-
41 plac
μέρος -
42 сторона
сторон||аж1. (направление) ἡ κατεύ-θυνση [-ις], τό μέρος, ἡ μεριά:в \сторонае́ леса προς τό μέρος τοῦ δάσους· пойти в разные стороны πηγαίνω σέ διαφορετικές κατευθύνσεις·2. (местность, страна) ὁ τόπος, τό μέρος:родная \сторона ἡ πατρίδα, ἡ γενέτειρα· чужая \сторона ὁ ξένος τόπος·3. (бок, боковая часть, пространство сбоку от чего-л.) τό πλευρό[ν], ἡ πλευρά, τό πλάι:πο эту (ту) сторону ἀπό αὐτή (άπό τήν ἄλλη) μεριά· по обе \сторонаы дороги ἀπό τίς δύο πλευρές τρῦ δρόμου· со всех сторон ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· в \сторонае́ παραπέρα, στό πλάϊ, κατά μέρος· смотреть со \сторонаы κοιτάζω ἀπό μακριά· смотреть на себя со \сторонаы φαντάζομαι τήν είκόνα πού παρουσιάζω· уклониться в сторону παρεκκλίνω· отложить что́-л. в сторону βάζω κατά μέρος·4. (поверхность предмета) ἡ πλευρά, ἡ ἐπιφάνεια, ἡ Οψη [-ις]:лицевая \сторона материи ἡ ὅψη (или ἡ καλή) ὑφάσματος· обратная \сторона медали прям., перен ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ νομίσματος·5. (в споре, в процессе и т. п.) τό μέρος, ἡ πλευρά:противная \сторона τό ἀντίθετο μέρος, ἡ ἀντίδικος πλευρά· привлекать на свою сторону προσελκύω μέ τό μέρος μου· стать на чью-л. сторону παίρνω τό μέρος κάποιου· Высокие договаривающиеся стороны дипл. οἱ 'Υψηλοί Συμβαλλόμενοι, τά 'Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη·6. (точка зрения) ἡ ἀποψη, ἡ πλευρά:рассмотреть вопрос со всех сторон ἐξετάζω τό ζήτημα ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· ◊ с моей \сторонаы ἐκ μέρους μου, ἀπό μέρους μου· это очень ми́ло с твоей \сторонаы εἶναι πολύ εὐγενικό ἐκ μέρους σου· ни с той, ни с другой \сторонаы ὁὔτε ἀπ' τό ἕνα ὁὔτε ἀπό τό ἄλλο μέρος· с одной \сторонаы... с другой \сторонаы... ἀφ' ἐνός μέν... ἀφ' ἐτερου δέ..., ἀπ' τή μιά μεριά..., ἀπ' τήν ἄλλη...· родственник со \сторонаы матери συγγενής ἐκ μητρός· держаться в \сторонае́ μένω οὐδέτερος, δέν ἀνακατεύομαι· оставить в \сторонае что-л. ἀφήνω κάτι κατά μέρος· отпустить на все четыре \сторонаы διώχνω νά πάει ὅπου θέλει· узнать что-л, \сторонаой μαθαίνω κάτι Εμμεσα· шутки в сторону! τ' ἀστεία κατά μέρος, ἄσε τ' ἀστεία! -
43 сторона
-ы, αιτ. сторону, πλθ. стороны, -рон, -ам θ.1. πλευρό, πλευρά, μέρος•в -у леса προς το μέρος του δάσους•
со -ы поля από το μέρος του χωραφιού•
разойтитесь в разные -ы διαλυθείτε (φύγετε) προς διάφορες κατευθύνσεις.
|| το πλάι•смотреть в -у κοιτάζω στο πλάι•
в -е στο πλάι, δίπλα.
|| σημείο, σημάδι•-ы горизонта τα σημεία του ορίζοντα.
2. τόπος, μέρος• τοποθεσία• περιοχή• χώρα•родная сторона η γενέτειρα•
чужая сторона ξένος τόπος, η ξενιτειά, τα ξένα.
3. μτφ. άκρη, μπάντα, αμεθεξία•держаться в -έ κάθομαι στην άκρη, αμέτοχος, απέχω.
|| μτφ. (με την πρόθεση «С») από τα έξω•со -ы виднее, кто прав απ έξω φαίνεται καλύτερα, ποιος έχει δίκαιο•
посмотреть со -ы κοιτάζω απ έξω.
