-
1 φιλονικίας
φιλονῑκίᾱς, φιλονεικίαfem acc plφιλονῑκίᾱς, φιλονεικίαfem gen sg (attic doric aeolic)φιλονικίᾱς, φιλονικίαlove of victory: fem acc plφιλονικίᾱς, φιλονικίαlove of victory: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 φιλονικία
φῐλονῑκ-ία, ἡ,A love of victory, rivalry, contentiousness, mostly in bad sense,φ. ἕνεκα τῆς αὐτίκα Th.1.41
, cf. 3.82;φ. ἀνόητος Democr.237
;φ. ἢ φιλοτιμίας ἕνεκα Pl.Lg. 860d
, cf. Alc.1.122c;ἐκ μέθης καὶ φιλονικίας Lys.3.43
;διὰ στάσιν καὶ τὴν πρὸς ἀλλήλους φ. Id.33.4
;εἰς πόλεμον καταστᾶσαι πρὸς ἀλλήλας καὶ φ. Isoc.12.158
;ἡ πρὸς ἀλλήλους ἔρις καὶ φ. D.9.14
, cf. Pl.Ti. 88a;ἀλλά τίς με φ. εἴληφεν πρὸς τὰ εἰρημένα Id.La. 194a
;ὑπὸ τῆς πρὸς τἀμὰ ἔργα φ. X.Cyr.8.7.12
;οὐ φιλονικίᾳ γε ἐρωτῶ Pl.Grg. 515b
;ἐάν τις φιλονικίᾳ κριθῇ.. δρᾶν, τεθνάτω Id.Lg. 938c
; εἰς τοσοῦτον φιλονικίας ἐλθεῖν πρὸς τὴν πόλιν, ὥστε .. Id.Mx. 243b;ἐγένετο φ. ἐν αὐτοῖς τὸ τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων Ev.Luc.22.24
: pl.,φ. καὶ φιλοτιμίαι Pl.R. 548c
, cf. Ti. 90b, D.18.246;περὶ ὁπόσων ἂν ἐγγένωνται ἀνθρώποις φ. X.Cyr.2.1.22
;αἱ περὶ τὰς χορηγίας φ. Isoc. 7.53
;φ. καὶ στάσεις Arist.Pol. 1308a31
.2 in good sense, competition, emulation, emulous eagerness,ἔστω τούτων.. κατὰ νόμον ἅμιλλά τε καὶ φ. Pl.Lg. 834c
;φ. αὐτοῖς ἔμβαλλε X.Cyr.7.1.18
; φιλονικίας ἐμποιεῖν περὶ τῶν καλῶν ἔργων ib.8.2.26;φ. ἐνέβαλε πρὸς ἀλλήλους τισί Id.Ages.2.8
; esp. in the games,πολλὴ φ. ἐγίγνετο X.An.4.8.27
, cf. Lac.4.2;διὰ φιλονικίαν Id.Hier.9.6
;τῶν ἐργατῶν φ. πρὸς ἀλλήλους καὶ φιλοτιμία Id.Oec.21.10
, cf. SIG685.12,36 (Magn. Mae., ii B. C., found in Crete).—On the form φιλονεικία, v. φιλόνικος fin.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλονικία
-
3 φιλονικια
ἥ (часто v. l. к φιλονεικία См. φιλονεικια) стремление одержать победу -
4 κατάτασις
2 esp. for the purpose of setting broken or dislocated bones, Hp.Fract.13 (pl.), Mochl.38.2 = ὁλκὴ εἰς τοὺς κάτω τόπους, Gal.19.461.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάτασις
-
5 κεντρίζω
A = κεντέω, X.Eq.11.6: metaph.,ἔρως κ. εἰς ἔρωτα Id.Smp.8.24
;ἔπαινος κ. Plu.2.84c
; stimulate,τὰ σώματα Sor.2.54
:—[voice] Pass.,κεντρίζεσθαι ὑπὸ φιλονικίας X.Cyr.8.7.12
;ὑπὸ πάθους Ph. 2.386
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεντρίζω
-
6 φιλόνικος
φῐλόνῑκ-ος, ον,A fond of victory, contentious.1 in bad sense,οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φ. ἄγαν Pi.O.6.19
(- νεικ- codd. vett.);φ. ἐστι πρὸς ὃ ἂν ὁρμήσῃ Pl.Prt. 336e
