-
1 τόλμημα
τόλμημαadventure: neut nom /voc /acc sg -
2 τόλμημα
A adventure, enterprise, daring or shameless act, freq. in E. (not in A. or S.), mostly in pl., E. Or. 1064, Ba. 1222, al.: sg., Ph. 1676;τ. τολμᾶτον οὐκ ἀνασχετόν Ar. Pl. 419
, cf. Th.6.54, 7.43, Pl.Lg. 636c, etc.2 in language, a bold expression, Hermog.Inv.4.12, Meth.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τόλμημα
-
3 τόλμημα
1) bold2) daringΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τόλμημα
-
4 τόλμημ'
τόλμημα, τόλμημαadventure: neut nom /voc /acc sgτόλμημι, τολμάωBodl. Quarterly Record: pres ind act 1st sgτόλμημαι, τολμάωBodl. Quarterly Record: pres ind mp 1st sg -
5 τολμημάτων
τόλμημαadventure: neut gen pl -
6 τολμήμασι
τόλμημαadventure: neut dat pl -
7 τολμήμασιν
τόλμημαadventure: neut dat pl -
8 τολμήματα
τόλμημαadventure: neut nom /voc /acc pl -
9 τολμήματι
τόλμημαadventure: neut dat sg -
10 τολμήματος
τόλμημαadventure: neut gen sg -
11 τολμήμαθ'
τολμήματα, τόλμημαadventure: neut nom /voc /acc plτολμήματι, τόλμημαadventure: neut dat sgτολμήματε, τόλμημαadventure: neut nom /voc /acc dual -
12 παλαμάομαι
II manage adroitly,πρὸς ταῦτα Κλέων παλαμάσθω Ar.Ach. 659
, cf. Nu. 176, E.Fr. 918 (lyr.); τόλμημα παλαμήσασθαι plan a daring deed, Ar. Pax94;μηχανάς Philostr.VA2.33
.—[voice] Act. only in [tense] aor. part. παλαμήσας· τεχνάσας, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαμάομαι
-
13 τολμάω
Aτολμῇς Theoc.5.35
: [tense] fut. , [dialect] Dor.- ᾱσῶ Theoc.14.67
: [tense] pf. , [dialect] Dor.- ᾱκα Pi.P.5.117
:—[voice] Med., Lys.Oxy.1606.420 (Bodl. Quarterly Record 5 (1928).303):—undertake, take heart either to do or bear anything terrible or difficult:1 mostly abs., dare, endure, submit (v. Τλάω), ἐνὶ φρεσὶ θυμὸς ἐτόλμα Il.10.232
; σὺ δ' (sc. κραδίη)ἐτόλμας Od. 20.20
;οὐδέ οἱ ἵπποι τόλμων Il.12.51
;ἐγὼ δ' ἐτόλμησ' A.Pr. 237
, etc.; ;τ. καὶ ἐκλογίζεσθαι Th.2.40
; τολμῶντες ἄνδρες ib.43, cf. S.Tr. 583;χρὴ τολμᾶν.. ἐν ἄλγεσι κείμενον ἄνδρα Thgn.555
;τόλμα κακοῖσιν Id.355
, 1029;τόλμα S.Ph.82
; τόλμησον ib. 481: in part., τολμήσας.. παρέστη he took courage and.., Plu.Cam.22, cf. Ev.Marc.15.43.II c. inf., to have the courage, hardihood, effrontery, cruelty, or the grace, patience, to do a thing in spite of any natural feeling, dare, or bring oneself, to do,εἰ.. τολμήσεις Διὸς ἄντα.. ἔγχος ἀεῖραι Il.8.424
, cf. 13.395, 17.68, Od.9.332, S.Aj. 528, Ar.Nu. 550, Lys.32.2, etc.;τόλμησον ὀρθῶς φρονεῖν A.Pr. 999
, cf. Thgn. 81, 377, etc.; τ. κατακεῖσθαι submit to keep one's bed, Hp.Fract.10;τ. ἀποθανεῖν Ep.Rom.5.7