4. επιφάνεια, όψη, πλευρά•лицевая сторона πρόσοψη, φάτσα• η καλή μεριά, η όρθα.
|| μτφ. άποψη•художественная сторона спектакля η καλλιτεχνική πλευρά του θεάματος•
юридиче-скэя сторона дела η νομική πλευρά της υπόθεσης.
5. ομάδα•враждующие -ы οι εχθρικές πλευρές•
договаривающие -ы τα συμβαλλόμενα μέρη.
6. επίρ. -ой παρακάμπτοντας, προσπερνώντας• κοντά, έξω απο, εκτός.7. (μαθ.) πλευρά•-ы треугольника οι πλευρές του τριγώνου.
εκφρ.в -е от кого – ξεχωριστά απο, ιδιαίτερα•в -у – κατηγ. α) αποφεύγω, παρακάμπτω, αντιπαρέρχομαί. β) κατά μέρος, στην μπάντα (για κάτι ασήμαντο), γ) χώρια, κατά μέρος•на -у – σε ξένους (πουλώ κ.τ.τ.)• со -ы από άποψη, πλευρά•обсудить со всех -он – συζητώ (εξετάζω) απ όλες τις πλευρές•с вашей -ы – από την πλευρά σας•дядя со -ы отца – θείος από τον πατέρα•с одной -ы..., с другой -ы... – από τη μια πλευρά..., από την άλλη πλευρά... ή αφ ενός..., αφ ετέρου...• узнать -ой μαθαίνω εξώδικα•быть на -е – είμαι με το μέρος (κάποιου)•принять (орать, взять) -у чью – παίρνω το μέρος κάποιου•идти (отправляться, убирать(ся) на все четыре стороны – πηγαίνω όπου θέλω, όπου μου γουστάρει•смотреть (глядеть) по -ам – περιφέρω το βλέμμα μου. -
44 часть
част||ьж1. (доля целого) τό μέρος, τό τμήμσ, τό μερίδιο[ν], τό κομμάτι[ον], ἡ μερίδα [-ίς]:\часть вдания τό μέρος τοῦ κτιρίου· \частьи тела τά μέρη τοῦ σώματος· \частьи машины τά μέρη τής μηχανής· запасные \частьи τά ἀνταλλακτικά· большая \часть τό μεγαλύτερο μέρος· меньшая \часть τό μικρότερο μέρος, τό μικρότερο μερίδιο· составная \часть τό ὁργανικό μέρος· \частьи света οἱ πέντε ήπειροι· \часть публики ἕνα μέρος τοῦ κοινοῦ· роман в трех \частьях τό μυθιστόρημα σέ τρία μέρη· казенная \часть (оружия) τό ούραϊον ὀπλου· выплата \частья́ми πληρωμή σέ δόσεις· по \частья́м σέ δόσεις· рвать на \частьи прям., перен κάνω κομμάτια·2. (отдел) τό τμήμα, ὁ τομέας:санитарная \часть τό τμήμα ὑγειονομικής ὑπηρεσίας· пожарная \часть ὁ πυροσβεστικός σταθμός· учебная \часть τό ἐκπαιδευτικό τμήμα·3. воен. ἡ μονάδα, τό τμήμα:воинская \часть ἡ μονάδα στρατοῦ· пехотные \частьи τά τμήματα πεζικοὔ· танковые \частьи τά τμήματα ἀρμάτων μάχης· передовые \частьи οἱ προφυλακές, τά τμήματα τής πρώτης γραμμής· ◊ материальная \часть ὁ ὁπλισμός· \частьи речи грам. τά μέρη τσῦ λόγου· это не по моей (его) \частьи разг αὐτό δέν εἶναι τής ἀρμοδιότητας μου (του)· по большей \частьи, большей \частьыо ὡς ἐπί τό πλείστον разрываться на \частьи́ γίνομαι χίλια κομμάτια -
45 пункт
1. (место, связанное с каким-л. действием, событием, используемое для чего-л.) το σημείο, το μέροςтриангуляционный - см. тригпунктузловой - ж.-д. о κόμβος2. (раздел документа или текста, обозначенный номером или буквой) η παράγραφος, το μέροςкульминационный - το κατακόρυφο σημείο, η κορύφωσητο κορύφωμα, ο κολοφών3. (помещение, приспособленное для какой-л. работы, занятий, операций) о σταθμός, ο τόπος, το μέρος, το κέντρο* - приёма (тлг.) το κέντρο λήψηςремонтный - το κέντρο/μαγαζί επιδιορθώσεων/επισκευώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пункт
-
46 часть
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. μέρος (του όλου), τμήμα•часть долга μέρος του χρέους•
часть здания τμήμα του κτιρίου.
