-
1 φιλαβουλος
-
2 φιλάβουλος
φῐλ-άβουλος, ον,A wilfully unaduised, AP12.80 (Mel.), APl.4.133 (Antip.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλάβουλος
-
3 φιλάβουλος
φιλ-ά-βουλος, gern, mit Willen unbesonnen -
4 φιλάβουλον
φιλάβουλοςwilfully unaduised: masc /fem acc sgφιλάβουλοςwilfully unaduised: neut nom /voc /acc sg -
5 φιλάβουλε
φιλάβουλοςwilfully unaduised: masc /fem voc sg
См. также в других словарях:
φιλάβουλος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να είναι άβουλος («τὰν... φιλάβουλον ἔριν», Αντίπ. Σιδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἄβουλος] … Dictionary of Greek
φιλάβουλον — φιλάβουλος wilfully unaduised masc/fem acc sg φιλάβουλος wilfully unaduised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάβουλε — φιλάβουλος wilfully unaduised masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)