;οὐδὲ ἀπαιτούμενοι τὸν λόγον ἐτόλμησαν ἡμῖν δοῦναι PCair.Zen.330.5
(iii B. C.).2 sts. c. part., ἐτόλμα.. βαλλόμενος he submitted to be struck, Od.24.162;τόλμα ἐρῶσα E. Hipp. 476
, cf. Thgn.442, E.HF 756.3 c. acc., πόλεμον τολμήσαντα undertaking, venturing on it, Od.8.519; [ἐσόδους] τετόλμακε Pi.P.5.117
; τ. πάντα, δεινά, ἔργον αἴσχιστον, etc., S.OC 761, E.IA 133 (anap.), Med. 695, etc.; ; alsoτ. τὰ βέλτιστα Th.3.56
, 4.98;πικρὰν πεῖραν S.El. 471
; v. τόλμημα:—hence in [voice] Pass., ο ἐτολμήθη πατήρ such things as my father had dared (or done) against him, E.El. 277; τοῦτο τετολμήσθω εἰπεῖν let us take courage to say this, Pl.R. 503b;τὰ τολμηθέντα J.AJ2.3.1
;αἱ τετολμημέναι ἐπίνοιαι Ph.1.674
;τὰ τετ. εἰς ἐμέ PGoodsp.Cair.15.3
(iv A. D.). -
14 φύσις
φύσις [pron. full] [ῠ], ἡ, gen. φύσεως, poet. φύσεος prob. (metri gr.) in E.Tr. 886, cf. Ar.V. 1282 (lyr.), 1458 (lyr.), [dialect] Ion. φύσιος: dual φύσει (I origin,φ. οὐδενός ἐστιν ἁπάντων θνητῶν οὐδὲ.. τελευτή Emp.8.1
(cf. Plu.2.1112a);φ. βούλονται λέγειν γένεσιν τὴν περὶ τὰ πρῶτα Pl.Lg. 892c
;ἡ φ. ἡ λεγομένη ὡς γένεσις ὁδός ἐστιν εἰς φύσιν Arist.Ph. 193b12
;φ. λέγεται ἡ τῶν φυομένων γένεσις Id.Metaph. 1014b16
; freq. of persons, birth,φύσει νεώτερος S.OC 1295
, cf. Aj. 1301, etc.;φύσι γεγονότες εὖ Hdt.7.134
; φύσει, opp. θέσει (by adoption), D.L.9.25;φύσει Ἀμβρακιώτης, δημοποίητος δὲ Σικυώνιος Ath.4.183d
; so ὁ κατὰ φύσιν πατήρ, υἱός, ἀδελφός, Plb. 3.9.6, 3.12.3, 11.2.2; also in acc.,ἐκ πατρὸς ταὐτοῦ φύσιν S.El. 325
; ἢ φίλων τις ἢ πρὸς αἵματος φύσιν ib. 1125, cf. Isoc.3.42.2 growth, τριχῶν, παιδίου, Hp.Nat.Puer.20,29, cf. 27: pl.,γενειάσεις καὶ φύσεις κεράτων Plot.4.3.13
.II the natural form or constitution of a person or thing as the result of growth (οἷον ἕκαστόν ἐστι τῆς γενέσεως τελεσθείσης, ταύτην φαμὲν τὴν φ. εἶναι ἑκάστου Arist.Pol. 1252b33
): hence,1 nature, constitution, once in Hom., καί μοι φύσιν αὐτοῦ (sc. τοῦ φαρμάκου)ἔδειξε Od.10.303
;φ. τῆς χώρης Hdt.2.5
;τῆς Ἀττικῆς X.Vect.1.2
, cf. Oec.16.2, D.18.146, etc.;τῆς τριχός X.Eq.5.5
; αἵματος, ἀέρος, etc., Arist.PA 648a21, Mete. 340a36, etc.: pl.,φύσεις ἐγγιγνομένας καρπῶν καὶ δένδρων Isoc.7.74
;αἱ φ. καὶ δυνάμεις τῶν πολιτειῶν Id.12.134
;ἡ τῶν ἀριθμῶν φ. Pl.R. 525c
;ἡ τῶν πάντων φ. X.Mem.1.1.11
, etc.;ἡ ἰδία τοῦ πράγματος φ. IG22.1099.28
(Epist.Plotinae).2 outward form, appearance,μέζονας ἢ κατ' ἀνθρώπων φύσιν Hdt.8.38
; ἢ νόον ἤτοι φύσιν either in mind or outward form, Pi.N.6.5;οὐ γὰρ φ. Ὠαριωνείαν ἔλαχεν Id.I.4(3).49
(67);μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φ. A.Supp. 496