2. μέλος•часть тела μέλος του σώματος.
3. το μερίδιο, το μερτικό•я взял свою часть εγώ πήρα το μερίδιο μου.
4. το εξάρτημα•частьи часов τα μέρη του ωρολογίου•сборка -ей συναρμολόγηση των μερών•
часть запасныечастьи τα ανταλλακτικά.
5. η πλευρά•художественная часть произведения το καλλιτεχνικό μέρος του έργου.
6. μέρος(υποδιαίρεση)•роман в пяти -ях с эпилогом μυθιστόρημα σε πέντε μέρη με επίλογο.
7. τμήμα, τομέας•часть санитарная -υγειονομικό τμήμα•
учебная часть διδακτικός τομέας•
хозяйственная часть οικονομικός τομέας.
8. (στρατ.) τμήμα•пехотныечастьи τμήματα πεζικού.
9. τμήμα πόλης.10. αστυνομικό τμήμα.11. παλ. η τύχη.εκφρ.в тойчастьи – σ αυτόν το βαθμό•почастьи ή вчастьи – σχετικά, σε σχέση (με)•львиная часть – η μερίδα του λιονταριού-частьи речи (γραμμ.) τα μέρη του λόγου•часть благую часть избрать – παλ. μτφ. παίρνω την καλύτερη απόφαση (ευβουλία)- войти ή вступить в -•, быть вчастьи παίρνω μέρος, συμμετέχω•разрываться начастьи – γίνομαι κομμάτια (ασχολούμαι ταυτόχρονα με πολλές δουλειές)•рвать начастьи – ενοχλώ με διάφορα ζητήματα. -
47 συμβάλλω
συμβάλλω, [tense] fut. - βᾰλῶ: [tense] aor. - έβᾰλον, inf. - βᾰλεῖν: [tense] pf. - βέβληκα: [tense] aor. 1 [voice] Pass. - εβλήθην:—of these tenses Hom. uses only [tense] pres. [voice] Act., [tense] aor. [voice] Act. and [voice] Med., but most commonly [dialect] Ep. intr. [tense] aor. forms συμβλήτην, -βλήμεναι, [voice] Med. σύμβλητο, -βληντο, -βλήμενος, subj. [ per.] 2sg. - βλήεαι prob. cj. for - βλήσεαι in Il.20.335, [ per.] 3sg. [var] contr.A- βληται Od.7.204
:—throw together, dash together, σύν ῥ' ἔβαλον ῥινούς, of men in close combat, Il.4.447, 8.61; , Ar. Pax 1274 (hex.), X.HG4.3.19, etc.; bring together, unite, e.g. of rivers that fall into one another, ; :— [voice] Med.,πολλοὶ ποταμοὶ σ. τὸ σφέτερον ὕδωρ Hdt.4.50
(cf. δάκρυα δάκρυσι ς. E.Or. 336 (lyr., [voice] Act.)); ὁ Ἀκεσίνης τῷ Ἰνδῷ τὸ ὕδωρ ς. Arr.An.6.1.5; σ. τὰ ὦτα πρὸς τὴν γῆν have their ears reaching to.., Arist.HA 606a15:—[voice] Pass., κατὰ τὰς ῥᾶγας συμβεβλημένων [τῶν δακτύλων] Sor. 2.60.4 intr. in [voice] Act., fit (cf.σύμβολον 1.1
), Arist.EE 1239b14; to be suitable,τὰ χεδροπὰ σ. εἰς τὰς νέας Thphr.CP3.20.7
(unless = sow, set).b to be profitable,σ. τῷ πολιτικῷ.. δικαίῳ εἶναι Phld.Rh.2.285
S.;σ. ἀναμένειν ἡμέραν μίαν Gal.16.496
.5 intr., come together, ἔνθα δίστομοι.. σ. ὁδοί where two roads join, S.OC 901, cf. Str.6.3.7; τὰ συμβάλλοντα the watersmeet, IG9(2) p.xi (Delph., iii/ii B.C.); [φλὲψ] σ. τῇ ἀποσχίσει Arist.HA 514a12
; collide,τοὺς τύπους ἀνάγκη συμβάλλειν ἑαυτοῖς Thphr.Sens.52
: Geom., meet, τὸ σημεῖον, καθ' ὃ συμβάλλουσιν the point in which (the straight lines) meet, Archim.Sph.Cyl.1.23, etc.6 βλέφαρα σ. ὕπνῳ close the eyes in sleep, A.Ag.15; σ. ὄμμα, in death, ib. 1294 (but ποῖον ὄμμα συμβαλῶ; how shall I meet her eyes with mine? E.IA 455).7 generally, join, unite, σ. σχοινία twist ropes (cf. συμβολεύς), Ar. Pax 37; soτοπεῖα IG22.1672.311
(iv B.C.);ὠμόλινον σ. πεντάπλουν Hp.Fist.4
;στέφανον Philostr.Her.Prooem.