; coupled with φιλότιμος, Id.R. 545a, 582e (v.l. -νεικ-), cf. 550b; ἐπίπονον καὶ φ. καὶ φιλότιμον.. καταστήσαςτὸν βίον Lys.2.16
.2 in good sense, of spirited horses, X.Eq.9.8 ([comp] Sup.): of persons,φ. πρὸς τὸ μὴ ἐλλείπεσθαι Id.Mem.2.6.5
, cf. Plu.Ages.2 ([comp] Sup.); τὸ φ., = φιλονικία, ἔσῳζον τὸ φ. ἐν ταῖς ψυχαῖς X.Cyr.7.5.64. Adv. - κως in eager rivalry,παραθεῖν Id.Cyn.6.16
;φ. ἔχειν πρὸς ἀλλήλους Id.Cyr.3.3.57
, 8.4.4;φ. ἔχειν πρὸς τὸ εἰδέναι Pl.Grg. 505e
; opp. ἀνθρωπίνως, D.Ep.3.41. (In codd. the forms φιλόνικος, -νικέω, -νικία and φιλόνεικος, -νεικέω, -νεικία occur, without any distn. of meaning, e.g. in Isoc. we find , but ;μὴ δύσερις ὢν.., μηδὲ πρὸς πάντας φιλόνικος 1.31
; , but φιλονεικία in the same sense, 12.158; φιλόνῑκος is implied by Arist.Rh. 1389a12 (where -νεικ-, though found in good codd., as also in 1363b1, 1368b21, 1370b33, Phgn. 809b35, must be f.l.), καὶ φιλότιμοι μέν εἰσι [ οἱ νέοι], μᾶλλον δὲ φιλόνικοι· ὑπεροχῆς γὰρ ἐπιθυμεῖ ἡ νεότης· ἡ δὲ νίκη ὑπεροχή τις, cf. Poll. 1.178, AB315; the compd. of φιλο- and νεῖκος would be Φιλονεικής; the senseA contentious arises naturally from fond of victory; in SIG 685 (v. φιλονικία sub fin.) we haveφιλονικίαν Il.12
,36, and φιλονικίᾳ in OGI335.7 (Pergam., decree of Pitane, ii B. C.); - νῑκ- is also found in late documents, as POxy.157.1 (vi A. D.).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόνικος
-
7 ἀνίημι
ἀνίημι, ης (ἀνιεῖς, as if from ἀνιέω, dub. in Il.5.880), ησι: [tense] impf. ἀνίην, Hom. and [dialect] Att. 2 and [ per.] 3sg. εις, ει, [dialect] Ion. [ per.] 3sg.A (Abu Simbel, vi B. C., Iterat. ; alsoἠνίει Hp.Epid.7.46
; [ per.] 1sg.ἀνίειν Luc.Cat.4
: [tense] fut. ἀνήσω: [tense] pf. ἀνεῖκα: [tense] aor. 1 ἀνῆκα; [dialect] Ion. ἀνέηκα.:—the Homeric formsἀνέσει Od.18.265
, [tense] aor. opt.ἀνέσαιμι 14.209
, part.ἀνέσαντες 13.657
should be referred to ἀνέζω, butἄνεσαν Il.21.537
is from ἀνίημι: [tense] aor. 2, [ per.] 3pl.ἀνεῖσαν Th.5.32
, imper. , S.Ant. 1101, E.Hel. 442, subj. , [dialect] Ep. [ per.] 3sg. subj.ἀνήη Il.2.34
, opt. ἀνείη, inf. ἀνεῖναι, part. ἀνείς:—[voice] Pass., ἀνίεμαι: [tense] pf.ἀνεῖμαι Hdt.2.65
, A.Th. 413, [ per.] 3pl. [tense] pf.ἀνέωνται Hdt.2.165
(v.l. ἀνέονται), inf. ἀνἑῶσθαι (sic) Tab.Heracl.1.153: [tense] aor. part. e: [tense] fut.ἀνεθήσομαι Th.8.63
. [ ἀνῐ- [dialect] Ep., ἀνῑ- [dialect] Att.: but even Hom. has ἀνῑει, ἀνῑέμενος, and we find ἀνῐησιν in Pl.Com.153 (anap.).]: — send up or forth,Ζεφύροιο.. ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν Od.4.568
; of Charybdis,τρὶς μὲν γάρ τ' ἀνίησιν.. τρὶς δ' ἀναροιβδεῖ 12.105
;ἀφρὸν ἀ.
