-
1 φιλοπαιγμων
2, gen. ονος [παίζω] игривый, резвый, шаловливый(ὀρχηθμός Hom.; ὀρχηστῆρες Hes.)
-
2 φιλοπαίγμων
ων, ον игривый; весёлый; шутливый -
3 φιλοπαισμων
2, gen. ονος Plat. v. l. = φιλοπαίγμων См. φιλοπαιγμων
См. также в других словарях:
φιλοπαίγμων — fond of play masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαίγμων — ον, ΝΑ, και αττ. τ. φιλοπαίσμων, ον, Α (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) αυτός που τού αρέσει να αστειεύεται, να πειράζει αρχ. αυτός που τού αρέσει να παίζει, να διασκεδάζει («φιλοπαίγμων Διόνυσος», Ανακρέοντ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παίγμων (<… … Dictionary of Greek
φιλοπαιγμονέστατον — φιλοπαίγμων fond of play masc acc superl sg φιλοπαίγμων fond of play neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαῖγμον — φιλοπαίγμων fond of play masc/fem voc sg φιλοπαίγμων fond of play neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαίγμονα — φιλοπαίγμων fond of play neut nom/voc/acc pl φιλοπαίγμων fond of play masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαιγμόνων — φιλοπαίγμων fond of play gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαιγμόνως — φιλοπαίγμων fond of play adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαίγμονας — φιλοπαίγμων fond of play masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαίγμονες — φιλοπαίγμων fond of play masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαίγμονι — φιλοπαίγμων fond of play dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαίγμονος — φιλοπαίγμων fond of play gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)