; [αἱ φλέβες] σ. [τὸ σῶμα] εἰς ἕν Arist.PA 668b24
; fit together,ἁρμούς IG7.4255.23
(Oropus, iv B.C.); σ. καὶ κολλῆσαι ib. 22.1668.73 (iv B.C.);κεραῖαι συμβεβλημέναι PCair.Zen.566.10
(iii B.C.); δεξιὰς σ. ἀλλήλοισι join hands, E.IA58.8 σ. συμβόλαιά τινι or πρός τινα make a contract with a person, esp. lend him money on bond, D. 34.1, Pl.R. 425c, cf. Th.5.77 ([voice] Med.); συμβόλαιον εἰς τἀνδράποδα συμβεβλημένον money lent on the security of the slaves, D.27.27: abs., in same sense, Isoc.21.13; make a contract, Pl.Alc.1.125d, OGI669.21 (Egypt, i A.D.), Cod.Just.1.3.55.4; of a marriage contract, Mitteis Chr.372 vi 22, cf. 8 (ii A.D.); advance, lend,πέρα μεδίμνου κριθῶν Is.10.10
; ἱμάτια, χρυσία, etc., Ar.Ec. 446; ἐπί τισι on certain terms, D.H.6.29;σ. δανεισμῷ Pl.Lg. 921d
; ὁ συμβαλών the lender, creditor, D.56.2, cf. D.H.5.63 (but οἱ συμβ. the borrowers, debtors, Id.4.9):— [voice] Med., with [tense] pf. [voice] Pass., pay a share, contribute, ὁλκάδα οἱ συμβαλέεσθαι give him a merchant-vessel, Hdt.3.135, cf. Lys.32.24, X.Ages. 2.27; σ. χρήματά τινι εἰς τροφὴν τῶν στρατιωτῶν advance it, Id.An. 1.1.9, cf. IG7.2418 (Thebes, iv B.C.);τριήρεις εἰς κίνδυνον Isoc.4.98
; (iii B.C.).9 generally, contribute:— [voice] Pass.,συμβάλλεταί τις.. μερίς Alex.149.4
:—in this sense mostly in [voice] Med., τέμενος συμβάλλεσθαι add thereto, Pi.I.1.59; , cf. Hp.Aër.2, Sosip.1.37, Damox.2.11; τὸ μὴ ἀγανακτεῖν.. ἄλλα τέ μοι πολλὰ συμβάλλεται, καὶ.. many circumstances contribute to my feeling no vexation, and especially.., Pl.Ap. 36a;σ. βοήθειαν οὐ σμικρὰν πρός τι Id.Lg. 836b
; τιμὴν καὶ δόξαν τῇ πόλει ς. Isoc.Ep.8.6;οὐ δεῖ λογίζεσθαι, πότερος πλείω συμβέβληται X.Oec.7.13
; freq. with μέρος as obj., ἔργων οὐκ ἐλάχιστον μέρος ς. And.1.143;μέρος σ. πρὸς ἀρετήν Pl.Lg. 836d
, cf. R. 331b, D.41.11;οὐκ ἐλάχιστον μέρος πρὸς εὐδαιμονίαν Isoc.7.79
;συμβαλλέσθω τὸ μέρος ἕκαστος εἰς τὸ ἀνάλωμα PHal.1.108
, cf. 113 (iii B.C.);τὴν μεγίστην εἰς αὐτὰ μοῖραν Pl.Ti. 47c
, cf. X.Cyr.6.1.28: also abs., οὔτε ποταμὸς οὔτε κρήνη οὐδεμία ἐσδιδοῦσα ἐς πλῆθός οἱ συμβάλλεται contributes to its volume, Hdt.4.50;σ. πρὸς τὸ λανθάνειν X.Cyr.2.4.21
