Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

υφίσταμαι

  • 61 перечувствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.σ.μ.
    δοκιμάζω, υφίσταμαι, γεύομαι (όλα, πολλά).

    Большой русско-греческий словарь > перечувствовать

  • 62 платить

    плачу, платишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. плаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. πληρώνω• εξοφλώ•

    платить в кассу πληρώνω στο ταμείο•

    платить за труд πληρώνω για τι δουλειά•

    натурой πληρώνω σε είδος•

    платить наличными πληρώνω σε μετρητά•

    платить за покупки πληρώνω για ψώνια•

    платить дополнительно πληρώνω συμπληρωματικά.

    || επιμετρώ• προσπληρώνω•

    платить золотом πληρώνω σε χρυσό•

    платить векселем πληρώνω με γραμμάτιο•

    платить долги πληρώνω (ξοφλώ) τα χρέη•

    налог πληρώνω φόρο•

    платить заимодавцу πληρώνω στο δανειστή.

    2. μτφ. ανταποδϊ,νω• ανταμείβω•

    платить неблагодарностью δείχνω αχαριστία, αγνωμοσύνη•

    платить за чужие удовольствия πληρώνω ξένα έξοδα ή τα σπασμένα άλλου•

    платить чистоганом πληρώνω σε μετρητά•

    платить за добро злом πληρώνω για το καλό με κακό•

    платить за зло добром πληρώ-το κακό με το καλό;•

    за добро добром -ят το καλό με καλό το πληρώνουν, αγαθόν αντί αγαθού, καλόν αντί καλού.

    εκφρ.
    платить той же монетой – πληρώνω με το ίδιο νόμισμα (ανταποδίνω τα ίδια, τα ίσα).
    1. πληρώνομαι•

    налоги -ятся в рассрочку οι φόροι πληρώνονται με δόσεις.

    2. μτφ. υφίσταμαι τις συνέπειες•

    -здоровьем за неосторожность πληρώνω με την υγεία την απροσεξία (απερισκεψία).

    Большой русско-греческий словарь > платить

  • 63 познать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. познанный, βρ: -нан, -а, -о
    γνωρίζω, μαθαίνω, αντιλαμβάνομαι• εισδύω διανοητικά•

    познать сущность явлений γνωρίζω την ουσία των φαινομένων•

    познать законы развития природы и общества γνωρίζω τους νόμους εξέλιξης της φύσης και της κοινωνίας.

    || δοκιμάζω•

    познать друга в несчастье γνωρίζω το φίλο στη δυστυχία.

    || υποφέρω, περνώ, τραβώ, δοκιμάζω, υφίσταμαι.

    Большой русско-греческий словарь > познать

  • 64 потеря

    θ.
    1. απώλεια, χάσιμο•

    потеря зрения απώλεια της όρασης•

    потеря крови απώλεια αίματος•

    потеря времени απώλεια χρόνου•

    потеря сознания λιποθυμία•

    потеря памяти απώλεια μνήμης•

    безвозвратная потеря ανεπανόρθωτη απώλεια•

    нести -и υφίσταμαι απώλειες.

    2. πράγμα χαμένο.
    (στρατ.) πλθ. -и οι απώλειες•

    большие -и убитыми μεγάλες απώλειες σε νεκρούς.

    Большой русско-греческий словарь > потеря

  • 65 узнать

    узнаю, узнаешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. узнанный, βρ: узнан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    я -ал об этом от брата έμαθα γι αυτό από τον αδερφό μου•

    я -ал е тайну έμαθα το μυστικό της•

    узнать новость μαθαίνω το νέο•

    поздно -ла мать о ранении сына αργά πληροφορήθηκε η μάνα τον τραυματισμού του γιου της•

    узнать правду μαθαίνω την αλήθεια•

    от кого вы это -ли? από ποιόν το μάθατε αυτό;

    2. γνωρίζω•

    узнать е характер γνωρίζω το χαρακτήρα της•

    узнать друг друга γνωρίζομε ο ένας τον άλλον (το χαρακτήρα, το ποιόν).

    3. δοκιμάζω, υφίσταμαι, περνώ•

    он -ал нищету αυτός δοκίμασε τη φτώχεια.

    || (ως απειλή)• βλέπω•

    -ешь θα μάθεις, θα δεις•

    -ет θα μάθει, θα δει.

    4. αναγνωρίζω•

    евриклия узнала одиссея от его шрама на ноге η Ευρίκλεια γνώρισε τον Οδυσσέα από την ουλή στο πόδι. -свою вешь (ανα)γνωρίζω το πράγμα μου.

