-
1 φιλερως
-
2 φιλανδρος
21) любящая мужчин(γυναῖκες Plat.)
2) любящая своего мужаφ. ἔρως Luc. — любовь к мужу
3) любящая мужской образ жизни(ἥ Ἀταλάντη Soph.)
4) любящий своих мужей
См. также в других словарях:
μίσερως — μίσερως, ὁ (Α) αυτός που αισθάνεται μίσος, αποστροφή για τον έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + ἔρως (< ἔραμαι), πρβλ. φίλ ερως] … Dictionary of Greek
πολυέρως — ωτος, ὁ, Α 1. αυτός που αγαπά πολύ 2. αυτός που έχει πολλούς έρωτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἔρως, ωτος (πρβλ. φίλ ερως)] … Dictionary of Greek
φίλερως — έρωτος, ὁ, ἡ, Α φιλέραστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἔρως (πρβλ. πολύ ερως)] … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek