Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

έξυπνη

См. также в других словарях:

  • ευρησιλογία — εὑρησιλογία και εὑρεσιλογία, ἡ (ΑΜ) [ευρησίλογος] η ικανότητα να βρίσκει κάποιος έξυπνη ερμηνεία ή έξυπνα επιχειρήματα για κάτι αρχ. 1. φρ. «εὑρησιλογίαν ἔχειν» (για φαινόμενο) το να επιδέχεται έξυπνη ερμηνεία 2. ικανότητα στον σχηματισμό… …   Dictionary of Greek

  • Αικατερίνη — I Όνομα αγίων της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Α. της Μπολόνια (1413 – 1463). Γεννήθηκε στην Μπολόνια, ανατράφηκε όμως στη Φεράρα. Σε ηλικία 17 ετών μπήκε στο μοναχικό τάγμα της Αγίας Κλάρας. Το 1457 έγινε ηγουμένη της μονής του τάγματος αυτού… …   Dictionary of Greek

  • Γοργώ — I Μυθολογικόπρόσωπο. Βλ. λ. Γοργόνα. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κόρη του βασιλιά Κλεομένη της Σπάρτης και σύζυγος του Λεωνίδα (5ος αι. π.Χ.). Πολύ έξυπνη, κατάλαβε πως ο πατέρας της κινδύνευε να καμφθεί όταν ο Πέρσης πρέσβης του ζήτησε γη… …   Dictionary of Greek

  • αντρογυναίκα — η 1. γυναίκα με ανδροπρεπή εμφάνιση ή συμπεριφορά 2. γυναίκα έξυπνη και ικανή σαν άντρας …   Dictionary of Greek

  • διέξοδος — η (AM διέξοδος) [έξοδος] 1. χώρος, άνοιγμα απ όπου μπορεί κανείς να περάσει, πέρασμα, διάβαση 2. μέσο, τρόπος διαφυγής νεοελλ. 1. λαθραία ή έξυπνη διαφυγή, ξεγλίστρημα 2. φρ. «διέξοδος εμπορική» εξαγωγή και πώληση τών προϊόντων μιας χώρας σε άλλη …   Dictionary of Greek

  • ευρησιλογώ — εὑρησιλογώ και εὑρεσιλογῶ, έω (ΑΜ) [ευρησίλογος] εφευρίσκω ευφυή επιχειρήματα ή έξυπνη ερμηνεία για κάτι …   Dictionary of Greek

  • θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… …   Dictionary of Greek

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… …   Dictionary of Greek

  • κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …   Dictionary of Greek

  • κόφτης — και κόπτης, ο θηλ. κόπτρια και κόφτρα 1. τεχνίτης ειδικός στο να κόβει υφάσματα ή δέρματα για κατασκευή ενδυμάτων ή υποδημάτων 2. (το αρσ.) εργαλείο με το οποίο κόβονται ή υφίστανται κατεργασία σκληρά αντικείμενα, αλλ. κοπέας 3. κόλακας 4. το θηλ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»