-
1 φιλάβουλος
φῐλ-άβουλος, ον,A wilfully unaduised, AP12.80 (Mel.), APl.4.133 (Antip.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλάβουλος
-
2 φιλαβουλος
См. также в других словарях:
φιλάβουλος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να είναι άβουλος («τὰν... φιλάβουλον ἔριν», Αντίπ. Σιδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἄβουλος] … Dictionary of Greek