spew up, vomit,A.
Eu. 183;σταγόνας [αἵματος] ἀ. S.OT 1277
; of the earth, καρπὸν ἀ. make corn or fruit spring up, h.Cer.333; ; also of the gods,ἀ. ἄροτον γῆς S.OT 270
, etc.; so of females, produce, ib. 1405:—in [voice] Pass., : then in various relations,συὸς χρῆμα ἀ. S.Fr. 401
; ; of a forest,πῦρ καὶ φλόγα Th.2.77
;πνεῦμ' ἀνεὶς ἐκ πνευμόνων E.Or. 277
:— send up from the grave or nether world, A.Pers. 650, Ar.Ra. 1462, Phryn.Com.1 D., Pl.Cra. 403e, etc.:— [voice] Pass., ἐκ γῆς κάτωθεν ἀνίεται ὁ πλοῦτος ibid.; of fruit, Thphr.CP5.1.5.II let go, from Hom. downwds. a very common sense, ἐμὲ δὲ γλυκὺς ὕπνος ἀνῆκεν, i.e. left me, Il.2.71, etc., cf. Pl.Prt. 310d: —[voice] Pass., wake up,D.S.
17.56; set free,ἐκ στέγης ἀ. S.Ant. 1101
; let go unpunished,ἄνδρα τὴν ὀλιγαρχίαν λυμαινόμενον X.HG2.3.51
, cf. Lys.13.93; ἄνετέ μ' ἄνετε leave me alone, forbear, S.El. 229 (lyr.); of a state of mind,ἐμὲ δ' οὐδ' ὣς θυμὸν ἀνίει.. ὀδύνη Il. 15.24
;ὅταν μ' ἀνῇ νόσος μανίας E.Or. 227
;ὥς μιν ὁ οἶνος ἀνῆκε Hdt.1.213
, etc.; ἀ. ἵππον to let him go (by slackening the rein), S.El. 721;ἵππους εἰς τάχος ἀ. X.Eq.Mag.3.2
;τῷ δήμῳ τὰς ἡνίας ἀ. Plu.Per. 11
.b loosen, unfasten,δεσμόν Od.8.359
(v.l. δεσμῶν); δεσμά τ' ἀνεῖσαι Call.Hec.1.2.13
: hence, open,πύλας ἄνεσαν Il.21.537
;ἀ. θύρετρα E.Ba. 448
; ἀ. σήμαντρα break the seal, Id.IA 325:—[voice] Pass.,πύλαι ἀνειμέναι D.H.10.14
.2 ἀ. τινί let loose at one, slip at,ἀ. τὰς κύνας X.Cyn.7.7
: henceἄφρονα τοῦτον ἀνέντες Il.5.761
, cf. 880: c. acc. et inf., Διομήδεα μαργαίνειν ἀνέηκεν ib. 882: generally, set on or urge to do a thing, c. inf., , cf. 17.425, Il.2.276, 5.422: freq. c. acc. pers. only, let loose, excite, asοὐδέ κε Τηλέμαχον.. ῷδ' ἀνιείης Od.2.185
;μέγας δέ σε θυμὸς ἀνῆκεν Il.7.25
; τοῖσιν μὲν Θρασυμήδεα δῖον ἀνῆκεν urged Thrasymedes to their aid, 17.705:—so in [voice] Pass.,ἅπας κίνδυνος ἀνεῖται σοφίας Ar.Nu. 955
.3 ἀ. τινὰ πρός τι to let go for any purpose,τὸν λεὼν.. ἀνεῖναι πρὸς ἔργα τε καὶ θυσίας Hdt.2.129
; ἐς παιγνίην ἑωυτὸν ἀ. ib. 173;τὰ μικρὰ εἰς τύχην ἀνείς E.Fr. 974
(v.l. ἀφείς); τὰ σώματα ἐπὶ ῥᾳδιουργίαν X.Cyr.7.5.75
; ἐὰν δ' ἀνῇς, ὕβριστον χρῆμα κἀκόλαστον [γυνή] if you leave her free, Pl.Com.98.4 let, allow, c. acc. et inf., ;ἀ. τρίχας αὔξεσθαι Hdt.2.36
