-
21 дежурный
дежу́р||ный1. прил τής ὑπηρεσίας, ἐφημερεύων, \дежурныйный врач ὁ ἐφημερεύων ίατρός· \дежурныйная аптека τό δια-νυκτερεΰον φαρμακείο· ◊ \дежурныйное блюдо τό φαγητό τής ήμέρας12. м ὁ τής ὑπηρεσίας:\дежурныйный по станции ὁ σταθμάρχης τής ὑπηρεσίας. -
22 деликатес
деликатесм ὁ ἐκλεκτός μεζές, τό νό-στιμο[ν] φαγητό[ν]. -
23 доедать
доедатьнесов ἀποτρωγω, τελειώνω τό φαγητό. -
24 еда
едаж1. (пища) ἡ τροφή·2. (обед, завтрак, ужин) τό γεύμα, τό φαγητό(ν), τό φαγί:во время еды τήν ὠρα τοϋ φαγητού· аппетит приходит во время еды ἡ ὀρεξη ἐρχεται τρώγοντας. -
25 заправлять
заправ||лятьнесов1. (пишу) καρυκεύω τό φαγητό[ν]·2. (керосиновую лампу) ἐτοιμάζω τήν λάμπα·3. (машину и т. ἡ.) ἐφοδιάζω μέ καύσιμη ὕλη·4. (всовывать) βάζω, χώνω:\заправлятьлить рубашку в брюки χώνω τό πουκάμισο στό παντελόνι·5. (управлять) разг διευθύνω τις ὑποθέσεις, κρατῶ τά κλειδιά στά χέρια μου, κόβω καί ράβω. -
26 кушанье
ку́ша||ньес τό φαγητό[ν], τό φαί. -
27 неаппетитный
неаппети́тн||ыйприл ἀνοστος / перен ἀντιπαθητικός, ἀποκρουστικός:\неаппетитныйая еда ἄΥοστο φαγητό· \неаппетитный вид ἀποκρουστική ὅψη. -
28 несъедобный
несъедобныйприл πού δέν τρώγεται, μή φαγώσιμος, μή ἐδώδιμος:\несъедобный обед φαγητό πού δέν τρώγεται· \несъедобный гриб μή ἐδώδιμο μανιτάρι. -
29 нетронутый
нетро́нут||ыйприл1. ἄθικτος, ἀνέπαφος, ἄγγιχτος / παρθένος, χέρσος (о природе, снеге и т. п.):\нетронутыйая еда ἀνέπαφο φαγητό·2. перен (чистый, целомудренный) ἀμόλυντος, ἀμίαντος, ἀκηλίδωτος. -
30 первое
первоес (блюдо) ἡ σούπα, τό πρώτο (φαγητό):что на \первое? τί σούπα σερβίρεται;, ποιό εἶναι τό πρώτο; -
31 приготавливать
приготавливатьнесов1. προπαρασκευάζω, ἐτοιμάζω, προετοιμάζω·2. (пищу) μαγειρεύω, ἐτοιμάζω φαγητό. -
32 разогревать
разогреватьнесов, разогреть сов ζεσταίνω, θερμαίνω/ ξαναζεσταίνω (кушанье):\разогревать обед (ξανα)ζεσταίνω τό φαγητό. -
33 рано
рано1. нареч νωρίς, ἐνωρίς/ πρόω-ρα [-ως] (преждевременно):\рано у́тром πολύ πρωΐ, (ἐ)νωρίς· \рано вечером τό ἀπόγευμα· \рано вставать ξυπνώ (или σηκώνομαι) πολύ πρωί· он \рано у́мер πέθανε πρόωρα·2. предик безл εἶναι πολύ νωρίς, δέν εἶναι ἀκόμη ὠρα:еще \рано обедать εἶναι νωρίς ἀκόμα γιά φαγητό· ◊ \рано или поздно ἀργά ἡ γρήγορα. -
34 стол
столм1. τό τραπέζι, ἡ τράπεζα:письменный \стол τό γραφείο· ломберный \стол τό πράσινο τραπέζι· обеденный \стол τό τραπέζι τοῦ φαγητοῦ· накрывать (на) \стол στρώνω τό τραπέζι· убирать со \стола σηκώνω τό τραπέζι·2. (о питании) τό φα· γητό/ ἡ κουζίνα (кухня):\стол и квартира φαγητό καί κατοικία· диетический \стол ἡ διαιτητική κουζίνα·3. (бюро) τό τμήμα:\стол заказов τμήμα παραγγελιών адресный \стол τό γραφείο διευθύνσεων, ἡ ὑπηρεσία διευθύνσεων. -
35 трапеза
трапез||аж книжн. τό τραπέζι, τό γεῦμα:сесть за \трапезау κάθομαι στό τραπέζι· делить \трапезау с кем-л. μοιράζομαι μέ κάποιον τό φαγητό μου. -
36 употреблять