    μαθαίνομαι, πληροφορούμαι; γίνομαι γνωστός•

    узнать это скоро -лось αυτό γρήγορα μαθεύτηκε.

    Большой русско-греческий словарь > узнать

  • 66 утрата

    θ.
    απώλεια, χάσιμο•

    утрата докумен- тов απώλεια εγγράφων•

    утрата трудоспособности απώλεια της εργατικής ικανότητας•

    смерть учного утрата большая утрата ο θάνατος του επιστήμονα είναι μεγάλη απώλεια•

    понести -у υφίσταμαι απώλεια•

    тяжлая утрата βαριά απώλεια.

    Большой русско-греческий словарь > утрата

  • 67 ущерб

    α.
    1. βλάβη, βλάψιμο• ζημιά• φθορά.• в ущерб здоровью σε βλάβη της υγείας•

    материальный ущерб υλική ζημιά•

    причинить ущерб προξενώ ζημιά•

    нанести ущерб επιφέρω βλάβη•

    понести ущерб υφίσταμαι (παθαίνω) βλάβη•

    -в себе για βλάβη του ίδιου (του εαυτού).

    2. παρακμή, πτώση•ελάττωση•

    силы его на -е οι δυνάμεις του παρακμάζουν.

    3. (ϊΐ-α το φεγγάρι) η χάση, το χάσιμο•

    ущерб луны το χάσιμο του φεγγαρ ιού•

    луна на -е το φεγγάρι είναι στη χάση.

    εκφρ.
    в -кому – προς βλάβη κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > ущерб

  • 68 штурмовать

    -мую, -муешь
    ρ.δ.μ. εφορμώ, κάνω έφοδο. || επιτίθεμαι. || κατακτώ με μεγάλες προσπάθειες•

    штурмовать горную вершину κατορθώνω να ανεβώ στην κορυφή του βουνού.

    υφίσταμαι έφοδο.

    Большой русско-греческий словарь > штурмовать

  • 69 ὑπόστασις

    ὑπόστᾰσις, εως, , ([etym.] ὑφίστημι, ὑφίσταμαι):
    A as an act, standing under, supporting,

    ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ καὶ ὁ αὐχὴν τοῦ ἄρθρου.. ὑπὸ συχνῷ μέρει τοῦ ἰσχίου τὴν ὑ. πεποίηται Hp.Art.55

    ; [

    τοὺς προσθίους πόδας] ἔχουσιν.. οὐ μόνον ἕνεχ' ὑποστάσεως τοῦ βάρους Arist.PA 659a24

    ;

    ἐνεπάγην εἰς ἰλὺν βυθοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν ὑ. LXX Ps.68(69).3

    .
    2 resistance,

    τοῦ κύματος Arist.Mete. 368b12

    (unless = settling down); so perh. in Hp.Off.3, Ael.Fr.59.
    3 lying in ambush, S.Fr. 719.
    B as a thing,
    I in liquids, that which settles at the bottom, sediment, Hp.Steril.242, Arist.HA 551b29, Mete. 382b14, Thphr.HP 9.8.3; esp. of sediment in the urine, Hp.Coac. 146, 389, Aph.4.69, al., Gal.6.252, al.; but the urine itself is called ἡ ὑ. ἡ εἰς τὴν κύστιν, Arist. Mete. 358a8;

    ἡ τῆς ὑγρᾶς τροφῆς ὑ. Id.PA 647b28

    ; ἐκ τῶν νεφρῶν ἡ γιγνομένη ὑ. ib. 671b20; also of the dry excrement, ἡ τῆς ξηρᾶς τροφῆς ὑ. ib. 647b28, cf. 677a15, Mete. 358b9.
    b an accumulation of pus, abscess, Hp.Art.40.
    3 a kind of jelly or thick soup, in pl., Men.462.10 (cf. Poll.6.60), Orib.4.8.1.
    4 metaph. of time, duration,

    ἡ στιγμιαία τῶν καιρῶν ὑ. Gal.19.187

    ; μνήσθητι τίς μου ἡ ὑ. remember how short my time is, LXX Ps.88(89).48; ἡ ὑ. μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου mine age is as nothing before thee, ib.38(39).6; ἐφ' ὅσον αὐτοῦ (sc. Ἕκτορος) ἡ ὑ. τῶν χρόνων ὑπῆρχεν as long as his store of years lasted, Vett.Val.347.14.
    5 coming into existence, origin,

    ἡ ὑ. μου ἐν τοῖς κατωτάτω τῆς γῆς LXX Ps.138(139).15

    ;