, cf. 4.175: with inf. omitted,ἀνεῖσα πένθει κόμαν E. Ph. 323
; ἀ. στολίδος κροκόεσσαν τρυφάν ib. 1491;κόμας Plu.Lys.1
: c. dat. pers. et inf., ἀνεὶς αὐτῷ θηρᾶν having given him leave to hunt, X.Cyr.4.6.3.5 [voice] Med., loosen, undo, c. acc., κόλπον ἀνιεμένη baring her breast, Il.22.80; αἶγας ἀνιέμενοι stripping or flaying goats, Od.2.300; soἀνεῖτο λαγόνας E.El. 826
; so in [voice] Act., ἀνιέναι· δέρειν, Hsch.6 let go free, leave untilled, of ground dedicated to a god,τέμενος ἀνῆκεν ἅπαν Th.4.116
;ἀργὸν παντάπασι τὸ χωρίον ἀνιέντες τῷ θεῷ Plu.Publ.8
; generally,τὴν χώραν ἀ. μηλόβοτον Isoc.14.31
;ἀρούρας ἀσπόρους ἀ. Thphr.HP8.11.9
; allowed to run wild, Ge.49.21:—but this sense mostly in [voice] Pass., devote oneself, give oneself up,ἐς τὸ ἐλεύθερον Hdt.7.103
; esp. of animals dedicated to a god, which are let range at large (cf. ἄνετος), ἀνεῖται τὰ θηρία Id.2.65
; of a person devoted to the gods, ; of places, etc.,θεοῖσιν ἀ. δένδρεα Call. Cer.47
; ἄλσος ἀνειμένον a consecrated grove, cj. in Pl.Lg. 761c; of land,ἀ. εἰς νομάς PTeb.60.8
,72.36 (ii B.C.): hence metaph., ἀνειμένος εἴς τι devoted to a thing, wholly engaged in it, e.g.ἐς τὸν πόλεμον Hdt.2.167
; ἀνέωνται ἐς τὸ μάχιμον they are given up to military service, ib. 165; ἐς τὸ κέρδος λῆμ' ἀνειμένον given up to.., E.Heracl. 3: hence [tense] pf. part. [voice] Pass. ἀνειμένος as Adj., going free, left to one's own will and pleasure, at large, S.Ant. 579, El. 516;ἀ. τι χρῆμα πρεσβυτῶν γένος καὶ δυσφύλακτον E.Andr. 727
; πέπλοι ἀνειμένοι let hang loose, ib. 598; τὸ εἰς ἀδικίαν καὶ πλεονεξίαν -μένον unrestrained propensity to.., Plu.Num.16;σώματα πρὸς πᾶσαν ἐπιθυμίαν ἀνειμένα Id.Lyc.10
.7 slacken, relax, opp. ἐπιτείνω or ἐντείνω, of a bow or stringed instrument, unstring, as Hdt.3.22, cf. Pl.R. 442a, Ly. 209b, X.Mem.3.10.7, etc.; esp. of musical scales, ἁρμονίαι ἀνειμέναι, opp. σύντονοι, Arist.Pol. 1342b22, al.; ἀνειμένα Ἰαστὶ μοῦσα Pratin.Lyr.5: metaph.,ὀργῆς ὀλίγον τὸν κόλλοπ' ἀ. Ar.V. 574
, cf. Pherecr.145.4, Pl.R. 410e;πολιτεῖαι ἀνειμέναι καὶ μαλακαί Arist.Pol. 1290a28
; ; ἀνειμένη τάσις the grave accent, Sch.D.T.p.130H.;οἱ πάγοι τὰς φλόγας ἀ.
temper,Arist.
