Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

υπάρχουν

  • 1 ένδειξη

    [-ις (-εως)] η
    1) знак, признак; примета;

    σ' ένδειξη Φιλίας — в знак дружбы;

    εις ένδειξιν εκτιμήσεως — в знак уважения;

    αποτελώ ένδειξη — служить признаком;

    2) юр. презумпция, вероятное предположение;

    υπάρχουν ένδειξεις ενοχής τού κατηγορουμένου, αλλ' όχι και αποδείξεις — имеются предположения виновности обвиняемого, а не доказательства;

    3) показание (измерительного прибора);
    4) мед. показание; 5) воен, врачебное заключение о госпитализации или о направлении на медицинскую комиссию для освидетельствования;

    είμαι υπό ένδειξιν — быть направленным на стационарное лечение или на медицинскую комиссию для освидетельствования

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ένδειξη

  • 2 ζήτημα

    τό
    1) вопрос, проблема; дело;

    επίκαιρο ( — ши φλέγον) ζήτημα — актуальный, злободневный, наболевший вопрос;

    διαφιλονικούμενο ( — или επίμαχο) ζήτημα — спорный вопрос;

    αγροτικό (εθνικό) ζήτημα — крестьянский (национальный) вопрос;

    τρέχοντα ζήτήματα — текущие вопросы;

    ζωτικό ζήτημα — жизненно важный вопрос;

    ζήτήματα της ημέρας — вопросы дня;

    ζήτημα τιμής — дело чести;

    ζήτημα γούστου — дело вкуса;

    τό ζήτημα είναι να... — весь вопрос в том, чтобы...;

    τό ζήτημα είναι ότι... — вопрос (или дело) в том, что...;

    αυτό είναι ακριβώς το ζήτ, ότι... — в том то и дело, что...;

    λύω το ζήτημα — разрешить вопрос;

    δεν είναι ζήτημα — это не проблема;

    δεν υπάρχει ζήτημα — здесь нет никакого вопроса, это очень йсно;

    αυτό είναι άλλο ζήτημα — это другой вопрос, это другое дело;

    θέτω ( — или βάζω) ζήτημα — ставить вопрос;

    είναι ζήτημα χρόνου — вопрос времени;

    ανακινώ ( — или εγείρω) ζήτημα — поднимать вопрос;

    τό έκανε ζήτημα — он сделал из этого целую проблему;

    γιά προσωπικό ζήτημα — по личному делу;

    2) конфликт, спор, ссора;

    υπάρχουν πολλά ζήτήματα μεταξύ τους — между ними много спорных вопросов;

    δημιουργώ ζήτήματα — создавать конфликты;

    3) юр. вопрос присяжному

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ζήτημα

  • 3 προυπόθεση

    [-ις (-εως)] η предпосылка, условие;

    δεν υπάρχουν οι απαραίτητες προυπόθεσείς — нет необходимых предпосылок, условий;

    κάτω από ωρισμένες προυπόθεσείς — при определённых условиях;

    με την προυπόθεση ότι... — при условии, что...;

    ωριμάζουν οι προυπόθεσείς... — назревают условия, предпосылки;

    βασική προυπόθεση γιά... — основная предпосылка для...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προυπόθεση

См. также в других словарях:

  • συναλλαγματικά συστήματα — Υπάρχουν βασικές διαφορές, στα θέματα του εξωτερικού σ. ανάλογα με τα νομισματικά συστήματα που εφαρμόζονται στις διάφορες χώρες. Θα περιγράψουμε εδώ σύντομα τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούνται οι εξωτερικές συναλλαγές στα κυριότερα από αυτά …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»