-
1 φύλακας
[филакас] ουσ. а. сторожΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φύλακας
-
2 сторож
-
3 хранитель
-я α.1. φύλακας. || προστάτης.2. τηρητής. || επιμελητής• επιτηρητής.εκφρ.ангел— – άγγελος-φύλακας. -
4 брандвахта
1. (пост) η φυλακή/ο φύλακας της πυρόσβεσης 2. (судно) η φυλακή, το πλοίο που παραμένει προς φρούρηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > брандвахта
-
5 сторож
ο φύλακας, ночной - ο νυχτοφύλακας, ο νυκτοφύλακας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сторож
-
6 будочник
будочникм ὁ φύλακας (σιδηροδρόμου κ.λ.π.). -
7 путевой
путев||ойприл1. ταξιδιωτικός, ὁδοιπορικός, ὁδικός:\путевоййе впечатления ταξιδιωτικές ἐντυπώσεις· \путевойые расходы τά ὁδοιπορικά ἔξοδα· 2.:\путевой сторож ὁ φύλακας γραμμής σιδηροδρόμου, ὁ ἐπόπτης γραμμών. -
8 сторож
сторожм ὁ φύλακας, ὁ φύλαξ:ночной \сторож ὁ νυχτοφύλακας· лесной \сторож ὁ δασοφύλακας· железнодорожный \сторож ὁ ἐπόπτης γραμμών.· -
9 страж
стражм ὁ φύλακας, ὁ φύλαξ. ὁ φρουρός. -
10 табуищик
табу́и||щикм ὁ φύλακας ἀγέλης ἀλογων. -
11 хранитель
хранительм ὁ φύλακας [-αξ], ὁ ἐπιμελητής/ ὁ ἐπιτηρητής (музея, библиотеки и т. п.). -
12 часовой
часов||ой Iприл1. (длящийся час, получаемый за час) ὠριαίος, τής ὠρας, ! μιας ὠρας:\часовойа́я беседа συζήτηση ἐπί μιαν ῶρα· \часовойая оплата πληρωμή μέ τήν ὠρα·2. (относящийся к часам) τοῦ (ώ)ρολογίου:\часовойая стрелка ὁ ὠροδείκτης· \часовойо́й механизм ὁ μηχανισμός τοῦ ὠρολο-γιοῦ· \часовой магазин τό ὠρολογοποιεῖον, τό ὠρολογάδικο· \часовой мастер, \часовойых дел мастер ὁ ὠρολογϋς, ὁ ὠρολογοποιός· \часовой завод τό ἐργοστάσιο ὠρολογίων, τό ὠρολογο-ποιεῖο[ν].часовой IIм ὁ σκοπός, ὁ φρουρός, ὁ φύλακας, ὁ φύλαξ. -
13 сторож
[στόρας] ουσ. α. φύλακας -
14 страж
[στράς] ουσ. α. φύλακας -
15 табунщик
[ταμπούνστσικ] ουσ. α φύλακας αγέλης αλόγων -
16 хранитель
[χρανίτιλ*] ουσ. α. φύλακας -
17 часовой
[τσισαβόϊ] ουσ. α φρουρός, φύλακας -
18 сторож
[στόρας] ουσ α φύλακας -
19 страж
[στράς] ουσ α φύλακας -
20 табунщик
[ταμπούνστσικ] ουσ α φύλακας αγέλης αλόγων
См. также в других словарях:
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
φύλακας — ο αυτός που φυλάγει κάτι, ο φρουρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλακᾶς — φυλακεύς watching masc acc pl φυλακή fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακάς — φυλακά̱ς , φυλακή fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φυλάκας — Φυλάκᾱς , Φυλάκη fem acc pl Φυλάκᾱς , Φυλάκη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλακας — φύλαξ watcher masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιεροφύλακας — ο (Α ἱεροφύλαξ και ποιητ. τ. ἱροφύλαξ) φύλακας τού ναού, επιστάτης τού ναού νεοελλ. ο φύλακας τών ιερών σκευών, ο φύλακας τού ιεροφυλακίου αρχ. (στη Ρώμη) ο αρχιερέας (pontifex) … Dictionary of Greek
Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… … Wikipedia
ακτοφύλακας — (και ακτοφύλαξ, ακος), ο 1. φύλακας, φρουρός τής ακτής 2. αυτός που ανήκει στη δύναμη τής ακτοφυλακής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτή + φύλακας] … Dictionary of Greek
αμαξοφύλακας — ο 1. φύλακας αμαξών 2. αυτός που εποπτεύει και φροντίζει στον σταθμό ή στο αμαξοστάσιο τις σιδηροδρομικές άμαξες. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + φύλακας] … Dictionary of Greek
αρχαιοφύλακας — και λαξ ( ακος), ο 1. ο φύλακας μουσείου 2. ο φύλακας χώρου αρχαιοτήτων … Dictionary of Greek