Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φιλονικίας

См. также в других словарях:

  • φιλονικίας — φιλονῑκίᾱς , φιλονεικία fem acc pl φιλονῑκίᾱς , φιλονεικία fem gen sg (attic doric aeolic) φιλονικίᾱς , φιλονικία love of victory fem acc pl φιλονικίᾱς , φιλονικία love of victory fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφασίζομαι — ΝΜΑ [πρόφασις] προβάλλω κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα, προσχηματίζομαι (α. «προφασίστηκε αδιαθεσία και δεν ήλθε» β. «τὸν μῆνα προυφασίσαντο», Θουκ. γ. «ἀρρωστεῑν προφασίζεται», Δημοσθ.) αρχ. 1. αναφέρω ως κατηγορία εναντίον κάποιου, κατηγορώ… …   Dictionary of Greek

  • ένεκα — και ένεκεν (AM ἕνεκα και ἕνεκεν Α και ποιητ. τύπος εἵνεκα και ιων. τύπος εἵνεκεν και εἵνεκε και αιολ. τύπος ἕννεκα και επιγρ. ἕνεκε και ἕνεκον) (πρόθεση) 1. δηλώνει τον λόγο για τον οποίο έγινε κάτι («ένεκα που έβρεχε δεν ξεκινήσαμε», «ένεκα… …   Dictionary of Greek

  • έρις — Μυθολογικό πρόσωπο. Κατά τον Ησίοδο, ήταν κόρη της Νύκτας και μητέρα του Πόνου, της Λήθης, του Λιμού, του Όρκου και γενικά κάθε κακού και συμφοράς. Κατά τον Όμηρο, ήταν αδελφή και συνοδός του Άρη. Όταν πατούσε στη Γη, είχε τη δύναμη vα αυξάνεται… …   Dictionary of Greek

  • μάλε βράσε — το φρ. «έγινε το μάλε βράσε» έγινε μεγάλη φασαρία, έγινε μεγάλος τσακωμός με βρισιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φρ. βάλε βράσε, με ανομοιωτική τροπή τού β τής πρώτης λ. σε μ . Κατ άλλους, από τη φρ. βράση τής μαλιάς «φούντωμα τής φιλονικίας»] …   Dictionary of Greek

  • νείκη — νείκη, ἡ (Α) 1. φιλονικία, έριδα 2. ως κύριο όν. ἡ Νείκη η θεά τής φιλονικίας, η Έρις. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ύπαρξη τής λ. νείκη είναι αμφίβολη] …   Dictionary of Greek

  • παράταξη — η / παράταξις, άξεως, ΝΜΑ [παρατάσσω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού παρατάσσω ή παρατάσσομαι, η τοποθέτηση τού ενός κοντά στον άλλο προκειμένου για περισσότερα από ένα άτομα, η τοποθέτηση στη σειρά, το αράδιασμα πραγμάτων νεοελλ. 1. η τάξη, η… …   Dictionary of Greek

  • σκάνταλος — ο / σκάνδαλος, ΝΑ νεοελλ. (κυρίως) παιδί που προκαλεί φασαρία, που δίνει αφορμές φιλονικίας ή ενόχλησης, πολύ ζωηρό, ταραξίας αρχ. (κατά τον Ησύχ.) εμπόδιο, κώλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον / σκάνταλο, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • σκοτωμός — ο, Ν [σκοτώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκοτώνω, σκότωμα, φόνος, φονικό (α. «στην πρώτη μάχη γίνηκε μεγάλος σκοτωμός» β. «κι ο πόλεμος ο φοβερός με σκοτωμούς αρχίζει», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) επίπονο, εξαντλητικό έργο («η δουλειά τού… …   Dictionary of Greek

  • τσιμπίδα — η, Ν 1. κάθε είδους λαβίδα 2. (ειδικά) πυράγρα, πυρολαβίδα, μασιά 3. φρ. α) «τόν έπιασε η τσιμπίδα» ί) τόν συνέλαβαν ii) έγινε αντικείμενο αυστηρής κριτικής β) «με την τσιμπίδα πας» λέγεται σε κάποιον όταν αυτός επιζητεί επίμονα αφορμή φιλονικίας …   Dictionary of Greek

  • Ετεοκλής και Πολυνείκης — Μυθολογικά πρόσωπα. Δίδυμοι γιοι του Οιδίποδα και της Ιοκάστης. Κατά τον μύθο –που έγινε πασίγνωστος με την τραγωδία του Αισχύλου Επτά επί Θήβαις– το μίσος χώρισε τα δύο αδέλφια, γιατί ο Ε. αρνήθηκε να παραδώσει τον θρόνο στον αδελφό του, όπως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»