-
1 φιλοπαιγμων
2, gen. ονος [παίζω] игривый, резвый, шаловливый(ὀρχηθμός Hom.; ὀρχηστῆρες Hes.)
См. также в других словарях:
θεοπαίγμων — θεοπαίγμων, ον (Α) αυτός που παίζει, που μετέχει σε αγωνίσματα μαζί με θεό. * [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + παίγμων (< παίζω), πρβλ. λυσι παίγμων, φιλο παίγμων] … Dictionary of Greek
πολυπαίγμων — ον, Α (για χορό) αυτός που έχει πολλές φιγούρες («πολυπαίγμονος ὀρχηθμοῑο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παίγμων (< παῖγμα < παίζω), πρβλ. λυσι παίγμων, φιλο παίγμων] … Dictionary of Greek
λυσιπαίγμων — λυσιπαίγμων, ον (Α) αυτός που προσφέρεται για παιχνίδι, για διασκέδαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + παίγμων(< παῖγμα < παίζω), πρβλ. φιλο παίγμων] … Dictionary of Greek
χοροπαίγμων — ον, Α αυτός που χορεύει εύθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + παίγμων (< παῖγμα < παίζω), πρβλ. φιλο παίγμων] … Dictionary of Greek