Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

υποχρεώνομαι

См. также в других словарях:

  • υποχρεώνομαι — υποχρεώνομαι, υποχρεώθηκα, υποχρεωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …   Dictionary of Greek

  • οφλισκάνω — ὀφλισκάνω και κατά το λεξ. Σούδα, ὀφλίσκω και, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., ὀφλάνω, ενώ αμφβλ. είναι ο τ. όφλῶ, έω (Α) 1. (για άνθρωπο που καταδικάστηκε σε πληρωμή προστίμου) υποχρεώνομαι να πληρώσω, χρωστώ, οφείλω («πλείστην ζημίαν ὀφλισκάνει»,… …   Dictionary of Greek

  • προμίττω — Μ 1. υπόσχομαι 2. υποχρεώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. promitto «υπόσχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • υποχρεούμαι — βλ. πίν. 130 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: υποχρεούμαι : κυρίως σε φράσεις όπως: το κατάστημα υποχρεούται να εκδίδει αποδείξεις λιανικής πώλησης, με την έννοια έχω την υποχρέωση, υπόκειμαι στην υποχρέωση να κάνω κάτι. Η… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»