    περὶ τοῦ γένους.. τῶν Ἰουδαίων.. ὅτι.. τὴν πρώτην ὑ. ἔσχεν ἰδίαν J.Ap.1.1

    ; ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑ. καθ' ἑαυτήν has no power of originating by itself, Hermog. Id.1.10.
    II foundation or substructure of a temple, etc., LXX Na.2.7, D.S.1.66, 13.82; ὑποστάσεις ἐπάλξεων lower part of a crenellated wall, Ph.Bel.84.9; ὑ. ξύλου is f.l. for ὑπότασις ξ. in Hp. Mochl.25.
    2 metaph. of a narrative, speech, or poem, ground-work, subject-matter, argument, Plb.4.2.1, D.S.1.3, etc.
    3 plan, purpose, Id.16.32;

    κατὰ τὴν ἰδίαν ὑ. Id.1.28

    , 15.70;

    πρὸς τὴν ἰδίαν ὑ. Id.1.3

    ; οἱ Αἰγύπτιοι.. ἰδίᾳ τινὶ ὑ. κεχρημένοι εἰσί (sc. in their calendar) Gem.8.16, cf. 25;

    κατὰ τὴν Καίσαρος ὑ. BMus.Inscr.892.21

    (Halic., i B. C./i A. D.).
    4 confidence, courage, resolution, steadiness, of soldiers, Plb.4.50.10,6.55.2; hope,

    ἔστι μοι ὑ. τοῦ γενηθῆναί με ἀνδρί LXX Ru.1.12

    ; ἀπώλετο ἡ ὑ. αὐτῆς ib.Ez.19.5, cf. Ep.Hebr.3.14;

    ἡ ὑ. τῆς καυχήσεως 2 Ep.Cor.11.17

    , cf. 9.4; ἔστιν δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις confidence in things hoped for, Ep.Hebr.11.1 (unless substance be the right sense here).
    5 undertaking, promise,

    οἱ ὑπογεγραμμένοι γεωργοὶ ἐπέδωκαν ἡμῖν ὑπόστασιν PEleph.15.3

    (iii B. C.), cf. PTheb.Bank1.8 (ii B. C.), PTeb.61 (b). 194 (ii B. C.).
    6 Astrol., τὰ τούτου (sc. κλήρου τύχης) τετράγωνα ὑπόστασις (fort. - στάσεις) [λέγεται] Serapio in Cat.Cod.Astr.8(4).227.
    III substantial nature, substance, δύσσχιστα, τῷ κολλώδη τὴν ὑ. ἔχειν woods hard to cleave, because of their resinous substance, Thphr.CP5.16.4; ἡ τοῦ γεώδους ὑ. ib.6.7.4.
    2 substance, actual existence, reality (

    οἱ νεώτεροι τῶν φιλοσόφων ἀντὶ τῆς οὐσίας τῇ λέξει τῆς ὑ. ἐχρήσαντο Socr. HE3.7

    ), opp. semblance,

    φαντασίαν μὲν ἔχειν πλούτου, ὑ. δὲ μή Artem.3.14

    ; τῶν ἐν ἀέρι φαντασμάτων τὰ μέν ἐστι κατ' ἔμφασιν, τὰ δὲ καθ' ὑπόστασιν (substantial, actual), Arist.Mu. 395a30, cf. Placit.3.6, D.L.7.135, 9.91; so ὑποστάσεις are the substances of which the reflections ([etym.] αἱ κατοπτρικαὶ ἐμφάσεις) appear in the mirror, Placit.4.14.2; ὑ. ἔχειν have substantial existence, Demetr.Lac.Herc.1055.14, S.E. P.2.94, 176, M.Ant.9.42; ἰδίᾳ χρησάμενον ὑποστάσει ( ὑποτάσει cod.), πρὸς ἰδίαν ὑ. φυτευθέντα, a separate existence, Sor.1.96, cf. 33;

    ὑπόστασιν μὴ ἔχειν Id.2.57

    ;

    ὑποστάσεις τε καὶ μεταβολαί M.Ant.9.1

    , cf. 10.5; [ἡ παρασιτικὴ] διαφέρει καὶ τῆς ῥητορικῆς καὶ τῆς φιλοσοφίας.. κατὰ τὴν ὑ. (in respect of reality)

    · ἡ μὲν γὰρ ὑφέστηκεν, αἱ δὲ οὔ Luc. Par.27

    ;

