-
1 πολιτική
η1) политика, (политическая) линия, курс;εξωτερική (εσωτερική) πολιτική — внешняя (внутренняя) политика;
φιλειρηνική πολιτική — миролюбивая политика;
ψυχροπολεμική πολιτική — политика холодной войны;
2) занятие политикой; активное участие в политической жизни; политическая деятельность (государственного деятеля);3) перен. дипломатия; политика (разг);έξυπνη πολιτική — хитрая политика
См. также в других словарях:
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
φιλειρηνικός — ή, ό / φιλειρηνικός, ή, όν, ΝΜ [φιλείρηνος] αυτός που αγαπά την ειρήνη, ειρηνόφιλος νεοελλ. αυτός που αποβλέπει στην διασφάλιση τής ειρήνης («φιλειρηνική κίνηση») … Dictionary of Greek
Αλκιβιάδης — I (Αθήνα 452 – Γρύνιο Φρυγίας 402 π.Χ.).Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός. Δισέγγονος του Κλεισθένη, ανιψιός του Περικλή (ο οποίος μάλιστα τον κηδεμόνευε αρκετά χρόνια, γιατί o πατέρας του Κλεινίας είχε σκοτωθεί στη μάχη της Κορώνειας το 447 π.Χ.) … Dictionary of Greek
Έντγκαρ ο Ειρηνικός — (EdgarEadgar, 944 – 975). Αγγλοσάξονας βασιλιάς. Ήταν ο νεότερος γιος του Εδμόνδου του Μεγαλοπρεπούς. Ανήλθε στον θρόνο με την υποστήριξη των ευγενών που ήταν δυσαρεστημένοι από τον μεγαλύτερο αδελφό του. Ο Έ. αναμόρφωσε τον κλήρο, αναδιοργάνωσε… … Dictionary of Greek
Λαμπράκης, Γρηγόρης — (Κερασίτσα Αρκαδίας 1912 – Θεσσαλονίκη 1963). Πολιτικός. Τελείωσε το γυμνάσιο της Τρίπολης και σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παράλληλα ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και διακρίθηκε σε αγώνες δρόμου και στα άλματα. Αναδείχθηκε δέκα φορές… … Dictionary of Greek
Ντικομέν, Ελί — (Elie Ducommum, 1833 – 1906). Ελβετός δημοσιογράφος. Εργάστηκε σε διάφορες εφημερίδες της πατρίδας του και διακρίθηκε για τις φιλελεύθερες αντιλήψεις και τη φιλειρηνική δράση του. Το 1891, το συνέδριο των ειρηνόφιλων στη Ρώμη, του ανέθεσε τη… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Παπαναστασίου, Αλέξανδρος — (Τρίπολη 1876 – Αθήνα 1936). Έλληνας πολιτικός και κοινωνιολόγος. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κοινωνιολογία στη Γερμανία, ίδρυσε την Ομάδα των Κοινωνιολόγων (1907), υποστήριξε την επανάσταση του 1909, διακηρύσσοντας συγχρόνως την… … Dictionary of Greek
Σαπούρ — Όνομα βασιλιάδων της Περσίας. 1. Σ. ο A’. Βασιλιάς της Περσίας (240 271). Ήταν γιος του Αρταξέρξη (226 240), του θεμελιωτή της δυναστείας των Σασανιδών. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, αντιμετώπισε σοβαρότατα προβλήματα, γιατί οι Αρμένιοι προσπάθησαν να… … Dictionary of Greek
Σοκηκράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Έλληνας κωμωδιογράφος, που έζησε στους αλεξανδρινούς χρόνους. Έργα του η Παρακαταθήκη και ο Φιλάδελφος. 2. Έλληνας ιστορικός συγγραφέας από τη Ρόδο, που έζησε τον lo π.Χ. αι. Έγραψε Φιλοσόφων διδαχάς σε τρία βιβλία… … Dictionary of Greek
Τζόνσον, Άντριου — (Johnson, 1808 – 1875). Αμερικανός πολιτικός. Γεννήθηκε στην Πολιτεία της Bόρειας Καρολίνας αλλά τελικά εγκαταστάθηκε στην Πολιτεία του Τενεσί και δεν άργησε να ενδιαφερθεί για την πολιτική ως μέλος του δημοκρατικού κόμματος. Το 1843 έγινε μέλος… … Dictionary of Greek