-
1 обязаться
υποχρεώνομαι, αναλαβαίνω υποχρέωση -
2 обязать
-яжу, -яжешъρ.σ.μ.1. υποχρεώνω, επιβάλλω•его обязали явиться в срок τον υποχρέωσαν να εμφανιστεί στην προθεσμία.
2. προκαλώ αίσθημα ευγνωμοσύνης•вы меня много -яжете, если... θα με υποχρεώσετε πολύ, αν...
υποχρεώνομαι•обязать досрочно выполнить работу υποχρεώνομαι να τελειώσω τη δουλειά πριν την προθεσμία.
-
3 обязать
-
4 обязаться
обязать||ся(брать обязательство) ἀναλαμβάνω ὑποχρέωση, ὑποχρεώνομαι, δίνω ὑπόσχεση νά... -
5 вынуждать
-
6 законтрактовать
-тую, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. законтрактованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.κλείνω σύμβαση. || μισθώνω, προσλαμβάνω•законтрактовать рабочих προσλαμβάνω εργάτες με σύμβαση.
κλείνω σύμβαση• υποχρεώνομαι, από τη σύμβαση. -
7 нудить
нужу, нудишьρ.δ.μ. παλ.1. αναγκάζω, εξαναγκάζω, υποχρεώνω, ζορίζω.2. κοπιάζω, κουράζω, καταπονώ εξαντλώ.1. ανιώ, πλήττω, βαριέμαι (από έλλειψη ενασχόλησης).2. υποχρεώνομαι, (εξ)αναγκάζομαι (να κάνω κάτι). -
8 одолжать
-
9 подрядить
ρ.σ.μ. παίρνω, μισθώνω, εργολα-βώ•подрядить плотников и каменщиков μισθώνω μαραγκούς και χτίστες.
επιχειρώ, αναλαβαίνω, παίρνω εργολαβία•подрядить на постройку здания ανάλαβαίνω εργολαβικά το χτίσιμο της οικοδομής.
υποχρεώνομαι•они -лись возить дрова αυτοί υποχρεώθηκαν να μεταφέρουν καυσόξυλα.
-
10 приневоливать
-
11 принуждать
См. также в других словарях:
υποχρεώνομαι — υποχρεώνομαι, υποχρεώθηκα, υποχρεωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek
οφλισκάνω — ὀφλισκάνω και κατά το λεξ. Σούδα, ὀφλίσκω και, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., ὀφλάνω, ενώ αμφβλ. είναι ο τ. όφλῶ, έω (Α) 1. (για άνθρωπο που καταδικάστηκε σε πληρωμή προστίμου) υποχρεώνομαι να πληρώσω, χρωστώ, οφείλω («πλείστην ζημίαν ὀφλισκάνει»,… … Dictionary of Greek
προμίττω — Μ 1. υπόσχομαι 2. υποχρεώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. promitto «υπόσχομαι»] … Dictionary of Greek
υποχρεούμαι — βλ. πίν. 130 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: υποχρεούμαι : κυρίως σε φράσεις όπως: το κατάστημα υποχρεούται να εκδίδει αποδείξεις λιανικής πώλησης, με την έννοια έχω την υποχρέωση, υπόκειμαι στην υποχρέωση να κάνω κάτι. Η… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής