-
1 φράσεις
φράσιςspeech: fem nom /voc pl (attic epic)φράσιςspeech: fem nom /acc pl (attic)φράζωpoint out: aor subj act 2nd sg (epic)φράζωpoint out: fut ind act 2nd sg -
2 фраза
-ы θ.1. φράση• πρόταση•длинные -ы μακριές φράσεις•
писать короткими -ами γράφω με σύντομες (μικρές) φράσεις•
ходячая фраза εύχρηστη φράση•
избитая фраза τετριμμένη φράση•
пустая фраза φράση κενή (χωρίς περιεχόμενο)•
пышная фраза πομπώδης φράση.
2. μουσικό τμήμα,κομμάτι•-ы симфонии κομμάτια συμφωνίας.
-
3 φράζω
φράζω, zeigen, anzeigen, darlegen, angeben, von Hom. an häufige Homerische Formen: activ. aor. 1. φράσε Odyss. 11, 22, oft redupl. aor. 2., ἐπέφραδον Iliad. 10, 127, ἐπέφραδεν, πέφραδε, πεφράδοι Iliad. 14, 335, imperat. πέφραδε, πεφραδέμεν Odyss. 7, 49, πεφραδέειν Odyss. 19, 477; medium praes., φράζεαι, φραζώμεϑα, imperat. φράζεο, φράζεσϑαι u. s. w., imperf., φραζέσϑην Odyss. 13, 373, φράζετο Iliad. 16, 646, φραζόμεϑα Odyss. 3, 129, aor. 1. ἐφρασάμην, fut., φράσσεται, φράσομαι; pass. aor. in medialer Bedeutung, ἐφράσϑης Odyss. 19, 485. 23, 260. Nach Homer aor. 1. activ. häufiger, Hymn. Hom. Ven. 128 Merc. 442 Hesiod. frgm. 29 Pind. I. 4, 38 Herodot. 7, 213; dazu praes. activ., φράζει Herodot. 6, 100, imperf. ἔφραζε 4, 113; perf. πέφρακα Isocrat. Philipp. p. 101; fut. φράσεις Aristoph. Vesp. 335, φράσων Soph. Tr. 1122; perf. med. πέφρασμαι Aeschyl. Suppl. 438; perf. pass. πέφρασται Isocrat. Ἀντιδ. §. 195, τὸ μήπω πεφρασμένον Isocrat. Περὶ τοῦ ζεύγ. p. 355; praes. pass. μαϑεῖν τὰ φραζόμενα καὶ δεικνύμενα Xen. Cyrop. 4, 3,11. Das med. ist in Att. Prosa nicht gebräuchlich. – Das activ. hat bei Hom. nach Aristarchs Ansicht überall die Bedeutung » anzeigen«, διασημαίνειν, indicare, niemals die Bedeutung » sagen«, εἰπεῖν, und eben so wenig die Bedeutung des physischen » Zeigens«. welche denn doch wohl die ursprüngliche gewesen sein wird, und welche man versucht sein könnte in mehreren Homerischen Stellen anzunehmen, z. B. in der berühmten Stelle Iliad. 14, 500 ὁ δὲ φὴ κώδειαν ἀνασχών πέφραδέ τε Τρώεσσι καὶ εὐχόμενος ἔπος ηὔδα, er hob den Kopf wie eine κώδεια in die Höhe, zeigte ihn den Troern und sprach. Man vgl. z. B. Odyss. 7, 22. 29. 49, ὦ τέκος, οὐκ ἄν μοι δόμον ἀνέρος ἡγήσαιο Ἀλκινόου, τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε πάτερ, δόμον ὅν με κελεύεις δείξω, οὗτος δή τοι, ξεῖνε πάτερ, δόμος, ὅν με κελεύεις πεφραδέμεν; warum könnte hier πεφραδέμεν nicht das physische » zeigen« sein? – Daß φράζω bei Hom. niemals » sagen« heißt, ist unzweifelhaft. Odyss. 1, 273 heißt μῦϑον πέφραδε πᾶσι »lege Allen den Sachverhalt dar«, »zeige an«, nicht »sprich das Wort«. Aehnlich πέφραδε μῦϑον oder μύϑῳ Odyss. 8, 142, welchen Vers übrigens nach Schol l. Didym. Zenodot, Aristophanes Byz. und Aristarch nicht kannten. – Das medium heißt »sich Etwas zeigen«, »sich Etwas anzeigen«, d. h. wahrnehmen, finden, erfinden, entdecken, ersinnen, überlegen, denken. Man kann dies »wahrnehmen« bei Hom. wohl überall vom rein Geistigen verstehn; doch sind auch hier wieder einige Stellen, wo es vielleicht eben so gut vom Physischen verstanden werden kann, z. B. Iliad. 10, 339 τὸν δὲ φράσατο προσιόντα Ὀδυσεύς. – Iliad. 1, 83 schrieb Zenodot σὺ δὲ φράσον εἴ με σαώσεις, »zeige mir an, ob du mich schützen wirst«, Aristarch dagegen σὺ δὲ φράσαι εἴ με σαώσεις, »überlege es dir, ob du mich schützen wirst«, s. Scholl. Aristonic. Ueber die ganze Aristarchische Lehre von der Bedeutung des Wortes s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 84. – Neben δεικνύναι H. h. Ven. 128; ἐς χῶρον, ὃν φράσε Κίρκη Od. 11, 22; vgl. Il. 23, 138; ᾑ οἱ Ἀϑήνη πέφραδε δῖον ὑφορβόν Od. 14, 3; σήματα πέφραδε, 19, 250. 23, 206. 24, 346; τῇ χειρὶ φράζειν, mit der Hand andeuten, ein Zeichen geben, Her. 4, 113; φράσσατέ μοι δόμους, zeiget sie mir, Pind. P. 4, 117; kundmachen, ϑεοῖσι δὲ πᾶσι μετελϑὼν πεφράδοι Il. 14, 335; λόγον τινί, Pind. Ol. 2, 66; εἰ ῥητὸν φράσον Aesch. Prom. 767; σοὶ πρῶτον, Ἰοῖ, πολύδονον πλάνην φράσω 790; Soph. Phil. 49 u. sonst, wie Eur.; in Prosa, ἔφρασαν οὐδὲν τοῖσι ἀγγέλοις Her. 9, 10; ἔφρασέ οἱ τὴν ἀτραπόν 7, 213; φράζει αὐτοῖς πάντα τὰ παρεόντα πρήγματα 6, 100; φράσαι κάλλιστα περί τινος, Isocr. 2, 41; Plat. Polit. 262 c; τὰ τοιαῦτα τοῖς μαϑηταῖς ἐπὶ σχολῆς φράζουσιν Theaet. 180 b; φράζε Λυσίᾳ ὅτι Phaedr. 278 b; τόδε δέ μοι φράζε ἔτι σαφέστερον Legg. I, 626 b; ἀλλ' ἐγὼ πειράσομαι φράσαι ὅ γέ μοι φαίνεται εἶναι ἡ ῥητορική Gorg. 463 e; Xen. u. A.; ἔπεμψεν ἐπιστολὴν φράζο υσαν ὡς μὴ δέοι Plut. Timol. 7; – c. inf., befehlen, hei ßen, ἵνα γάρ σφιν ἐπέφραδον ἠγερέεσϑαι Il. 10, 127; Od. 8, 68; absolut, c. dat. der Person, δὴ γάρ μοι ἐπέφραδε πότνια Κίρκη 10, 549; vgl. Aesch. Eum. 593; einen Rath geben, eingeben, Soph. El. 190; vom Orakel, Ar. Equ. 1037 Plut. 46. – Häufig bei Dichtern und Her. im med. φράζομαι, φραζέσκετο H. h. Apoll. 19. 485, ἐφρασάμην, ἐφράσϑην, πέφρασμαι; εὔκηλος τὰ φράζεαι ἅσσ' ἐϑέλῃσϑα Il. 1, 554; οὐ γὰρ ἔτ' ἀμ φὶς ἀϑάνατοι φράζονται 2, 14, verschiedener Meinung sein; ἐπίφρονι βουλῇ φραζόμεϑ' Ἀργείοισιν ὅπως ὄχ' ἄριστα γένοιτο Od. 3, 129; 17, 279. 20, 43. 23, 122; Aesch. Ch. 111. 585; Soph. Ant. 1035; Eur. u. Ar.; φράζεσϑαι βουλάς, Od. 11, 510; ϑυμῷ Il. 16, 646; ὄφρ' ἄλλην φράζωνται ἐνὶ φρεσὶ μῆτιν 9, 423; μετὰ φρεσίν Hes. Op. 688; σοὶ κακὰ φράζονται, sie ersinnen dir Übles, Od. 2, 367; φραζέσϑην μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισιν ὄλεϑρον 13, 373; ἡμῖν φραζομένη ϑάνατον 24, 127; ὄνειαρ 4, 444; τινὶ ἠρίον, Einem ein Grabmahl zu setzen beschließen, Il. 23, 126; αὐτὸς ἐγὼ φράσομαι ἔργον τε ἔπος τε 15, 234; τὰ μὲν νοέω καὶ φράσσομαι, ἅσσ' ἂν ἐμοί περ αὐτῇ μηδοίμην Od. 5, 188; φράσ-σεται, ὥς κε νέηται 1, 205; meinen, sich einbilden, οὐ γὰρ ἔτ' ἄλλον φράζετο τοῦδέ τί μοι χαλεπώτερον εἶναι ἄεϑλον 11, 624; bemerken, wahrnehmen, τὸν δὲ φράσατο προςιόντα, Il. 10, 339; 15, 671. 23, 450. 453. 24, 352 Od. 17, 161; ἐφράσϑη καὶ εἰς ϑυμὸν ἐβάλετο Her. 1, 84, vgl. 5, 92. 7, 46. 9, 19; – erkennen, einsehen, begreifen, οἱ δ' ἐπεὶ ἀλλήλους εἶδον, φράσσαντό τε πάντα Od. 10, 453; εὖ νυ καὶ αὐτὸς ἐγὼ φράσομαι καὶ εἴσομ' ἑκάστην 19, 501; vgl. 21, 222. 12, 75. 114; τὶ ὀφϑαλμοῖς, 24, 217; τὶ ϑυμῷ, 24, 391; beobachten, im Auge behalten, 22, 129; sich wovor hüten, φράσσασϑαι ξύλινον λόχον Orac. bei Her. 3, 57; Pind. I. 1, 68; ἐφράσϑη N. 5, 34; λάβε, φράζου Aesch. Eum. 125; c. gen., voraussehen, ahnen, Arat. 744 χειμῶνος ἐφράσσατο.
-
4 γνώριμος
γνώριμος, ον (γνωρίμη Plat. Rep. X, 614 e; Luc. Somn. 9 u. Sp.), kenntlich, bekannt; γνώριμα λέγεις Plat. Rep. VIII, 558 c; ἁπλᾶ καὶ γνώριμα μαϑεῖν Is. 11, 32; παράκλησις γνώριμος τοῖς ἀκούουσιν Pol. 18, 6, 2, verständlich; εἰ μὴ γνωρίμως φράσεις Antiphan. Ath. X, 440 (v. 6); bes. a) bekannt, befreundet; Od. 16, 9 ἦ μάλα τίς τοι ἐλεύσεται ἐνϑάδ' ἑταῖρος ἢ καὶ γνώριμος ἄλλος, ἐπεὶ κύνες οὐχ ὑλάουσιν ἀλλὰ περισσαίνουσι, ein Bekannter, weniger als ἑταῖρος, ἅπαξ εἰρημέν.; καὶ φίλος Plat. Tim. 34 b; vgl. Conv. 172 a u. sonst; καὶ συνήϑεις Rep. II, 375 e; καὶ οἰκεῖοι I, 343 d; γνωρίμως ἔχειν τινί Dem. 33, 5; sowohl adj. τινί, als subst. τινός; Sp. brauchen es auch für Schüler. – b) angesehen, vornehm; Xen. Hell. 2, 2, 6; ἐξ ἀνωνύμων καὶ ἀδόξων ἔνδοξοι καὶ γνώριμοι γεγόνασι Dem. 8, 66; γνώριμον ἀντ' ἀνδραπόδου ποιεῖν 45, 73; καὶ πλούσιοι Plut. Nic. 2; vgl. Arist. Polit. 4, 4.
-
5 избитый
изби́т||ый1. прич. от избить·2. прил (побитый) δαρμένος, χτυπημένος·3. прил перен τετριμμένος, κοινοτοπικός, χιλιοειπωμένος:\избитыйые фразы τετριμμένες φράσεις· \избитыйая истина ἡ κοινοτοπία· \избитыйые слова τά χιλιοειπωμένα λόγια -
6 обрывок
обрыв||окм1. τό κομματάκι, τό τεμάχιον / τό ἀπόκομμα (бумаги, газеты и т. п.)/ τό κουρέλι (ткани)·2. перен τά κομμάτια, τά ἀποσπάσματα:\обрывокки разговора τά ἀποσπάσματα τῆς συνομιλίας· \обрывокки фраз οἱ ἀσυνάρτητες φράσεις. -
7 отрывистый
отрывист||ыйприл κοφτός, ἀπότομος:говорить \отрывистыйыми фразами ὁμιλώ μέ κοφτές φράσεις. -
8 трескучий
треску́ч||ийприл, 1.:\трескучий мороз ἡ φοβερή παγωνιά·2. (высокопарный) πομπώ-δικος, στομφώδης:\трескучийие фразы οἱ πομπώ-δικες φράσεις. -
9 συγκεκαλυμμένος
η, ο[ν] скрытый; замаскированный, завуалированный;συγκεκαλυμμένοςες φράσεις — завуалированные фразы
-
10 громкий
επ., βρ: -мок, -мка, -мко; громче.1. βροντερός, βροντώδης•громкий голос βροντερή φωνή•
громкий смех καγχασμός.
