-
1 τροπικά
τροπικόςof the solstice: neut nom /voc /acc plτροπικά̱, τροπικόςof the solstice: fem nom /voc /acc dualτροπικά̱, τροπικόςof the solstice: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 τροπικάς
τροπικά̱ς, τροπικόςof the solstice: fem acc pl -
3 τροπικος
3поворотныйτ. κύκλος Plat. — поворотный круг, тропик;
τὰ ζῴδια τροπικά Sext. — знаки зодиака;τροπικὰ σημεῖα Plut. — точки солнцеворота;αἱ τροπικαὴ ἡμέραι Arst. — дни солнцестояния -
4 τροπικός
τροπικός, 1) zur Wende, Wendung gehörig; κύκλος τροπικός, der Wendekreis, Plut. plac. phil. 2, 23; σημεῖα τροπικά, die Solstitialpunkte, Arist. meteor. 1, 6. – 2) in der Rhetorik, tropisch, figürlich, uneigentlich, vgl. Arr. Epict. 1, 29, 40.
-
5 τροπικός
A of the solstice, ὁ τ. (sc. κύκλος ) the tropic or solstice as marked on the sphere, Arist.Mete. 343a14 (with κύκλος, Jul.Or.4.147c); τ. χειμερινός, θερινός, Porph.Antr.21;ζῶναι Placit.3.11.4
; οἱ τ. (sc. κύκλοι) Arist.Mete. 345a6, 346a14, al., cf. Arat. 528, Plu.2.429f; τὰ τ. ζῴδια the signs of the zodiac in which the solstices and the equinoxes are situated, S.E.M.5.6; soτ. ζῷα Man.2.382
; and abs.,τροπικά Id.3.41
, 6.359; but used of Cancer and Capricorn only, opp. ἰσημερινά (Aries and Libra), Ptol.Tetr.31, etc.II Rhet., tropical, figurative, τ. λέξις a figurative expression, D.H.Th.23, etc.;τὸ ποιητικὸν καὶ τ. Phld.Rh.1.157
S.;αἱ τ.
tropes,Longin.
32.6. Adv.- κῶς Phld.Rh.1.154
S., Ath.3.76c.2 in Stoic Logic τροπικόν = συνημμένον ἢ διεζευγμένον ἀξίωμα (v.συνάπτω A. 111.3
, ), Stoic.2.77, al., Arr Epict.1.29.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροπικός
-
6 τροπικός
τροπικός, (1) zur Wende, Wendung gehörig; κύκλος τροπικός, der Wendekreis; σημεῖα τροπικά, die Solstitialpunkte; (2) in der Rhetorik: tropisch, figürlich, uneigentlich
См. также в других словарях:
τροπικά — τροπικός of the solstice neut nom/voc/acc pl τροπικά̱ , τροπικός of the solstice fem nom/voc/acc dual τροπικά̱ , τροπικός of the solstice fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπικάς — τροπικά̱ς , τροπικός of the solstice fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίρρημα — Άκλιτο μέρος του λόγου, το οποίο τοποθετείται δίπλα σε ένα ρήμα, επίθετο, ουσιαστικό ή ένα άλλο ε. τροποποιώντας την έννοιά τους (π.χ. βαδίζω αργά, πολύ ωραίος, η κάτω συνοικία, κάπως καλύτερα). Πρόκειται για σύνθετη λέξη, από την πρόθεση επί και … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
θερμοκήπιο — Στεγασμένος και περιφραγμένος χώρος με προορισμό να προφυλάξει από το χειμερινό ψύχος τα καρποφόρα και καλλωπιστικά φυτά που δεν αντέχουν στην ύπαιθρο ή για να εξασφαλίσει τεχνητά για μερικά τροπικά είδη οικολογικές συνθήκες όμοιες με εκείνες που … Dictionary of Greek
τροπικός — ή, ό / τροπικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τροπές τού ηλίου, στα ηλιοστάσια 2. φρ. «τροπικοί κύκλοι» ή, απλώς, «οι τροπικοί» (αστρον.·γεωγρ.) οι δύο κύκλοι τής Γης πουτροπικός βρίσκονται εκατέρωθεν τού ισημερινού σε… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
επίφυτα — Χλωροφυλλούχα φυτά. Φύονται επάνω σε άλλα φυτά, κυρίως δέντρα, χωρίς να παρασιτούν, δηλαδή δεν απομυζούν από αυτά θρεπτικές ουσίες, αλλά τα χρησιμοποιούν μόνο ως υποστήριγμα. Ιδιαίτερα, ε. ονομάζονται εκείνα τα φυτά που, επειδή δεν έχουν καμιά… … Dictionary of Greek
σανσεβιέρια — Γένος φυτών της οικογένειας των Λειριιδών ή Λιλιιδών (μονοκοτυλήδονα), που περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη, όλα τροπικά (Αφρική, Ινδία). Τα φυτά αυτά διακρίνονται ιδιαίτερα για τα κομψά, σκληρά, όρθια φύλλα τους, με τις ωραίες λευκές ή κίτρινες… … Dictionary of Greek
Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική … Dictionary of Greek