-
1 φιλονεικία
φιλονεικίᾱ, φιλονεικίαfem nom /voc /acc dualφιλονεικίᾱ, φιλονεικίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————φιλονεικίαι, φιλονεικίαfem nom /voc plφιλονεικίᾱͅ, φιλονεικίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 φιλονεικια
ἥ1) страсть к спору, упорство, придирчивостьφιλονεικίᾳ или φιλονεικίας ἕνεκα Plat. — из духа противоречия, по придирчивости;
φ. τις εἴληφέ με πρὸς τὰ εἰρημένα Plat. — эти слова задели меня немного за живое2) спор, ссора(ἔρις καὴ φ. Dem.)
ἐκ μέθης καὴ φιλονεικίας Lys. — в пьяной ссоре3) соперничество, соревнованиеφιλοπονία καὴ φ. Plat. — трудолюбие и дух соревнования;
διὰ στάσιν καὴ τέν πρὸς ἀλλήλους φιλονεικίαν Lys. — вследствие раздоров и взаимного соперничества;φιλονεικίαν ἐμβάλλειν τινί Xen. — возбуждать в ком-л. дух соревнования -
3 φιλονεικία
φιλονεικία, ας, ἡ (φιλόνεικος; also-νικία; Thu.+; ins, pap, LXX; TestSol 4:1 D [-νεικ-]; Tat. 23, 1; Mel., HE 4, 26, 6.—On the spelling B-D-F §23 and L-S-J-M s.v. φιλόνικος, end; PKatz, TLZ ’36, 282; 83, ’58, 315 and Kratylos 5, ’60, 158; DGeorgacas, ClPh 76, ’81, 156: φιλονεκία is the ‘correct spelling’)① contentiousness (Pla. et al.; Diod S 13, 48, 2; 4 Macc 1:26; 8:26; Philo, Leg. ad Gai. 218) MPol 18:1.② dispute, argument (Thu. 8, 76, 1; Diod S 3, 33, 3; M. Ant. 3, 4; Philo; Jos., Ant. 7, 182, C. Ap. 2, 243; 2 Macc 4:4) Lk 22:24 (‘emulation’: Field, Notes 75f).—B. 1360. DELG s.v. νίκη. M-M. -
4 φιλονεικίᾳ
Βλ. λ. φιλονεικία -
5 φιλονεικία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φιλονεικία
-
6 φιλονεικία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φιλονεικία
-
7 φιλονεικία
спор, ссора, соперничество.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φιλονεικία
-
8 φιλονεικία
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φιλονεικία
-
9 φιλονεικία
страсть к раздорам, сварливость -
10 φιλονεικία
-ας + ἡ N 1 0-0-0-0-3=3 2 Mc 4,4; 4 Mc 1,26; 8,26contentiousness 4 Mc 1,26; dispute, strife 2 Mc 4,4→NIDNTT -
11 φιλονεικία
φιλο-νεικία, ἡ, Streitsucht, Zanksucht, Wetteifer; πρός τι, in etwas; φιλονεικίαν ἐμβάλλειν, ἐμποιεῖν τινι, Wetteifer, Ehrgeiz bei einem erregen -
12 φιλονεικίας
φιλονεικίᾱς, φιλονεικίαfem acc plφιλονεικίᾱς, φιλονεικίαfem gen sg (attic doric aeolic) -
13 φιλονεικίαι
φιλονεικίαfem nom /voc plφιλονεικίᾱͅ, φιλονεικίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
14 φιλονεικίαν
φιλονεικίᾱν, φιλονεικίαfem acc sg (attic doric aeolic) -
15 φιλονεικίαις
φιλονεικίαfem dat pl -
16 φιλονεικίη
φιλονεικίαfem nom /voc sg (epic ionic) -
17 φιλονικία
φιλονῑκίᾱ, φιλονεικίαfem nom /voc /acc dualφιλονῑκίᾱ, φιλονεικίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)φιλονικίᾱ, φιλονικίαlove of victory: fem nom /voc /acc dualφιλονικίᾱ, φιλονικίαlove of victory: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————φιλονῑκίαι, φιλονεικίαfem nom /voc plφιλονῑκίᾱͅ, φιλονεικίαfem dat sg (attic doric aeolic)φιλονικίᾱͅ, φιλονικίαlove of victory: fem dat sg (attic doric aeolic) -
18 φιλονεικον
τό Xen. = φιλονεικία См. φιλονεικια 3 -
19 φιλονικια
ἥ (часто v. l. к φιλονεικία См. φιλονεικια) стремление одержать победу -
20 φιλονικίαι
φιλονῑκίαι, φιλονεικίαfem nom /voc plφιλονῑκίᾱͅ, φιλονεικίαfem dat sg (attic doric aeolic)φιλονικίᾱͅ, φιλονικίαlove of victory: fem dat sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
φιλονεικία — φιλονεικίᾱ , φιλονεικία fem nom/voc/acc dual φιλονεικίᾱ , φιλονεικία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονεικίᾳ — φιλονεικίαι , φιλονεικία fem nom/voc pl φιλονεικίᾱͅ , φιλονεικία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονεικία — η, ΝΜΑ (δ. γρφ.) βλ. φιλονικία … Dictionary of Greek
φιλονεικίας — φιλονεικίᾱς , φιλονεικία fem acc pl φιλονεικίᾱς , φιλονεικία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονεικίαι — φιλονεικία fem nom/voc pl φιλονεικίᾱͅ , φιλονεικία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονεικίαν — φιλονεικίᾱν , φιλονεικία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονεικιῶν — φιλονεικία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονεικίαις — φιλονεικία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονεικίη — φιλονεικία fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφιλόνεικος — ἐμφιλόνεικος, ον (AM) αυτός που περιέχει φιλονεικία, που διεξάγεται με φιλονεικία, ο εριστικός. επίρρ... ἐμφιλονείκως με φιλονεικία, με εριστική διάθεση, εριστικά … Dictionary of Greek
φιλονικία — και φιλονεικία, η, ΝΜΑ [φιλόνικος / φιλόνεικος] 1. εριστική διάθεση 2. λογομαχία, καβγάς αρχ. (με θετ. σημ.) άμιλλα, συναγωνισμός («ἔστω τούτων... κατὰ νόμον ἅμιλλά τε καὶ φιλονεικία», Πλάτ.) … Dictionary of Greek