2. μτφ. πολύφημος, πολύκροτος, παταγώδης•громкий успех επιτυχία που έκανε (κάνει) κρότο•
-ие имена μεγάλα ονόματα (πολυξακουσμένα)•
-ое судебное дело πολύκροτη δίκη.
|| πομπώδης, στομφώδης•-ие слова παχιά λόγια•
-ие фразы πομπώδεις φράσεις•
-ая угроза κούφια φοβέρα.
-
11 затрёпанный
επ. από μτχ.φορεμένος, φθαρμένος, τριμμένος, ράκος. || μτφ. κοινόχρηστος, ξεφτισμένος•-ые фразы τετριμμένες φράσεις.
-
12 заученный
επ. από μτχ.αποστηθισμένος, απομνημονευμένος• ανέκφραστος, άτονος•-ые фразы αποστηθισμένες φράσεις.
-
13 звонкий
-
14 маскировать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. маскированный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.μ.1. μεταμφιέζω, μασκαρεύω.2. καμουφλάρω, παραλλάσσω•маскировать пушки καμουφλάρω τα πυροβόλα.
|| μτφ. αποκρύπτω, κρύβω, καλύπτω•маскировать красивыми фразами καλύπτω με ωραίες φράσεις•
маскировать своё смущение κρύβω την ταραχή μου.
1. μεταμφιέζομαι, μασκαρεύομαι.2. καμουφλάρομαι, παραλλάσσομαι. || μτφ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι. -
15 незначащий
επ.ασήμαντος επουσιώδης, αναξιόλογος κούφιος•-ие фразы κούφιες φράσεις•
незначащий разговор κουβέντα χωρίς περιεχόμενο ή κουβέντα για να περνά η ώρα.
-
16 пустой
επ., βρ: пуст, -а, -о.1. άδειος, κενός• κούφιος•-ая бочка άδειο βαρέλι•
-ая коробка άδειο κουτάκι•
пустой чемодан άδεια βαλίτσα.
|| ακατοίκητος•пустой дом ακατοίκητο σπίτι.
|| ελεύθερος•у нас был пустой урок ένα μάθημα δεν κάναμε, μια ώρα δεν έγινε μάθημα.
|| ακαρύκευτος, ανάρτυτος•-ые щи ανάρτυτη λαχανόσουπα (μόνο λάχανο).
2. μτφ. κούφιος, ελαφρόνους, φυρόμυαλος, ανάπηρος το νου,λειψός.3. μτφ. αβάσιμος, ανύπαρκτος•-ые страхи ανύπαρκτοι (αδικαιολόγητοι) φόβοι.
|| ανώφελος, άκαρπος• χωρίς περιεχόμενο.4. ασήμαντος, τιποτένιος, μηδαμηνός.5. ουσ. -ое ουδ. τιποτένιο πράγμα.εκφρ.- ое место – τιποτένιος (κούφιος) άνθρωπος•с -ыми руками прийти – έρχομαι με αδεινά τα χέρια•уйти -ыми руками – φεύγω με αδειανά τα χέρια (άπρακτος)•- ые фразы – κούφια λόγια, φράσεις χωρίς περιεχόμενο. -
17 пышный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно.1. αφράτος• απαλός•пышный снег αφράτο χιόνι•
-ая булка αφράτη φραντζόλα•
- ая женщина (μτφ.) αφράτη γυναίκα.
|| πυκνός, δασύς•-ые волосы πυκνά μαλλιά,
2. πολυτελής, μεγαλοπρεπής, πλούσιος, πλουσιοπάροχος•пышный убор πολυτελές στόλισμα•
пышный наряд πολυτελής ενδυμασία.
3. μτφ. πομπώδης, στομφώδης•-ые фразы πομπώδεις φράσεις.