употреб||лятьнесов в разн. знач. μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ:\употреблятьл ять деньги на что́-л. χρησιμοποιώ τά χρήματα γιά κάτι· \употреблятьлять непонятное слою μεταχειρίζομαι ἀκατάληπτη λεξη· \употреблятьля́ть что́-л. в пи́щу μεταχειρίζομαι κάτι στό φαγητό· \употреблятьлять (доверие) во зло́ ἐκμεταλλεύομαι τήν ἐμπιστοσύνη γιά κακούς σκοπούς· \употреблятьлять все средства μεταχειρίζομαι (или χρησιμοποιώ) ὅλα τά μέσα \употреблятьлиться χρη-σηιοποιούμαι:это слово теперь не \употреблятьля-ется αὐτή ἡ λέξη δέν χρησιμοποιείται πλέον. -
37 διαιτητικός
[диэтитикос] еж. диетический (για φαγητό)Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαιτητικός
-
38 всухомятку
[φσουχαμγιάτκου] εκίρ. στεγνά (για φαγητό) -
39 всухомятку
[φσουχαμγιάτκου] επίρ στεγνά (για φαγητό) -
40 кушанье
[κούσαν'ιε] ουσ ο φαγητό
См. также в других словарях:
φαγητό — φαγητό, το και φαητό, το και φαγί, το και φαΐ, το 1. καθετί που τρώγεται, ό,τι τρώει κανείς, η μαγειρεμένη τροφή: Τρώει όλα τα φαγητά. 2. το να τρώει κανείς, το γεύμα, το δείπνο: Ο χορός μετά το φαγητό. 3. η όρεξη για φαγητό: Εχάθηκεν ο ύπνος της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαγητό — το / φαγητόν, ΝΜ, και φαητό Ν καθετί που τρώγεται, έδεσμα, φαΐ νεοελλ. 1. γεύμα ή δείπνο («θα φύγουν μετά το φαγητό») 2. η όρεξη για φαγητό («εχάθηκεν ο ύπνος της κι εκόπη το φαητό της», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ρ. ἐσθίω… … Dictionary of Greek
δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
άριστον — ἄριστον, το (AM) το μεσημβρινό φαγητό (σε μτγν. εποχή, όταν το πρόγευμα το αποκαλούσαν «ἀκράτισμα») αρχ. το πρωινό φαγητό, το πρόγευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τ. *αιερι δ τον < (τοπικό) *άρι (συνηρημένος τ. του *αίερι, ήρι «ενωρίς») + μηδενισμένη… … Dictionary of Greek
αγιοζούμι — Ζουμί με αλεύρι και λίγο λάδι, που προσφέρεται ως τροφή στους δόκιμους μοναχούς. Στη βυζαντινή εποχή α. έλεγαν ένα φαγητό που περιείχε πολλά κρεμμύδια και το οποίο παρασκεύαζαν στα μοναστήρια κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Το α. αναφέρει και ο… … Dictionary of Greek
λαπαδιάζω — 1. βράζω το φαγητό, και ειδικά το ρύζι, τόσο ώστε να χυλώσει, κάνω το φαγητό λαπά 2. (αμτβ.) γίνομαι λαπάς («το φαγητό λαπάδιασε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαπαδ (λαπάδες) τού λαπάς + κατάλ. ιάζω (πρβλ. παράς [παράδες]: ξεπαραδ ιάζω)] … Dictionary of Greek
νηστεία — Η εθελοντική ή υποχρεωτική αποχή από την τροφή γενικά ή από ορισμένες τροφές. Ο όρος χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει κυρίως την εθελοντική αποχή από ορισμένες τροφές (ιδιαίτερα λιπαρές) για θρησκευτικούς λόγους. Η ν. ως… … Dictionary of Greek
πρόγευμα — το, ΝΜ [προγεύομαι] το πρωινό φαγητό, κολατσιό νεοελλ. (παλαιότερα) το μεσημεριανό φαγητό σε αντιδιαστολή προς το δείπνο μσν. ο χρόνος κατά τον οποίο λαμβάνεται το πρωινό φαγητό, το πρωί … Dictionary of Greek