-
1 τρέλ(λ)α
-
2 τρέλ(λ)α
-
3 τρελ(λ)ός
-
4 τρελ(λ)ός
-
5 τρελ(λ)ά
επίρρ. безумно, до безумия -
6 τρελ(λ)ά
επίρρ. безумно, до безумия -
7 τρελ(λ)αίνω
(αόρ. (ε)τρέλανα, παθ. αόρ. τρελάθηκα) μετ. сводить с ума (тж. перен.);§ τρελ(λ)αίνω κάποιον στο ( — или απ' τό) ξύλο — избивать до полусмерти;
τρελ(λ)αίνομαι — сходить с ума;
τρελ(λ)αίνομαι γιά κάποιον (κάτι) — безумно любить кого-л. (что-л.)' сходить с ума по ком-л. (по чему-л.)
-
8 τρελ(λ)αίνω
(αόρ. (ε)τρέλανα, παθ. αόρ. τρελάθηκα) μετ. сводить с ума (тж. перен.);§ τρελ(λ)αίνω κάποιον στο ( — или απ' τό) ξύλο — избивать до полусмерти;
τρελ(λ)αίνομαι — сходить с ума;
τρελ(λ)αίνομαι γιά κάποιον (κάτι) — безумно любить кого-л. (что-л.)' сходить с ума по ком-л. (по чему-л.)
-
9 τρελ(λ)αμάρα
η см. τρέλ(λ)α -
10 τρελ(λ)άρας
ο, τρελ(λ)άρα η безум|ец, -ная -
11 τρελ(λ)αμάρα
η см. τρέλ(λ)α -
12 τρελ(λ)άρας
ο, τρελ(λ)άρα η безум|ец, -ная -
13 τρελ(λ)οκομείο
τό1) сумасшедший дом; 2) разг сумасшедший -
14 τρελ(λ)οκομείο
τό1) сумасшедший дом; 2) разг сумасшедший
См. также в других словарях:
ζουρλαμάρα — η παραφροσύνη, τρέλα, παλαβομάρα, ανοησία. [ΕΤΥΜΟΛ. ζουρλός + κατάλ. (α)μάρα* (πρβλ. βουβ αμάρα, σαχλ αμάρα, τρελ αμάρα, χαζο μάρα). Ο τ. ζουρλαμάδα < ζουρλαμάρα με επίδραση τών παραγώγων σε άδα (ασκημ άδα, νοστιμ άδα, χλομ άδα κ.τ.ό.)] … Dictionary of Greek
τεμπελάδικο — το, Ν τεμπελχανείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεμπέλης + κατάλ. άδικο (πρβλ. τρελ άδικο)] … Dictionary of Greek
τρελάδικο — και παλ. τ. τρελλάδικο, το, Ν τρελοκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρελ(λ)ός + κατάλ. άδικο (πρβλ. σκυλ άδικο)] … Dictionary of Greek
τρελάρας — ο, θηλ. τρελάρα, παλ. τ. τρελλάρας, θηλ. τρελάρα, Ν 1. άτομο που κάνει τρέλες, παλαβιάρης 2. το θηλ. τρελάρα τρέλα («αυτός με την τρελάρα του γεμίζει την κοιλάρα του», παροιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το θηλ. τρελάρα < τρελ(λ)ός + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ.… … Dictionary of Greek
τρελαίνω — και παλ. τ. τρελλαίνω Ν [τρελ (λ)ός] 1. κάνω κάποιον τρελό, κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του («ο χαμός τού παιδιού της τήν τρέλανε») 2. βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον πάρα πολύ, κάνω κάποιον να υποφέρει πολύ («τήν τρέλανε στο ξύλο») 3. κάνω… … Dictionary of Greek
τρελαμάρα — και παλ. τ. τρελλαμάρα, η, Ν 1. παραφροσύνη, τρέλα 2. απερίσκεπτη πράξη, παραλογισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρελ(λ)ός + κατάλ. (α)μάρα (πρβλ. σαχλ αμάρα)] … Dictionary of Greek
τρελούτσικος — και παλ. τ. τρελλούτσικος, η, ο, Ν (κυριολ. και μτφ.) ο λίγο τρελός, παλαβούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρελ(λ)ός + υποκορ. κατάλ. ούτσικος (πρβλ. ασχημ ούτσικος)] … Dictionary of Greek