4. φαρδύς και ελαφρός; διογκωμένος, φουσκωμένος, φουσκωτός•-ое платье φουσκωτό φόρεμα.
-
18 разорванный
επ. από μτχ.1. (ξε)σχισμένος, καταξεσχισμένος•-ое платье ξεσχισμένο φόρεμα.
2. κομμένος, ασύνδετος, ασυνάρτητος•-не фразы ασύνδετες φράσεις.
-
19 риторический
επ.ρητορικός•-ие украшения речи ρητορικά στολίδια λόγου•
-ие фразы οι ρητορικές φράσεις.
εκφρ.риторический вопрос – ρητορικό ερώτημα (σχήμα λόγου). -
20 сильный
επ., βρ: силенκ. силн, сильна, сильно, πλθ. сильны,1. δυνατός, ισχυρός, γερός•сильный человек δυνατός άνθρωπος•
-ая лошадь γερό άλογο•
-ая рука δυνατό χέρι•
-ая крепость ισχυρό φρούριο•
-ое государство ισχυρό κράτος•
сильный ученик γερός (καλός) μαθητής.
2. μεγάλος• σφοδρός• δριμύς•сильный ветер σφοδρός άνεμος•
-ое желание μεγάλη επιθυμία•
-ое лекарство δραστικό φάρμακο•
сильный запах βαριά (δριμεία) οσμή.
|| υγιής, γερός•-ые лгкие γερά πνευμόνια.
3. Μτφ. σταθερός, ακλόνητος•сильный человек -ой воли άνθρωπος με ισχυρή θέληση•
у него сильный характер αυτός έχει γερό χαρακτήρα.
4. καλός•сильный ученик δυνατός μαθητής•
-пловец καλός κολυμβητής.
εκφρ.-ые слова ή выражения – βαριά λόγια, βαριές φράσεις•сильный занимать (иметь) -ые позиции – έχω μεγάλα πόστα (έχω μεγάλη ισχύ)•иметь -уго руку – έχω μεγάλο μέσο ή μπάρμπα στην κορώνα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φράσεις — φράσις speech fem nom/voc pl (attic epic) φράσις speech fem nom/acc pl (attic) φράζω point out aor subj act 2nd sg (epic) φράζω point out fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
άλα — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… … Dictionary of Greek
ανάγνωση — Ικανότητα, που αποκτάται με διδασκαλία, χάρη στην οποία αναγνωρίζονται και κατανοούνται οι λέξεις ενός κειμένου, γραμμένου ή τυπωμένου. Υπάρχουν διάφορες μέθοδοι διδασκαλίας της α. Σήμερα, η επεξεργασία των μεθόδων αυτών γίνεται σχεδόν… … Dictionary of Greek
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
λόγια — τα (Μ λόγια) 1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι 2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» κοντολογίς β) «χάνω τα λόγια μου» μάταια προσπαθώ να πείσω νεοελλ. φρ. α) «κακά λόγια» αισχρολογίες, βωμολοχίες β) «καλά λόγια» επαινετικοί λόγοι γ)… … Dictionary of Greek
ξεράδι — το ξερό κλαδί δένδρου ή φυτού, ξερόκλαδο 2. φρύγανο 3. (σε φράσεις που δηλώνουν περιφρόνηση) το πόδι, το χέρι, (α. «μη σηκώνεις το ξεράδι σου» β. «πάρε από τη μέση τα ξεράδια σου») 4. (στον πληθ. ως επίρρ. σε φράσεις που χρησιμοποιούνται… … Dictionary of Greek
πειράζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενοχλώ (α. «τόν πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το παράθυρο;») 2. (σχετικά με γυναίκα) παρενοχλώ με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια τής γειτονιάς») 3. απευθύνω… … Dictionary of Greek
υπερβατός — ή, ό / ὑπερβατός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπερβαίνω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπερβεί, να ξεπεράσει 2. το ουδ. ως ουσ. το υπερβατό και τὸ ὑπερβατὸν (γραμμ. ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο δύο λέξεις τής πρότασης, οι οποίες συνδέονται στενά ή… … Dictionary of Greek
ευκτική — Έγκλιση του αρχαίου ρήματος, η οποία συνήθως δηλώνει ευχή. Η έγκλιση αυτή υπάρχει σε διάφορες αρχαίες γλώσσες και, ιδιαίτερα, στην αρχαία ελληνική. Σήμερα σώζεται σε ορισμένες μόνο φράσεις, ενώ παλαιότερα ήταν σε γενική χρήση. Εκφράζει την έννοια … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek