μετ.):\сводить ребенка в школу πηγαίνω τό παιδί στό σχολείο.своди||ть IIнесов (βΗίίή κατεβάζω:\сводить,с лвстницы κατεβάζω ἀπό τή σκάλα· ί· (Уводить) ἀπομακρύνω, βγάζω:\сводить с дороги ἀπομακρύνω ἀπό τό δρόμο·3. (увалять) βγάζω, ἀφαιρώ, ἐξαλείφω, ἐξαφανίζω:^, бородавку ἀφαιρώ τήν κρεα-τοελτια· \сводить пятно βγάζω λεκέ·4. (соединять) еу<5усо. συνδέω:судьба \сводитьла нас не раз ἡ.^χ-, μ-,ς 5φερε κοντά ἐπανει-λημενως·5. (κ чему-л.) φέρνω, περιορίζω:\сводить к нулю „ на нет ἐΚμηδενίζω· \сводить κ шутке τό γυρίζω <„0 ἀστε-0· \сводить κ минимуму περιορίζω στό ἐλάχιστο·6. (о судороге) συσπώ, συστέλλω:ру́ку сводит τό χέρι του ἐχει συσπάσεις, τό χέρι του ἐπαθε συστολή·7. (рисунок) μεταφέρω σχέδιο, ξεσηκώνω·8. (собирать, соединять в одно целое) συγκεντρώνω:\сводить данные в таблицу συγκεντρώνω τά στοιχεία σέ πίνακα· ◊ \сводить с ума τρελαίνω· \сводить концы с концами τά φέρνω βόλτα, τά βγάζω πέρα· \сводить счеты с кем-л. ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς· глаз не \сводить с кого-л. δέν ξεκολλάω τό βλέμμα μου, δέν σηκώνω τά μάτια μου ἀπό κάπου.
См. также в других словарях:
κατεβάζω — κατεβάζω, κατέβασα, κατεβασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: κατεβάζω – κατεβαίνω : από άποψη σημασίας, το κατεβαίνω χρησιμοποιείται και ως παθητικό του κατεβάζω, π.χ. η ασπιρίνη τού κατέβασε τον πυρετό – ο πυρετός του κατέβηκε με την ασπιρίνη … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατεβάζω — (AM καταβιβάζω, Μ και κατεβάζω και καταβάζω και κατηβάζω) 1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον ή κάτι από υψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «κατέβασα τις παλιές καρέκλες στο υπόγειο» β. «καταβιβάσας τὸν Κροῑσον ἀπὸ τῆς πυρῆς», Ηρόδ.) 2. φέρνω από τα μεσόγεια… … Dictionary of Greek
κατεβάζω — κατέβασα, κατεβάστηκα, κατεβασμένος 1. φέρνω κάτι από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη: Τα κατέβασαν τα κιβώτια στο υπόγειο. 2. βοηθώ ή αναγκάζω κάποιον να κατεβεί από κάπου: Τον κατέβασε από το θρόνο του. 3. η παροιμία «αλί που το χει η κούτρα του να … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθαιρώ — (AM καθαιρώ, έω, Α ιων. τ. καταιρέω, αιολ. τ. κατάγρημι) (για αξιωματούχους) αφαιρώ το αξίωμα κάποιου, ανατρέπω κάποιον από την εξουσία («ο βασιλιάς καθαιρέθηκε») μσν. αρχ. 1. καταδικάζω («ἡ καθαιροῡσα ψῆφος» η καταδικαστική ψήφος, Λυσ.) 2.… … Dictionary of Greek
κατεβασιά — η [κατεβάζω] 1. η ενέργεια τού κατεβάζω 2. άφθονη ροή υδάτων ποταμού ή ρεύματος 3. πολύ δυνατή αιφνίδια βροχή 4. ορμητικός άνεμος 5. καταρροή τής μύτης, συνάχι 6. καταρράκτης τών ματιών 7. κήλη, κατέβασμα 8. κατηφοριά 9. (σε αθλοπαιδιές,… … Dictionary of Greek
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek
καθιμώ — καθιμῶ, άω (Α) 1. κατεβάζω κάποιον με σχοινί («καθιμᾷ αὐτὸν δήσας», Αριστοφ.) 2. (απλώς) κατεβάζω κάτι («τὸν τράχηλον ἂ καθιμήσας ἀνελκύσεις») 3. (κατά τον Ησύχ.) «καθιμᾷ καθίησι, χαλᾷ». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἱμῶ «ανασύρω»] … Dictionary of Greek
καταβάλλω — (AM καταβάλλω) 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι κάτω, καταρρίπτω 2. (σχετικά με χρήματα) καταθέτω, πληρώνω, κάνω πληρωμές νεοελλ. 1. (για νόσο) εξαντλώ, εξασθενίζω, καταπονώ 2. φρ. α) «καταβάλλω κόπους (ή μόχθους)» κοπιάζω πολύ, μοχθώ πολύ β. «καταβάλλω… … Dictionary of Greek
προκαθίημι — Α 1. κάθομαι εκ τών προτέρων 2. κατεβάζω ή ρίχνω κάτι κάτω προηγουμένως («προκαθίημι εἰς βαλανοδόκην βρόχον», Αιν. Τακτ.) 3. αποστέλλω εκ τών προτέρων («τοῡτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾱν ὑμᾱς», Δημοσθ.) 4. μτφ. (σχετικά με πόλη) ρίχνω, εμβάλλω… … Dictionary of Greek
υφίημι — και ιων. τ. ὑπίημι Α [ἵημι] 1. (σχετικά με ιστίο) κατεβάζω 2. (για ραβδούχο) κατεβάζω την ράβδο μου μπροστά σε κάποιον σε ένδειξη σεβασμού 3. τοποθετώ κάτι κάτω από κάτι άλλο («ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει», Ομ. Ιλ.) 4. (ιδίως) βάζω τα νεογνά κάτω… … Dictionary of Greek
κατεβαίνω — κατεβαίνω, κατέβηκα, κατεβασμένος βλ. πίν. 92 Σημειώσεις: κατεβάζω – κατεβαίνω : από άποψη σημασίας, το κατεβαίνω χρησιμοποιείται και ως παθητικό του κατεβάζω, π.χ. η ασπιρίνη τού κατέβασε τον πυρετό – ο πυρετός του κατέβηκε με την ασπιρίνη … Τα ρήματα της νέας ελληνικής