Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το+φαγητό

  • 101 почка

    θ.
    μπουμπούκι μάτι, οφθαλμός•

    пустить -и βγάζω μπουμπούκια, μπουμπουκιάζω.

    θ.
    1. νεφρό•

    правая, левая почка δεξιό, αριστερό νεφρό•

    воспаление почек η νεφρίτιδα•

    камни в -ах πέτρες στα νεφρά.

    2.πλθ. τα νεφρά (φαγητό).

    Большой русско-греческий словарь > почка

  • 102 пресный

    επ., βρ: -сен, -сна, -ско.
    1. άνοστος, ανούσιος•

    -ая пища άνοστη τροφή•

    -ое блюдо άνοστο φαγητό.

    2. μτφ. ανάλατος, άνοστος, γλυκανάλατος, άχαρος•

    -ые остроты άχαρες εξυπνάδες, άνοστα έξυπνα.

    3. του γλυκού νερού•

    -ое озеро λίμνη του γλυκού νερού•

    -ая вода το γλυκό νερό (ως αντώνυμο του αρμυρού, θαλασινού).

    || άζυμος•

    пресный хлеб άζυμο ψωμί.

    Большой русско-греческий словарь > пресный

  • 103 приесть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приеденный, βρ: -ден, -а, -о
    κατατρώγω, τρώγω ως το τέλος, όλο.
    βαριέμαι να τρώγω συνέχεια το ίδιο φαγητό. || μτφ. μπουχτίζω.

    Большой русско-греческий словарь > приесть

  • 104 приторный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    1. λιγουδιαστικός•

    -ое блюдо λιγουδιαστικό φαγητό•

    -ая конфета λιγουδιαστική καραμέλα.

    2. μτφ. παρατραβηγμένος, αηδιαστικός, άχαρος•

    -ая улыбка παρατραβηγμένο χαμόγελο•

    -ые комплименты παρατραβηγμένα κοπλιμέντα.

    Большой русско-греческий словарь > приторный

  • 105 пробовать

    -бут, -буешь
    ρ.δ.
    1. δοκιμάζω•

    пробовать свой силы δοκιμάζω τις δυνάμεις μου.

    || γεύομαι•

    пробовать вино, кушанье δοκιμάζω το κρασί, το φαγητό.

    2. αποπειρώμαι, επιχειρώ•

    пробовать писать стихи δοκιμάζω να γράψω ποιήματα.

    δοκιμάζω.

    Большой русско-греческий словарь > пробовать

  • 106 проесть

    ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проеденный, βρ: -ден, -а, -ο
    ρ.σ.μ.
    1. τρωγαλιζω, ροκανίζω, τρώγω• τρυπώ•

    мыщи -ли пол τα ποντίκια τρύπησαν το πάτωμα.

    || διαβιβρώσκω•

    ржавчина -ла железо η σκουριά έφαγε το σίδερο.

    2. δαπανώ, ξοδεύω• σπαταλώ•

    он -ел все деньги αυτός έφαγε όλα τα χρήματα.

    3. τρώγω•

    он -ел целый час αυτός έφαγε ολόκληρη ώρα.

    εκφρ.
    зубы проестьβλ. στη λ. съесть.
    ξοδεύω στο φαγητό• τρώγω όλα τα χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > проесть

  • 107 прохладить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прохлажденный, βρ: -ден, -дена, -дено; ρ.σ.μ. παλ. κρυώνω, ψύχω•

    прохладить кушанье κρυώνω το φαγητό.

    δροσίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > прохладить

  • 108 пшённик

    а α. φαγητό με κύριο συστατικό το κεχρί.

    Большой русско-греческий словарь > пшённик

  • 109 разговеться

    -гось, -еешься
    ρ.σ. τρώγω νηστίσιμο φαγητό. || μτφ. παλ. καλοσκαιρίζω, δοκιμάζω τον πρώτο ώριμο καρπό.

    Большой русско-греческий словарь > разговеться

  • 110 расправиться

    -влюсь, -вишься
    ρ.σ.
    1. ξοφλώ, διακανονίζω τους λογαριασμούς, ξεμπερδεύω, ξεκάνω, εξοντώνω• θανατώνω.
    2. μτφ. τρώγω εντελώς, το καταφέρω (για πολύ φαγητό).

    Большой русско-греческий словарь > расправиться

  • 111 ресторанный

    επ.
    του εστιατορίου•

    ресторанный обед φαγητό εστιατορίου.

    Большой русско-греческий словарь > ресторанный

  • 112 рот

    рта, προθ. о рте, во рту α.
    1. στόμα•

    рот большой рот μεγάλο στόμα•

    маленький рот στοματάκι•

    открывать рот ανοίγω το στόμα•

    закрывать рот κλείνω το στόμα•

    во рту у меня горько το στόμα μου είναι πικρό•

    прополоскать рот ξεπλένω το στόμα•

    дышать ртом αναπνέω με το στόμα.