Mu. 397b2: hence,b remit, neglect, give up,στέρνων ἀραγμούς S.OC 1608
;φυλακὰς ἀνῆκα E.Supp. 1042
; φυλακήν, ἄσκησιν, etc., Th.4.27, X.Cyr.7.5.70, etc.; ἀ. θάνατόν τινι to remit sentence of death to one, let one live, E.Andr. 531;ἔχθρας, κολάσεις τισί Plu.2.536a
; ἀ. τὰ χρέα, τὰς καταδίκας, Id.Sol.15, D.C.64.8, cf. 72.2; ἄνες λόγον speak more mildly, E.Hel. 442; soἀ. τινὸς ἔχθραν Th.3.10
; ἀ. ἀρχήν, πόλεμον, etc., Id.1.76, 7.18, etc.:—[voice] Pass., to be treated remissly,ἀνεθήσεται τὰ πράγματα Id.8.63
; has become effete, powerless,E.
Or. 941: freq. in [tense] pf. part. ἀνειμένος as an Adj., ἐν τῷ ἀνειμένῳ τῆς γνώμης when their minds are not strung up for action, Th.5.9; ἀνειμένῃ τῇ διαίτῃ relaxed, unconstrained, of the Athenians, Id.1.6; δίαιτα λίαν ἀ., of the Ephors, Arist.Pol. 1270b32;ἀ. ἡδοναί
dissolute,Pl.
R. 573a; ἄνανδρος καὶ λίαν ἀ. ib. 549d;ἀ. χείλεα
parched,Theoc.
22.63; of climate,ἀ. καὶ μαλακός Thphr.CP5.4.4
;ὀσμὴ μαλακὴ καὶ ἀ. 5.7.1
: [comp] Comp.ἀνειμενώτερος Iamb.VP15.67
:—but,8 the sense of relaxation occurs also as an intr. usage of the [voice] Act., slacken, abate, of the wind,ἐπειδὰν πνεῦμ' ἀνῇ S.Ph. 639
, cf. Hdt.2.113, 4.152;ἕως ἀνῇ τὸ πῆμα S.Ph. 764
, cf. Hdt.1.94; ἐμφῦσα οὐκ ἀνίει, of a viper, having fastened on him she does not let go, Id.3.109: esp. in phrase οὐδὲν ἀνιέναι not to give way at all, X.HG2.3.46, cf. Cyr.1.4.22; τὰς τιμὰς ἀνεικέναι ἤκουον that prices had fallen, D.56.25, cf. Arist.Rh. 1390a15; σιδήρια ἀ. ἐν τοῖς μαλακοῖς lose their edge, Thphr.HP5.5.1.b c. part., give up or cease doing, ὕων οὐκ ἀνίει [ὁ θεός] Hdt.4.28, cf. 125, 2.121.β, E.IT 318, etc.c c. gen., cease from a thing, ; , D.21.186;φιλονικίας Th.5.32
; ἀνῆκε τοῦ ἐξελθεῖν forbore to come forth, LXX 1 Ki.23.13.9 dilute, dissolve, διά τινος or τινί, Gal.13.520, al., Gp.4.7.3, cf. Arr.An.7.20.5 (Phryn.19 says that διΐημι is more correct in this sense);διυγραινομένων καὶ ἀνιεμένων Thphr.Vent.58
. -
8 ἕνεκα