, cf. Isoc.7.21; συμβαλλόμενα contributory causes, Thphr.Sud.6: abs., to be helpful, , cf. Pl.Lg. 905b, D.21.133; φόνου κηκὶς ξ. contributes to the proof, A.Ch. 1012: rarely c. gen. partit., ξυμβάλλεται πολλὰ τοῦδε δείματος many things contribute [ their share] of this fear, i.e. join in causing it, E.Med. 284.10 συμβάλλεσθαι γνώμας contribute one's opinion to a discussion, Hdt.8.61;περί τινος Pl.Plt. 298c
;συμβαλέσθαι περί τινος λόγους X.Cyr.2.2.21
; λόγον σ. περὶ βίου contribute an opinion about life, Pl.Lg. 905c; also συμβαλέσθαι τι to have something to say, Id. Ion 532c, cf. 533a; ταῦτά σοι περὶ Ἔρωτος ς. Id.Smp. 185c; συμβαλοῦ γνώμην contribute your opinion, help in judging, S.OC 1151; σ. τὴν γνώμην τῆς βουλῆς, with or without εἰς τὸν δῆμον, communicate it, IG22.79.6, 103.17, al.; cast votes, Schwyzer 84.15 (Tylisus, v B.C.).II συμβάλλειν (sc. λόγους) converse, σ. τινί or πρός τινα, Plu.2.222c, Act.Ap.4.15:—[voice] Med., ἀτὰρ τί ἐγὼ περὶ κλοπῆς ς.; X.An.4.6.14.II bring men together in hostile sense, pit them against each other, match them,ἀμφοτέρους θεοὶ σύμβαλον Il.20.55
;ἐμὲ.. καὶ Μενέλαον συμβάλετε.. μάχεσθαι 3.70
; σ. σκύμνον λέοντος σκύλακι κυνός set one to fight with the other, Hdt.3.32; ἄνδρα ἀνδρὶ καὶ ἵππον ἵππῳ ς. Id.5.1;τοὺς ἡβῶντας σ. εἰς ἔριν περὶ ἀρχῆς X.Lac.4.2
; ἀλεκτρυόνας ς. Id.Smp.4.9;ἄνδρας φίλους Id.Cyr.6.1.32
;εἰς χεῖρα δοῦλον δεσπότῃ μὴ συμβάλῃς Philem. 206
: metaph., ἀναισχυντίᾳ σ. τινὰ καὶ προσγυμνάζειν make him contend with.., Pl.Lg. 647c.b [voice] Med., join in fight,σὺν δ' ἐβάλοντο μάχεσθαι ἐναντίον Il.12.377
.c intr., come together,σύμβαλον μάχεσθαι 16.565
; also ς. alone, come to blows, engage, ; freq. in Hdt., either abs., as 1.77,82, or c. dat. pers., ib.80, 104;Ἄρης Ἄρει δυμβαλεῖ, Δίκα Δίκᾳ A.Ch. 461
(lyr.); Ἕλληνες Μήδοις ς. Simon.136; alsoσ. πρός τινα X.Cyr.7.1.20
, Isoc.4.69;εἰς μονομαχίαν πρός τινα Str.14.5.16
; συμβάλλων coming into collision, Pl.Plt. 273a, cf. Wilcken Chr.16.6 (ii A.D.).2 σ. πόλεμον καὶ δηϊοτῆτα engage in war, Il.12.181 (prob. interpol.); so in Trag.,σ. βάκχαις μάχην E.Ba. 837
;ἔχθραν τινί Id.Med.44
; ἔριν φίλοις ib. 521: metaph., συμβαλεῖν ἔπη κακά bandy reproaches, S. Aj. 1323; .3 [voice] Med., fall in with one, meet him, c. dat., freq. in Hom., who uses [dialect] Ep. [tense] aor. forms beginning ξυμβλη- or συμβλη- solely in this sense,Νέστορι δὲ ξύμβληντο Il.14.27
, cf. 39;εἰ δ' ἄρα τις.. ξύμβληται ὁδίτης Od.7.204
;ξυμβλήμενος ἄλλος ὁδίτης 11.127
; ὅτε κεν συμβλήσεαι (leg. - βλήεαι)αὐτῷ Il.20.335
;ξυμβλήτην ἀλλήλοιιν Od.21.15
