Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χαλιφρονέοντα

См. также в других словарях:

  • χαλιφρονέοντα — χαλιφρονέω to be light minded pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic) χαλιφρονέω to be light minded pres part act masc acc sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωφροσύνη — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. σαοφροσύνη και δωρ. τ. σωφροσύνα Α [σώφρων, ονος] το να είναι κανείς σώφρων, συνετός, η σύνεση, η φρονιμάδα (α. «τόν σέβονταν για τη μόρφωση και τη σωφροσύνη του» β. «ἀληθείας καὶ σωφροσύνης ῥήματα», ΚΔ γ. «αἰδὼς σωφροσύνης… …   Dictionary of Greek

  • χαλιφρονώ — έω, Α [χαλίφρων, όνος] είμαι χαλίφρων*, απερίσκεπτος («καί τε χαλιφρονέοντα σαοφροσύνης ἐπέβησαν», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»