ἕνεκα, Il.1.110, etc., or [full] ἕνεκεν (twice in Hom., Od.17.288, 310, rare in Trag., as E.Med. 999 (lyr.), and early Prose, Th.6.2, X.HG2.1.14, Pl.Smp. 210e; in Com., Men.Epit. 330; twice in fourth-cent. [dialect] Att. Inscrr., IG2.987A2, 611b13, but prevalent in later Inscrr., cf. SIG 577.7 (Milet., iii/ii B.C.); in late Prose, Sch.Pi.O.7.10), [dialect] Ep., [dialect] Ion., and poet. [full] εἵνεκα (also in Pl., Lg. 778d, al.), or [full] εἵνεκεν (both forms in Hdt. and Hp. and not uncommon in codd. of later writers;Aεἵνεκεν B.12.136
, Pi.I.8(7).35 codd.; [full] εἵνεκε Aret.CA1.2, f.l. in Hdt.7.133): [full] ἕνεκε SIG333.14 (Samos, iv B.C.), Supp.Epigr.1.351.10 (ibid.), CIG 3655.18 (Cyzicus, iii/ii B.C.): [dialect] Aeol. [full] ἔννεκα Alc.Supp.9.1, IG12(2).258.8 (Lesbos, i A.D.), but [full] ἔνεκα ib. 11(4).1064b32 ([place name] Delos), 12(1).645a38 ([place name] Nesus): late [full] ἕνεκον JHS37.108 ([place name] Lydia), etc.:—Prep. with gen., usu. after its case; also before, Il.1.94, B.12.136, Hdt.3.122, etc. When it follows its case, it is sometimes separated from it by several words, as in Hdt.1.30, D.20.88, etc.1 on account of,Τρώων πόλιν.. ἧς εἵνεκ' ὀϊζύομεν κακὰ πολλά Il.14.89
, etc.;ὕβριος εἵνεκα τῆσδε 1.214
; τοῦδ' ἕνεκα for this, ib. 110;ὧν ἕ.
wherefore,20.21
;τίνος ἕ. βλάβης; A.Fr. 181
;παῖσαι ἄνδρας ἕνεκεν ἀταξίας X.An. 5.8.13
;στεφανοῦσθαι ἀρετῆς ἕνεκα Aeschin.3.10
; for the sake of,τοῦ ἕ.; Pl.Prt. 31c
b; τῶν δὲ εἵνεκα, ὅκως .., or ἵνα .., Hdt.8.35,40;κολακεύειν ἕ. μισθοῦ X.HG5.1.17
; διὰ νόσον ἕ. ὑγιείας by reason of sickness for the sake of health, Pl.Ly. 218e, cf. Smp. 185b; τὸ οὗ ἕ. the final cause, Arist.Ph. 194a27, Metaph. 983a31;τὸ οὗ ἕνεκεν Id.Ph. 243a3
, Metaph. 1059a35.2 as far as regards, ἐμοῦ γ' ἕνεκα as far as depends on me, Ar.Ach. 386, D.20.14;τοῦ φυλάσσοντος εἵνεκεν Hdt. 1.42
; εἵνεκεν χρημάτων as for money, Id.3.122, etc.;ἕνεκά γε φιλονικίας Pl.R. 548d
, cf. 329b; ἐμπειρίας μὲν ἄρα ἕ. ib. 582d;ὁμοῖοι τοῖς τυφλοῖς ἂν ἦμεν ἕνεκά γε τῶν ἡμετέρων ὀφθαλμῶν X.Mem.4.3.3
.4 pleon.,ἀμφὶσοὔνεκα S.Ph. 554c
odd.; ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕ. as far as shouting went, Th.8.92, X.HG2.4.31;τίνος χάριν ἕ.; Pl.Lg. 701d
, cf.Plt. 302b.2 εἵνεκεν, = ὁθούνεκα, that, Pi.I.8(7).35 codd.