; (read εἷρπε, taking φ. with ἔχων), cf. Tr. 379; δρακαίνης φ. ἔχουσαν ἀγρίαν prob. in E.Ba. 1358;τὴν ἐμὴν ἰδὼν φ. Ar.V. 1071
(troch.), cf. Nu. 503;τὴν τοῦ σώματος φ. Isoc.9.75
.3 Medic., constitution, temperament, Hp.Aph.3.2 (pl.), al.;ἡ φ. καὶ ἡ ἕξις Id.Acut.43
;φ. φύσιος καὶ ἡλικία ἡλικίης διαφέρει Id.Fract.7
;φύσιες νούσων ἰητροί Id.Epid.6.5.1
.b natural place or position of a bone or joint, ἀποπηδᾶν ἀπὸ τῆς φ., ἐς τὴν φ. ἄγεσθαι, Id.Art.61, 62, al.;ὀστέον μένον ἐν τῇ ἑωυτοῦ φ. Id.VC5
, al.;φύσιες τῶν ἄρθρων Id.Nat.Puer.17
.4 of the mind, one's nature, character,ἦθος ἕκαστον, ὅπῃ φ. ἐστὶν ἑκάστῳ Emp.110.5
;εὐγενὴς γὰρ ἡ φ. κἀξ εὐγενῶν.. ἡ σή S.Ph. 874
; τὴν αὑτοῦ φ. λιπεῖν, δεῖξαι, ib. 902, 1310;φ. φρενός E.Med. 103
(anap.);ἡ ἀνθρωπεία φ. Th.1.76
;φ. τῆς μορφῆς καὶ τῆς ψυχῆς X.Cyr.1.2.2
;ὀνόματι μεμπτὸν τὸ νόθον, ἡ φ. δ' ἴση E.Fr. 168
; φ. φιλόσοφος, τυραννική, etc., Pl.R. 410e, 576a, etc.;δεξιοὶ φύσιν A.Pr. 489
;ἀκμαῖοι φύσιν Id.Pers. 441
;τὸ γὰρ ἀποστῆναι χαλεπὸν φύσεος, ἣν ἔχοι τις Ar.V. 1458
(lyr.), cf. 1282 (lyr.);Σόλων.. ἦν φιλόδημος τὴν φ. Id.Nu. 1187
;ἔνιοι ὄντες ὡς ἀληθῶς τοῦ δήμου τὴν φ. οὐ δημοτικοί εἰσι X.Ath.2.19
; φύσεως ἰσχύς force of natural powers, Th.1.138; φύσεως κακία badness of natural disposition, D.20.140;ἀγαθοὶ.. γίγνονται διὰ τριῶν, τὰ τρία δὲ ταῦτά ἐστι φ. ἔθος λόγος Arist. Pol. 1332a40
; χρῶ τῇ φύσει, i.e. give rein to your natural propensities, Ar.Nu. 1078, cf. Isoc.7.38;τῇ φ. χρώμενος Plu.Cor.18
;θείας κοινωνοὶ φ. 2 Ep.Pet.1.4
: pl., Isoc.4.113, v.l. in E.Andr. 956;οἱ ἄριστοι τὰς φ. Pl.R. 526c
, cf. 375b, al.: prov.,ἔθος, φασί, δευτέρη φ. Jul.Mis. 353a
.b instinct in animals, etc., Democr.278; ap. Stob.1.41.6;ἐν τοῖς ἄλλοις ζῴοις ἡ αἴσθησις τῇ φ. ἥνωται, ἐν δὲ ἀνθρώποις τῇ νοήσει Corp.Herm. 9.1
, cf. 12.1.5 freq. in periphrases, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας, i.e. would'st provoke a stone, S.OT 335;χθονὸς φ. A.Ag. 633
; esp. in Pl.,ἡ τοῦ πτεροῦ φ. Phdr. 251b
;ἡ φ. τῶν σωμάτων Smp. 186b
; ἡ φ. τῆς ἀσθενείας its natural weakness, Phd. 87e;ἡ τοῦ μυελοῦ φ. Ti. 84c
;ἡ τοῦ δικαίου φ. Lg. 862d
, al.; ἡ φ., with gen. understood, Smp. 191a, Phd. 109e.III the regular order of nature,τύχη.. ἀβέβαιος, φ. δὲ αὐτάρκης Democr.176
;κατὰ φύσιν Pl.R. 444d
, etc.; τρίχες κατὰ φύσιν πεφυκυῖαι growing naturally, Hdt.2.38, cf. Alex.156.7 (troch.); (cf. Pl.Grg. 488b);κατὰ φ. ποιεῖν Heraclit.112
; opp. παρὰ φύσιν, E.Ph. 395, Th.6.17, etc.;παρὰ τὴν φ. Anaxipp.1.18
; προδότης ἐκ φύσεως a traitor by nature, Aeschin.2.165; πρὸ τῆς φ. ἥκειν εἰς θάνατον before the natural term, Plu.Comp.Dem.Cic.5: freq. in dat. φύσει (ἐν φ. Hp.
