-
21 хранитель
[χρανίτιλ*] ουσ α φύλακας -
22 часовой
[τσισαβόϊ] ουσ α φρουρός, φύλακας -
23 арсенальный
επ.του οπλοστσίου• - сторож ο φύλακας του οπλοστασίου. -
24 бакенщик
-а α.φύλακας σημαδούρας. -
25 безотлучный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноαχώριστος, μόνιμος, σταθερός•безотлучный сторож φύλακας κέρβερος.
-
26 будочник
-а α.σκοπός της σκοπιάς, φύλακας φυλακίου. || παλ. αστυνομικός-σκοπός. -
27 вахтер
к. (απλ.) вахтр, -а α.αρχιφύλακας. || φύλακας ιδρυμάτων. -
28 камерный
επ.1. του κελιού της φυλακής•-сторож φύλακας κελιού φυλακής.
2. θαλαμωτός.3. του θαλάμου.4. του δωματίου•-ая музыка μουσική δωματίου.
-
29 кладбищенский
επ.του νεκροταφείου•сторож φύλακας νεκροταφείου•
-ая огрида ο περίβολος νεκροταφείου.
-
30 магазинный
επ.του μαγαζιού, του καταστήματος•магазинный сторож φύλακας μαγαζιού.
|| που φέρει θαλάμη•- ая винтовка ή -ое ружьё επαναληπτικό όπλο•
-ая коробка θαλάμη όπλου.
-
31 оберегатель
-я α.(γραπ. λόγος) φύλακας. -
32 обходчик
-а α.φύλακας κινητός• ελεγκτής. -
33 объездчик
-а α.1. φύλακας έφιππος ή επί οχήματος.2. ο συνηθίζων τα άλογα στη ζεύξη ή στο σάγμα. -
34 отслужить
-ужу, -ужишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отслуженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.1. συμπληρώνω χρόνο υπηρεσίας• υπηρετώ•он -ил в сторожах три года αυτός υπηρέτησε τρία χρόνια φύλακας•
я -ил установленный срок εγώ συμπλήρωσα τον καθορισμένο χρόνο (υπηρεσίας ή εργασίας).
|| τελειώνω τη στρατιωτική θητεία.2. αχρηστεύομαι, φθείρομαι, τρώγω το ψωμί μου.3. αποτινω, ξεπλερώνω με υπηρεσία ή εργασία.4. (εκκλσ.) λειτουργώ, κάνω λειτουργία• ψάλλω•отслужить молебен ψάλλω δέηση.
-
35 охранитель
-я α.-ница, -ы θ.1. (γραπ. λόγος) φύλακας, φρουρός.2. παλ. υπερασπιστής, υπέρμαχος της παλαιάς τάξης πραγμάτων. -
36 постовой
επ.1. του φυλακίου, της σκοπιάς.2. του πόστου•постовой милиционер αστυνομικός του πόστου (του).
ουσ. σκοπός φύλακας τροχονόμος. -
37 правленский
επ.διοικητικός, της διοίκησης•правленский писарь γραφέας της διοίκησης•
правленский сторож φύλακας της διοίκησης.
-
38 путевой
επ.1. της σιδηροδρομικής γραμμής•путевой обходчик κινητός φύλακας σιδηροδρομικής γραμμής.
2. οδοιπορικός, ταξιδιωτικός•-ые записи, впечатления ταξιδιωτικές σημειώσεις, εντυπώσεις•
-ые расходы (издержки) οδοιπορικά έξοδα.
-
39 путеобходчик
-а α.κινητός φύλακας σιδηροδρομικής γραμμής. -
40 сторож
-а, πλθ-а, -ей α. φύλακας, φρουρός•ночной сторож νυχτοφύλακας•
лесной сторож δασοφύλακας•
тюремный сторож φρουρός φυλακών•
полевой сторож αγροφύλακας.
|| συσκευή που εμποδίζει να χύνεται το -γάλα, όταν βράζει.
См. также в других словарях:
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
φύλακας — ο αυτός που φυλάγει κάτι, ο φρουρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλακᾶς — φυλακεύς watching masc acc pl φυλακή fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακάς — φυλακά̱ς , φυλακή fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φυλάκας — Φυλάκᾱς , Φυλάκη fem acc pl Φυλάκᾱς , Φυλάκη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλακας — φύλαξ watcher masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιεροφύλακας — ο (Α ἱεροφύλαξ και ποιητ. τ. ἱροφύλαξ) φύλακας τού ναού, επιστάτης τού ναού νεοελλ. ο φύλακας τών ιερών σκευών, ο φύλακας τού ιεροφυλακίου αρχ. (στη Ρώμη) ο αρχιερέας (pontifex) … Dictionary of Greek
Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… … Wikipedia
ακτοφύλακας — (και ακτοφύλαξ, ακος), ο 1. φύλακας, φρουρός τής ακτής 2. αυτός που ανήκει στη δύναμη τής ακτοφυλακής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτή + φύλακας] … Dictionary of Greek
αμαξοφύλακας — ο 1. φύλακας αμαξών 2. αυτός που εποπτεύει και φροντίζει στον σταθμό ή στο αμαξοστάσιο τις σιδηροδρομικές άμαξες. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + φύλακας] … Dictionary of Greek
αρχαιοφύλακας — και λαξ ( ακος), ο 1. ο φύλακας μουσείου 2. ο φύλακας χώρου αρχαιοτήτων … Dictionary of Greek