.4 so in [voice] Act., συμβαλών having met, A.Ch. 677; οἱ συμβάλλοντες those who come in contact with one, Plu.Marc.20; φιλοσόφῳ ς. Arr.Epict.3.9.13, cf. 12, POxy. 1063 (ii/iii A.D.), PFay.129.2 (iii A.D.).III compare,σμικρὰ μεγάλοισι Hdt.2.10
;ἑωυτόν τινι Id.3.160
;ἓν πρὸς ἕν Id.4.50
;τι πρός τι Lycurg.68
;πρὸς ἄλληλα Pl.Tht. 186b
;οὐδὲν ἦν τούτων.. πρὸς ἀτταγῆνα συμβαλεῖν Phoenicid.2.5
:—[voice] Pass., Hdt.2.10, 3.125; τὸ ἀργύριον τὸ Βαβυλώνιον πρὸς τὸ Εὐβοικὸν συμβαλλόμενον τάλαντον the Babyl. talent being compared with, reduced to, the Euboic, ib.95.b compare for the purpose of checking, μέτρῳ συμβεβλημένῳ πρὸς τὸ χαλκοῦν Wilcken Chr.410.11 (iii B.C.), etc.2 [voice] Med., reckon, compute, Hdt.2.31, 4.15, 6.63,65:—[voice] Pass.,ἡ ὁδὸς ἡ ἡμερησίη ἀνὰ διηκόσια στάδια συμβέβληταί μοι Id.4.101
.3 conclude, infer, conjecture, interpret,συμβαλεῖν τι Pi.N.11.33
; σ. ὅτι .. Pl.Cra. 412c; τοῦτο ς. S.OC 1474; τοῦτο σ., ὅτι.. Ar.V.50; τὰ πρὶν οὐκ εὔγνωστα ς. E.Or.[1394];εὖ ξυνέβαλεν αὐτά Ar.Eq. 427
;ἣν [νόσον] οὐδ' ἂν εἷς γνοίη ποτ' οὐδ' ἂν ξυμβάλοι Id.V.72
;σ. ἔπη E.Med. 675
;τοὖναρ Id.IT55
;τὴν μαντείαν Pl.Cra. 384a
;τὸν χρησμόν Arist.Fr. 532
, cf. 76;σήματα σ., εἰ.. ἤ.. Arat.1146
: abs., καθὼς συμβάλλομεν ἐκ τοὖ .. Sor.2.63:—[voice] Med., abs., Heraclit.47, freq. in Hdt., as 2.33, 4.87: c. acc., make out, understand, τὸ πρῆγμα ib. 111;σ. τι ἔκ τινος 6.107
; τῇδε, ὅτι .. from the fact that.., 3.68: c. acc. et inf., 1.68, 2.33, 112, al.; folld. by indirect question, 4.45.IV agree, arrange,καθάπερ ξυνέβαλον ἢ διέθεντο IG12.46.14
;πρὸς ἐμὲ πάντες συμβάλλετε X.Cyr. 6.2.41
:—[voice] Med., make a treaty, Foed. ap. Th.5.77; agree upon, fix, settle,λόφον εἰς ὃν δέοι ἁλίζεσθαι X.An.6.3.3
;ἔδει σε, καθότι συνεβάλου ἡμῖν, Ἡρακλείδην.. ἀπεσταλκέναι PCair.Zen.314.1
(iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβάλλω
-
48 Turn
v. trans.P. and V. τρέπειν, στρέφειν, ἐπιστρέφειν.Translate: P. μεταφέρειν.Let us turn our steps from this path: V. ἔξω τρίβου τοῦδʼ ἴχνος ἀλλαξώμεθα (Eur., El. 103).Turn a corner: Ar. and V. κάμπτειν.Where are you turning your head? Ar. τὴν κεφάλην ποῖ περιάγεις; ( Pax, 682).Turn one's neck: P. περιάγειν τὸν αὐχένα (Plat., Rep. 515C).Turn on a lathe: Ar. and P. τορνεύειν.V. intrans. P. and V. τρέπεσθαι, στρέφεσθαι, ἐπιστρέφεσθαι.Turn in the race-course: V. κάμπτειν (Soph., El. 744).Become: P. and V. γίγνεσθαι.Turn about: see Turn back (Turn).Turn against, estrange, v. trans.: P. ἀλλοτριοῦν, ἀπαλλοτριοῦν.Embroil: Ar. and P. διιστάναι.Betray: P. and V. προδιδόναι.Turn from its course: P. παρατρέπειν, P. and V. ἐκτρέπειν, ὑπεκτρέπειν, V. παρεκτρέπειν, διαστρέφειν; see Divert.Turn aside, v. intrans.: P. and V. ἐκτρέπεσθαι, ὑπεκτρέπεσθαι, ἀποτρέπεσθαι, ἀποστρέφειν (or pass.), P. παρατρέπεσθαι, ἐκκλίνειν.Turn away: see Turn aside (Turn).Send back: Ar. and P. ἀποπέμπειν.Turn back, v. intrans.: P. and V. ἀποστρέφειν (or pass.), ὑποστρέφειν (or pass.), ἀναστρέφειν, Ar. and P. ἐπαναστρέφειν.Turn from, v. trans., deter: Ar. and P. ἀποτρέπειν; see deter; v. intrans., V. ἀποτρέπεσθαι (acc.), Ar. and V. ἀποστρέφεσθαι (acc.) (also Xen.), P. ἀποτρέπεσθαι ἐκ (gen.).Desist from: P. and V. ἀφίστασθαι (gen.), ἐξίστασθαι (gen.), V. μεθίστασθαι (gen.).Turn into, change into, v. trans.: P. μεταλλάσσειν (εἰς. acc.).Turn into a beast: V. ἐκθηριοῦσθαι.Change into: P. μεταβαίνειν εἰς (acc.), μεταβάλλειν εἰς (acc.) or ἐπί (acc.).Turn out, manufacture, v. trans.: see Manufacture.Be turned out of doors: P. and V. ἐκπίπτειν.Turn out, result, v. intrans.: P. and V. ἐκβαίνειν, τελευτᾶν, ἐξέρχεσθαι, P. ἀποβαίνειν, V. τελεῖν, ἐξήκειν, ἐκτελευτᾶν, Ar. and P. συμφέρεσθαι.Turn over in one's mind: see Ponder.Turn over a new leaf: V. μεθαρμόζεσθαι βελτίω βίον (Eur., Alc. 1157).Turn round, v. trans.: P. and V. ἀνακυκλεῖν (pass. in Plat.), ἐπιστρέφειν, περιάγειν (Eur., Cycl. 686).Change: P. περιίστασθαι.Not turning round, adj.: V. ἄστροφος (Soph., O. C. 490).Turn tail: P. and V. ὑποστρέφειν, V. νωτίζειν; fly.Turn to, have recourse to: P. and V. τρέπεσθαι πρός (acc.), P. καταφεύγειν εἰς, or πρός (acc.), V. φεύγειν εἰς (acc.).Turn to account: P. and V. χρῆσθαι (dat.).Capsize: V. ὑπτιοῦσθαι.——————subs.Opportunity: P. and V. ὥρα, ἡ, καιρός, ὁ.Turn of the scale, met.: P. and V. ῥοπή, ἡ.Twist, trick: P. and V. στροφή, ἡ.He will wait the turn of events: P. προσεδρεύσει τοῖς πράγμασι (Dem. 14).The pair had hardly taken two or three turns ( in walking) when Clinias enters: P. οὔπω τούτω δύʼ ἢ τρεῖς δρόμους περιεληλυθότε ἤτην καὶ εἰσέρχεται Κλεινίας (Plat., Euthy. 