Aër.14) by nature, naturally, opp. τύχῃ, τέχνῃ, Pl.Lg. 889b, cf. R. 381b;φύσει τοιοῦτος Ar.Pl. 275
, cf. 279, al.;ὁ ἄνθρωπος φ. πολιτικὸν ζῷόν ἐστι Arist.Pol. 1253a3
; ὁ μὴ αὑτοῦ φ. ἀλλ' ἄλλου ἄνθρωπος ὤν, οὗτος φ. δοῦλός ἐστιν ib. 1254a15;φ. γὰρ οὐδεὶς δοῦλος ἐγενήθη ποτέ Philem.95.2
; opp. νόμῳ (by convention), Philol.9, Archelaus ap.D.L.2.16, Pl.Grg. 482e, cf. Prt. 337d, etc.;τὰ μὲν τῶν νόμων ὁμολογηθέντα, οὐ φύντ' ἐστίν, τὰ δὲ τῆς φύσεως φύντα, οὐχ ὁμολογηθέντα Antipho Soph.44
Ai 32 (Vorsokr.5);ἅπας ὁ τῶν ἀνθρώπων βίος φύσει καὶ νόμοις διοικεῖται D.25.15
;τοὺς τῆς φ. οὐκ ἔστι λανθάνειν νόμους Men.Mon. 492
;οὐ σοφίᾳ, ἀλλὰ φύσει τινί Pl. Ap. 22c
;φ. μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν S.Ph.79
, cf. Pl.Phlb. 14c, etc.;φύσει πάντα πάντες ὁμοίως πεφύκαμεν καὶ βάρβαροι καὶ Ἕλληνες εἶναι Antipho Soph.44
Bii 10 (Vorsokr.5); φύσιν ἔχει c. inf., it is natural, κῶς φύσιν ἔχει πολλὰς μυριάδας φονεῦσαι (sc. τὸν Ἡρακλέα); Hdt.2.45, cf. Pl.R. 473a; οὐκ ἔχει φύσιν it is contrary to nature, ib. 489b; ;τὸ τόλμημα φύσιν οὐκ ἔχει Polem.Call.36
.IV in Philosophy:1 nature as an originating power,φ. λέγεται.. ὅθεν ἡ κίνησις ἡ πρώτη ἐν ἑκάστῳ τῶν φύσει ὄντων Arist.Metaph. 1014b16
;ὁ δὲ θεὸς καὶ ἡ φ. οὐδὲν μάτην ποιοῦσιν Id.Cael. 271a33
; ἡ δὲ φ. οὐδὲν ἀλόγως οὐδὲ μάτην ποιεῖ ib. 291b13;ἡ μὲν τέχνη ἀρχὴ ἐν ἄλλῳ, ἡ δὲ φ. ἀρχὴ ἐν αὐτῷ Id.Metaph. 1070a8
, cf. Mete. 381b5, etc.;φ. κρύπτεσθαι φιλεῖ Heraclit.123
;ἡ γοητεία τῆς φ. Plot.4.4.44
; φ. κοινή, the principle of growth in the universe, Cleanth.Stoic.1.126; as Stoic t.t., the inner fire which causes preservation and growth in plants and animals, defined as πῦρ τεχνικὸν ὁδῷ βαδίζον εἰς γένεσιν, Stoic.1.44, cf. 35, al., S.E.M.9.81; Nature, personified,χάρις τῇ μακαρίᾳ Φ. Epicur.Fr. 469
;Φ. καὶ Εἱμαρμένη καὶ Ἀνάγκη Phld. Piet.12
;ἡ κατωφερὴς Φ. Corp.Herm.1.14
.2 elementary substance,κινδυνεύει ὁ λέγων ταῦτα πῦρ καὶ ὕδωρ καὶ γῆν καὶ ἀέρα πρῶτα ἡγεῖσθαι τῶν πάντων εἶναι καὶ τὴν φ. ὀνομάζειν αὐτὰ ταῦτα Pl.Lg. 891c
, cf. Arist.Fr.52 (defined asτὴν πρώτην οὐσίαν.. ὑποβεβλημένην ἅπασι τοῖς γεννητοῖς καὶ φθαρτοῖς σώμασι Gal.15.3
);τῶν φύσει ὄντων τὰ στοιχεῖά φασιν εἶναι φύσιν Arist.Metaph. 1014b33
: pl., Epicur.Ep. 1p.6U., al.;ἄτομοι φ.