    2. μτφ. (απλ.) άτομο, μέλος οικογένειας•

    мне надо восемь ртов прокормить εγώ πρέπει να θρέψω οχτώ άτομα.

    εκφρ.
    зажать (замазать, заткнутьκ.τ.τ.) рот кому βουλώνω, κλείνω το στόμα κάποιου (υποχρεώνω να σιγήσει)•
    открыть (раскрыть) рот – α) ανοίγω το στόμα (μιλώ, λύνω τη σιωπή), β) θαυμάζω, μένω έκθαμβος, με ανοιχτό το στόμα•
    смотреть (глядеть) в рот кому – α) κοιτάζω στο στόμα κάποιου, β) ακούω προσεχτικά, κρέμομαι από το στόμα ή τα χείλη κάποιου•
    в рот не брать – δε βάζω στο στόμα (φαγητό ή πιοτό)•
    в рот не возьмшь – δεν το βάζεις στο στόμα (ως άνοστο)•
    в рот нейдт – δε μου κατεβαίνει (στο λαιμό),• δε μου τραβάει (να φάγω ή να πιώ)•
    во весь – με όλη τη δύναμη της φωνής, στη διαπασών•
    рот не сметь рта разинуть (открыть, раскрыть) – δεν τολμώ
    ανοίξω το στόμα (να μιλήσω)•
    мимо рта прошло – πέρασε πολύ σιμά, όμως απ έξω (ανεπιτυχώς)•
    разжевать и в рот положить – δίνω μασημένη την τροφή (εξηγώ λεπτομερέστατα)•
    хлопот полон рот – φροντίδες πάρα πολλές, με•
    то – παραπάνω.

    Большой русско-греческий словарь > рот

  • 113 рубец

    -бца α.
    1. η κοψιά.
    2. γρατσουνιά• ο μώλωπας (ίχνη δαρσίματος, αποτυπώματα).
    3. ραφή εξέχουσα.
    4. προστόμαχος, πρόλοβος.
    5. ο πατσάς (φαγητό).

    Большой русско-греческий словарь > рубец

  • 114 рулет

    α.
    κρέας ψαχνό κυκλοτερές. || φαγητό κυκλοτερού σχήματος. || γλύκισμα κυ-κλοτερού σχήματος.

    Большой русско-греческий словарь > рулет

  • 115 румянить

    -ню, -нишь
    ρ.δ.μ.
    1. κοκκινίζω•

    румянить мороз -ит щки η παγωνιά κοκκινίζει τα μάγουλα.

    2. βάζω κοκκινάδι, βάφω•

    румянить себе щки βάφω τα μαγουλά μου•

    заря -ит небо η αυγή ροδίζει τον ουρανό.

    1. κοκκινίζω•

    лицо -лось το πρόσωπο κοκκίνισε•

    румянить от застенчивости κοκκινίζω από ντροπή.

    2. βάφομαι, βάζω κοκκινάδι.
    3. ροδίζω•

    небо -ится ο ουρανός ροδίζει.

    4. (για φαγητό) κοκκινίζω (καλοψήνομαι).

    Большой русско-греческий словарь > румянить

  • 116 рыбный

    επ.
    του ψαριού• από ψάρι•

    -ая кость ψαροκόκκαλο•

    рыбный запах μυρουδιά ψαριού•

    рыбный рынок ιχθυαγορά, ψαροπάζαρο, τα ψαράδικα•

    рыбный магазин ψαράδικο, ιχθυοπωλείο•

    -ая промышленность ιχθυοβιομηχανία•

    рыбный сэдок ιχθυοτροφείο•

    -ые котлеты ψαροκεφτέδες•

    рыбный пирог ψαρόπιτα.

    ουσ. -ое ουδ. φαγητό με ψάρι. || ιχθυώδης, γεμάτος ψάρια. || ψαρολερωμένος-рыбныйые руки ψαρολερωμένα χέρια.

    Большой русско-греческий словарь > рыбный

  • 117 селянка

    βλ. παλ. • селянин, -янка.
    κ. солянка, -и θ.
    πηχτή ψαρόσουπα ή κρεατόσουπα. || φαγητό γιαχνί με κραμ-βολάχανο.

    Большой русско-греческий словарь > селянка

  • 118 смак

    -а (-у) α. ευχαρίστηση από νόστιμο φαγητό. || μτφ. ικανοποίηση.

    Большой русско-греческий словарь > смак

  • 119 снедь

    θ.
    1. παλ. έδεσμα, φαγητό, τροφή.
    2. αθρσ. εδέσματα, φαγητά

    Большой русско-греческий словарь > снедь

  • 120 собрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. собрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. собранный, βρ: -ран, -а κ. -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω, συνάζω•

    собрать людей συγκεντρώνω τους ανθρώπους•

    собрать стадо у колодца μαζεύω το κοπάδι στο πηγάδι•

    собрать в кучу συσσωρεύω•

    собрать грибы μαζεύω μανιτάρια•

    собрать сведения συγκεντρώνω πληροφορίες.

    2. τακτοποιώ• ετοιμάζω•

    собрать чемодан ετοιμάζω τη βαλίτσα-- в дорогу ετοιμάζω τα απαραίτηταγια το δρόμο. собрать обед ετοιμάζω το γεύμα•

    собрать стол στρώνω το τραπέζι (για φαγητό).

    4. διπλώνω, πτυχώνω• ρυτιδώνω.
    5. συναρμολογώ, μοντάρω.
    6. συλλέγω•

    собрать коллекцию марок συλλέγωγραμματόσημα.

    7. συγκομίζω•

    собрать огурцы μαζεύωαγγουράκια•

    собрать виноград μαζεύω σταφύλια (τρυγώ)•

    собрать урожай μαζεύω τη σοδειά.

    8. εντείνω•

    собрать все свой силы συγκεντρώνω όλες μουτις δυνάμεις.

    1. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, συνάζομαι, μαζεύομαι,• συνέρχομαι. || συρρέω, προσέρχομαι, προστρέχω.
    2. συλλέγομαι.
    3. διπλώνομαι• ρυτιδώνομαι.
    4. ετοιμάζομαι (για δρόμο, ταξίδι, κυνήγι κλπ.). || σκοπεύω, προτίθεμαι•

    мой брат -лся жениться ο αδερφός μου σκοπεύει να παντρευτεί.

    5. εξασφαλίζομαι•

    собрать с деньгами εξασφαλίζομαι από χρήματα•

    собрать со средствами εξασφαλίζομαι από μέσα.

    6. εντείνω (τις δυνάμεις κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    собрать с духом – α) παίρνωανάσα, ξεκουράζομαι από το τρέξιμο, β) αναθαρρώ, ανακτώ το θάρρος• συνέρχομαι•
    собрать с мыслями – συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω τη σκέψη μου.

    Большой русско-греческий словарь > собрать

См. также в других словарях:

  • φαγητό — φαγητό, το και φαητό, το και φαγί, το και φαΐ, το 1. καθετί που τρώγεται, ό,τι τρώει κανείς, η μαγειρεμένη τροφή: Τρώει όλα τα φαγητά. 2. το να τρώει κανείς, το γεύμα, το δείπνο: Ο χορός μετά το φαγητό. 3. η όρεξη για φαγητό: Εχάθηκεν ο ύπνος της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαγητό — το / φαγητόν, ΝΜ, και φαητό Ν καθετί που τρώγεται, έδεσμα, φαΐ νεοελλ. 1. γεύμα ή δείπνο («θα φύγουν μετά το φαγητό») 2. η όρεξη για φαγητό («εχάθηκεν ο ύπνος της κι εκόπη το φαητό της», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ρ. ἐσθίω… …   Dictionary of Greek

  • δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • άριστον — ἄριστον, το (AM) το μεσημβρινό φαγητό (σε μτγν. εποχή, όταν το πρόγευμα το αποκαλούσαν «ἀκράτισμα») αρχ. το πρωινό φαγητό, το πρόγευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τ. *αιερι δ τον < (τοπικό) *άρι (συνηρημένος τ. του *αίερι, ήρι «ενωρίς») + μηδενισμένη… …   Dictionary of Greek

  • αγιοζούμι — Ζουμί με αλεύρι και λίγο λάδι, που προσφέρεται ως τροφή στους δόκιμους μοναχούς. Στη βυζαντινή εποχή α. έλεγαν ένα φαγητό που περιείχε πολλά κρεμμύδια και το οποίο παρασκεύαζαν στα μοναστήρια κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Το α. αναφέρει και ο… …   Dictionary of Greek

  • λαπαδιάζω — 1. βράζω το φαγητό, και ειδικά το ρύζι, τόσο ώστε να χυλώσει, κάνω το φαγητό λαπά 2. (αμτβ.) γίνομαι λαπάς («το φαγητό λαπάδιασε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαπαδ (λαπάδες) τού λαπάς + κατάλ. ιάζω (πρβλ. παράς [παράδες]: ξεπαραδ ιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • νηστεία — Η εθελοντική ή υποχρεωτική αποχή από την τροφή γενικά ή από ορισμένες τροφές. Ο όρος χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει κυρίως την εθελοντική αποχή από ορισμένες τροφές (ιδιαίτερα λιπαρές) για θρησκευτικούς λόγους. Η ν. ως… …   Dictionary of Greek

  • πρόγευμα — το, ΝΜ [προγεύομαι] το πρωινό φαγητό, κολατσιό νεοελλ. (παλαιότερα) το μεσημεριανό φαγητό σε αντιδιαστολή προς το δείπνο μσν. ο χρόνος κατά τον οποίο λαμβάνεται το πρωινό φαγητό, το πρωί …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»