    κατ' ἰδίαν ὑ. καὶ οὐσίαν S.E.M.9.338

    .
    3 real nature, essence,

    χαρακτὴρ τῆς ὑ. Ep.Hebr.1.3

    .
    IV as a Rhet. figure, the full expression or expansion of an idea, Hermog.Id.1.11, Aristid. Rh.1p.479S., Syrian. in Hermog.1.60 R.
    V = ὑπόστημα 111, camp, LXX 1 Ki.13.23, 14.4.
    VI wealth, substance, property, ib.De.11.6, Je.10.17, POxy.1274.15 (iii A. D.), BGU1020.16 (vi A. D.), etc.
    2 pl., title deeds, documents recording ownership of property, POxy.237 viii 26 (ii A. D.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόστασις

  • 70 ὑποστατός

    A set under: as Subst., ὑπόστατον, τό, stand, = ὑποστάτης, IG22.1388.43,11(2).161 B 126 (Delos, iii B. C.), Paus.10.26.9, Demiopr. ap. Poll.10.46.
    II to be borne or withstood,

    οὐχ ὑποστατόν E.Supp. 737

    ;

    θεὸς.. θνητοῖς οὐδαμῶς ὑ. Id.Fr.177.2

    (as Scal. for - της).
    III substantially existing, Stoic.2.114, A.D. Synt.201.9, S.E.M.10.60, Iamb.Comm. Math.8.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποστατός

  • 71 basılmak

    πιέζομαι, (μτφ} υφίσταμαι αιφνίδια έρευνα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > basılmak

  • 72 katlanmak

    βαστάω, αντέχω, βαστάζω, υπομένω, υφίσταμαι

    Türkçe-Yunanca Sözlük > katlanmak

См. также в других словарях:

  • υφίσταμαι — ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ ὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α [ἵστημι/ ἵσταμαι] 1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαι α) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες τής κακής… …   Dictionary of Greek

  • υφίσταμαι — υφίσταμαι, (υπέστη υπέστησαν) βλ. πίν. 159 Σημειώσεις: υφίσταμαι : η μτχ. υφιστάμενος απαντάται και ως ουσιαστικό (→ ο κατώτερος στην ιεραρχία, σε σχέση με τον ανώτερο του) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ὑφίσταμαι — ὑφίστημι place pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυθυποβάλλομαι — υφίσταμαι αυθυποβολή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + υποβάλλομαι. Ο τ. αυθυποβάλλεσθαι μαρτυρείται για πρώτη φορά το 1891 από τον Ορέστη Κατσαρά στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… …   Dictionary of Greek

  • ζυμώνω — (AM ζυμῶ, όω, Μ και ζυμώνω) 1. αναμιγνύω αλεύρι ή άλλο αμυλώδες υλικό με νερό, μαλάσσω το μίγμα για να δημιουργηθεί μάζα πηχτή («ζυμώνω ψωμί») 2. αναμιγνύω οποιαδήποτε ύλη με νερό καθιστώντας την πολτώδη («ζυμώνω γύψο») 3. παρασκευάζω μίγμα με… …   Dictionary of Greek

  • πειράζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενοχλώ (α. «τόν πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το παράθυρο;») 2. (σχετικά με γυναίκα) παρενοχλώ με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια τής γειτονιάς») 3. απευθύνω… …   Dictionary of Greek

  • ηττώμαι — (AM ἡττῶμαι, άομαι, αρχαιότ. αττ. τ. ἡσσῶμαι και ιων. τ. ἑσσοῡμαι) 1. νικιέμαι, υφίσταμαι ήττα σε μάχη, κατατροπώνομαι, τρέπομαι σε φυγή 2. αποδεικνύομαι κατώτερος κάποιου σε αγώνα, έρχομαι δεύτερος, βγαίνω ηττημένος από διαγωνισμό μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… …   Dictionary of Greek

  • θορυβώ — (ΑΜ θορυβῶ, έω) 1. προκαλώ θόρυβο, κάνω θόρυβο, προξενώ ταραχή 2. προκαλώ σε κάποιον ταραχή και σύγχυση, ταράσσω κάποιον 3. παθ. θορυβούμαι, έομαι ταράσσομαι, συγχύζομαι, καταπλήσσομαι, ανησυχώ νεοελλ. μτφ. προκαλώ την προσοχή τού κόσμου,… …   Dictionary of Greek

  • κακοπαθώ — και κακοπαθαίνω (AM κακοπαθῶ, έω, Μ και κακοπαθαίνω) [κακοπαθής] (αμτβ.) πάσχω, υποφέρω, υφίσταμαι συμφορές, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποβάλλομαι σε δοκιμασίες («κακοπαθεῑν μὲν πολλάκις, αναπαύσασθαι δὲ μηδέποτε», Λυσ.) νεοελλ. 1. δυστυχώ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»