atoms,Democr.
ap. Diog.Oen.5, Epicur.Ep. 1p.7U.;ἄφθαρτοι φ. Phld.Piet.83
.3 concrete, the creation, 'Nature',ἀθανάτου.. φύσεως κόσμον ἀγήρων E.Fr. 910
(anap.);περὶ φύσεώς τε καὶ τῶν μετεώρων ἀστρονομικὰ ἄττα διερωτᾶν Pl.Prt. 315c
; περὶ φύσεως, title of works by Xenophanes, Heraclitus, Gorgias, Epicurus, etc.;[σοφία] ἣν δὴ καλοῦσι περὶ φύσεως ἱστορίαν Pl.Phd. 96a
;περὶ φ. ἀφοριζόμενοι διεχώριζον ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν λαχάνων τε γένη Epicr.11.13
(anap.); so later,ἡ φ. τὸ ὑπὸ ψυχῆς τῆς πάσης ταχθέν Plot.2.2.1
;τὰ στοιχεῖα τῆς φ. Corp.Herm.1.8
; αἱ δύο φ., i.e. heaven and earth, light and darkness, etc., PMag.Leid.W.6.42.4 Pythag. name for two, Theol.Ar.12.V as a concrete term, creature, freq. in collect. sense, θνητὴ φ. mankind, S.Fr. 590 (anap.), cf. OT 869 (lyr.); πόντου εἰναλία φ. the creatures of the sea, Id.Ant. 345 (lyr.);ὃ πᾶσα φ. διώκειν πέφυκε Pl.R. 359c
, cf. Plt. 272c; ἡ τῶν θηλειῶν φ. woman- kind (opp. τὸ ἄρρεν φῦλον) X.Lac.3.4: also in pl., S.OT 674, Pl.R. 588c, Plt. 306e, X.Oec.13.9; in contemptuous sense, αἱ τοιαῦται φ. such creatures as these, Isoc.4.113, cf. 20.11, Aeschin.1.191.b of plants or material substances,φ. εὐώδεις καρποφοροῦσαι D.S.2.49
;ὑγράν τινα φ. καπνὸν ἀποδιδοῦσαν Corp.Herm. 1.4
.VI kind, sort, species,ταύτην.. ἔχειν βιοτῆς.. φύσιν S.Ph. 165
(anap.);ἐκλέγονται ἐκ τούτων χρημάτων μίαν φ. τὴν τῶν λευκῶν Pl.R. 429d
; φ. [ἀλωπεκίδων] species, X.Cyn.3.1; natural group or class of plants, Thphr.HP6.1.1 (pl.).VII sex, θῆλυς φῦσα (prob. for οὖσα)κοὐκ ἀνδρὸς φύσιν S.Tr. 1062
, cf. OC 445, Th.2.45, Pl.Lg. 770d, 944d: hence, -
15 ἐνδύω
ἐνδύω or [full] ἐνδύνω ( ἐνδυνέω v.l. in Hdt.3.98), with [voice] Med.[full] ἐνδύομαι, [tense] fut. - δύσομαι: [tense] aor. 1 -εδυσάμην; [dialect] Ep. [tense] aor. or [tense] impf. - εδυσόμην: [tense] aor. 2 [voice] Act. - έδυν: [tense] pf. - δέδῡκα:I c. acc. rei vel loci, go into,1 of clothes, put on,ἔνδυνε χιτῶνα Il.2.42
; ;χιτῶν' ἐνδῦσα 5.736
;τιὡς θώρηκα ἐνδύνουσι Hdt.3.98
;ἐνδύντες τὰ ὅπλα Id.1.172
; τὴν σκευήν ib.24;πέπλον ἐνδύς S.Tr. 759
, etc.: [tense] pf. ἐνδέδῡκα, wear,κιθῶνας λινέους Hdt.2.81
, cf. 7.64, 9.22;λεοντῆν ἐνδέδυκα Pl. Cra. 411a
:—[voice] Med.,ἐν δ' αὐτὸς ἐδύσετο χαλκόν Il.2.578
, 11.16; ἐνδύεσθαι ὅπλα v.l. in Hdt.7.218;σκευάς Th.1.130
;ἐνδύσεται στολήν E.Ba. 853
: metaph.,ἐνδυόμενοι τόλμημα Ar.Ec. 288
; also τὸν Ταρκύνιον ἐνδύεσθαι assume the person of T., D.H. 11.5;τὸν καινὸν ἄνθρωπον Ep.Eph. 4.24
:—[voice] Pass., to be clothed in, have on,ἐσθῆτα ἐνδεδύσθαι Hp.Insomn. 91
