Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑπόστημα

См. также в других словарях:

  • ὑπόστημα — that which sinks to the bottom neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόστημα — ήματος, τὸ, ΜΑ, και ὑπόστεμα, έματος, Α [ὑφίστημι] μσν. πλήθος, όχλος αρχ. 1. υποστάθμη, κατακάθι, ιδίως περιττωμάτων και ούρων («τὰ ὑποστήματα τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως», Αριστοτ.) 2. καθίζηση 3. υποστήριγμα 4. βάση, βάθρο 5. περίνεο 6.… …   Dictionary of Greek

  • ὑποστήματα — ὑπόστημα that which sinks to the bottom neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστήματι — ὑπόστημα that which sinks to the bottom neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστήματος — ὑπόστημα that which sinks to the bottom neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστήματ' — ὑποστήματα , ὑπόστημα that which sinks to the bottom neut nom/voc/acc pl ὑποστήματι , ὑπόστημα that which sinks to the bottom neut dat sg ὑποστήματε , ὑπόστημα that which sinks to the bottom neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερείδω — (Α ἐρείδω) στηρίζω, ακουμπώ, υποστηρίζω νεοελλ. 1. κωπηλατώ με όλη μου τη δύναμη 2. ναυτ. φρ. έρειδε παράγγελμα που δίνεται στους κωπηλάτες τής πολεμικής λέμβου 3. (μέσ. και παθ.) ερείδομαι στηρίζομαι, βασίζομαι, έχω πεποίθηση («ερείδομαι στη… …   Dictionary of Greek

  • υπόστεμα — έματος, τὸ, Α βλ. ὑπόστημα …   Dictionary of Greek

  • ՃԱՄԲԱՐ — (ի, աց.) NBH 2 0168 Chronological Sequence: Early classical, 8c գ. ՃԱՄԲԱՐ. ὐπόστασις, ὐπόστημα statio, acies. գրի եւ ՋԱՄԲԱՐ. Բանակետղ. դադար զօրաց. կայք ճակատու կամ բանակի. ... *Ճամբար այլազգեաց. ՟Ա. Թագ. ՟Ժ՟Գ. 23: ՟Ժ՟Դ. 4: ՟Բ. Թագ. ՟Ի՟Գ. 4.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»