См. также в других словарях:
φιλονικίας — φιλονῑκίᾱς , φιλονεικία fem acc pl φιλονῑκίᾱς , φιλονεικία fem gen sg (attic doric aeolic) φιλονικίᾱς , φιλονικία love of victory fem acc pl φιλονικίᾱς , φιλονικία love of victory fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασίζομαι — ΝΜΑ [πρόφασις] προβάλλω κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα, προσχηματίζομαι (α. «προφασίστηκε αδιαθεσία και δεν ήλθε» β. «τὸν μῆνα προυφασίσαντο», Θουκ. γ. «ἀρρωστεῑν προφασίζεται», Δημοσθ.) αρχ. 1. αναφέρω ως κατηγορία εναντίον κάποιου, κατηγορώ… … Dictionary of Greek
ένεκα — και ένεκεν (AM ἕνεκα και ἕνεκεν Α και ποιητ. τύπος εἵνεκα και ιων. τύπος εἵνεκεν και εἵνεκε και αιολ. τύπος ἕννεκα και επιγρ. ἕνεκε και ἕνεκον) (πρόθεση) 1. δηλώνει τον λόγο για τον οποίο έγινε κάτι («ένεκα που έβρεχε δεν ξεκινήσαμε», «ένεκα… … Dictionary of Greek
έρις — Μυθολογικό πρόσωπο. Κατά τον Ησίοδο, ήταν κόρη της Νύκτας και μητέρα του Πόνου, της Λήθης, του Λιμού, του Όρκου και γενικά κάθε κακού και συμφοράς. Κατά τον Όμηρο, ήταν αδελφή και συνοδός του Άρη. Όταν πατούσε στη Γη, είχε τη δύναμη vα αυξάνεται… … Dictionary of Greek
μάλε βράσε — το φρ. «έγινε το μάλε βράσε» έγινε μεγάλη φασαρία, έγινε μεγάλος τσακωμός με βρισιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φρ. βάλε βράσε, με ανομοιωτική τροπή τού β τής πρώτης λ. σε μ . Κατ άλλους, από τη φρ. βράση τής μαλιάς «φούντωμα τής φιλονικίας»] … Dictionary of Greek
νείκη — νείκη, ἡ (Α) 1. φιλονικία, έριδα 2. ως κύριο όν. ἡ Νείκη η θεά τής φιλονικίας, η Έρις. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ύπαρξη τής λ. νείκη είναι αμφίβολη] … Dictionary of Greek
παράταξη — η / παράταξις, άξεως, ΝΜΑ [παρατάσσω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού παρατάσσω ή παρατάσσομαι, η τοποθέτηση τού ενός κοντά στον άλλο προκειμένου για περισσότερα από ένα άτομα, η τοποθέτηση στη σειρά, το αράδιασμα πραγμάτων νεοελλ. 1. η τάξη, η… … Dictionary of Greek
σκάνταλος — ο / σκάνδαλος, ΝΑ νεοελλ. (κυρίως) παιδί που προκαλεί φασαρία, που δίνει αφορμές φιλονικίας ή ενόχλησης, πολύ ζωηρό, ταραξίας αρχ. (κατά τον Ησύχ.) εμπόδιο, κώλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον / σκάνταλο, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
σκοτωμός — ο, Ν [σκοτώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκοτώνω, σκότωμα, φόνος, φονικό (α. «στην πρώτη μάχη γίνηκε μεγάλος σκοτωμός» β. «κι ο πόλεμος ο φοβερός με σκοτωμούς αρχίζει», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) επίπονο, εξαντλητικό έργο («η δουλειά τού… … Dictionary of Greek
τσιμπίδα — η, Ν 1. κάθε είδους λαβίδα 2. (ειδικά) πυράγρα, πυρολαβίδα, μασιά 3. φρ. α) «τόν έπιασε η τσιμπίδα» ί) τόν συνέλαβαν ii) έγινε αντικείμενο αυστηρής κριτικής β) «με την τσιμπίδα πας» λέγεται σε κάποιον όταν αυτός επιζητεί επίμονα αφορμή φιλονικίας … Dictionary of Greek
Ετεοκλής και Πολυνείκης — Μυθολογικά πρόσωπα. Δίδυμοι γιοι του Οιδίποδα και της Ιοκάστης. Κατά τον μύθο –που έγινε πασίγνωστος με την τραγωδία του Αισχύλου Επτά επί Θήβαις– το μίσος χώρισε τα δύο αδέλφια, γιατί ο Ε. αρνήθηκε να παραδώσει τον θρόνο στον αδελφό του, όπως… … Dictionary of Greek