, cf. Men.432.2 enter, press into, c. acc.,ἐν δέ οἱ ἦτορ δῦν' ἄχος ἄτλητον Il.19.367
; ἀκοντιστὺν ἐνδύσεαι thou wilt enter the contest (Aristarch. ἐσδύσεαι), 23.622;τὴν τοῦ Θερσίτου [ψυχὴν] πίθηκον ἐνδυομένην Pl.R. 620c
;εὔνοια ἐνδύεταί τινα Id.Lg. 642b
;ἔρως δεινὸς ἐνδέδυκέ τινος Id.Tht. 169c
; also ἐ. εἰς .. Ar.V. 1020, Arist.HA 609b21; εἰς τὴν ἐπιμέλειαν ἐνδῦναι enter upon it, undertake it, X.Cyr.8.1.12: abs., enter, Pl.Phd. 89d: c. dat., ἐ. ταῖς ψυχαῖς τῶν ἀκουόντων insinuate oneself into their minds, X.Cyr.2.1.13;τοῖς ταύροις τὸν οἶστρον ἐνδύεσθαι Plu.2.55e
, etc.; ἐνὶ χροῒ δύετο ῥινὸς ἐντυπάς Epic.inArch.Pap.7.3: [tense] pf.[voice] Pass., φυσικαῖς ἐνδεδυμένος αἰτίαις dub.in Plu.2.435f (leg. - δεδεμένος): abs., creep in, v.l. for ἐς-, Hdt.2.121.β'; ἐ. διά τινος
slip through,Plu.
2.38a, etc.II causal in [tense] pres. ἐνδύω, [tense] fut. - δύσω: [tense] aor. 1 - έδυσα:— put on another, clothe in, c. dupl. acc.,τὴν ἐξωμίδ' ἐνδύσω σε Ar.Lys. 1021
;ὃς ἐμὲ κροκόεντ' ἐνέδυσεν Id.Th. 1044
, cf. X.Cyr.1.3.3.2 clothe,ἐνδύουσι τὤγαλμα Hdt.2.42
;ἐὰν.. πένητα γυμνὸν ἐνδύσῃς Philem.176
; σύ με ἐνδέδυκας [prob. [pron. full] ῠ] PGiss.77.8 (ii A.D.).
См. также в других словарях:
τόλμημα — adventure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόλμημα — το, ατος 1. τολμηρή πράξη, ηρωισμός, παλικαριά: Παρασημοφορήθηκε για το τόλμημά του. 2. πράξη θράσους, αναίδειας: Ήταν τόλμημα που μίλησε έτσι στον υπουργό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τόλμημα — το, ΝΑ [τολμῶ] τολμηρή ενέργεια, θαρραλέα πράξη νεοελλ. (κατ επέκτ.) θρασεία πράξη αρχ. (σχετικά με λόγο) τολμηρή έκφραση … Dictionary of Greek
τόλμημ' — τόλμημα , τόλμημα adventure neut nom/voc/acc sg τόλμημι , τολμάω Bodl. Quarterly Record pres ind act 1st sg τόλμημαι , τολμάω Bodl. Quarterly Record pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμημάτων — τόλμημα adventure neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμήμασι — τόλμημα adventure neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμήμασιν — τόλμημα adventure neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμήματα — τόλμημα adventure neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμήματι — τόλμημα adventure neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμήματος — τόλμημα adventure neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμήμαθ' — τολμήματα , τόλμημα adventure neut nom/voc/acc pl τολμήματι , τόλμημα adventure neut dat sg τολμήματε , τόλμημα adventure neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)