273A).Duty coming round by rotation: P. and V. μέρος, τό.In order: P. and V. ἐφεξῆς, ἑξῆς.By relays: P. κατʼ ἀναπαύλας.Alternately: P. and V. παραλλάξ.In turn: P. and V. ἐν μέρει, ἐν τῷ μέρει.I will speak in your turn: P. ἐγὼ ἐρῶ ἐν τῷ σῷ μέρει (Plat., Symp. 185D).In return: P. and V. αὖ, αὖθις.In compounds: use ἀντι, e. g.hear in turn: P. and V. ἀντακούειν (Xen.).Be captured in turn: V. αὖθις ἀνθαλίσκεσθαι.Out of turn: P. παρὰ τὸ μέρος (Xen.).They took it in turns to sleep and do the rowing: P. οἱ μὲν ὕπνος, ἡροῦντο κατὰ μέρος, οἱ δὲ ἤλαυνον (Thuc. 3, 49).Taking one's turn: use adj., P. and V. διάδοχος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Turn
-
49 μετ-έχω
μετ-έχω (s. ἔχω), Theil, Antheil haben an Etwas, theilhaftig sein, τινί τινος, mit Einem an Etwas, οὔ οἱ μετέχω ϑράσεος, Pind. P. 2, 83; ἄλγους μετέχουσαι, Aesch. Pers. 532; vollständig μεϑέξειν φιλτάτου τάφου μέρος, Ag. 493, vgl. Ch. 290; Ar. ὅπως ἂν ἴσον ἕκαστος ἡμῖν μετάσχῃ τοῦδε τοῦ πλούτου μέρος, Plut. 226; καὶ σὺ τοῦδε τοῠ τάφου φήσεις μετασχεῖν, Soph. Ant. 531; auch ξὺν σοὶ μετεῖχον τῶν ἴσων, El. 1159; c. accus., μηδὲ ἀκερδῆ χάριν μετάσχοιμί πως, O. C. 1480, wie Ar. οὐ γὰρ μετεῖχες τὰς ἴσας πληγὰς ἐμοί, Plut. 1144; οὐδὲν μετέχειν, Eur. Andr. 500; öfter in der gew. Construction, κἀγὼ μετέσχον Πριαμίδαις δυςπραξίας, Mel. 1237; vollständig sagt auch Her. μοῖραν od. μέρος τινὸς μετέχειν, 1, 204. 4, 145, vgl. 7, 16, 3 (Men. fr. inc. 199); mit dem bloßen gen., 3, 80; absolut, 1, 143, μετέχει τῆς ἑορτῆς, Xen. An. 5, 3, 9; τέχνης, sie inne haben, Plat. Gorg. 448 c; ϑνητὸν ἀϑανασίας μετέχει, Couv. 208 b; μετέχει τῶν λόγων, er beschäftigt sich auch mit der Beredtsamkeit; ὥςτε ἀρετῆς καὶ φρονήσεως ἐν τῷ βίῳ μετασχεῖν, Phaed. 114 c; εἴ τις μέλλει καὶ σμικρὸν ἀρετῆς μεϑέξειν, Legg. VII, 816 e; adj. verb. μεϑεκτέον, Rep. IV, 424 e, wie ἐκείνων τῶν νόμων μεϑεκτέον ἐστίν, Antiphan. bei Ath. IV, 143 a; – ἀρχῶν, an den Aemtern Theil haben, sie erlangen können, Xen. Cyr. 1, 2, 15; auch πλεῖστόν τι μέρος, 7, 5, 54; Sp., wie Pol., der auch τινὶ τῶν κινδύνων vrbdt, 3, 16, 3; ποίας μετέχει γνώμης, 7, 5, 5. – Sehr auffallend u. wahrscheinlich verderbt ist Thuc. 2, 16 τῇ οἰκήσει μετεῖχον.
-
50 левый
левый 1) в разн. знач. αριστερός· \левыйая рука το αριστερό χέρι* \левыйая сторона το αριστερό μέρος· с \левыйой стороны από τ' αριστερό μέρος, από τ' αριστερά 2) полит.: \левыйые партии η αριστερά* * *1) в разн. знач. αριστερόςле́вая рука́ — το αριστερό χέρι
ле́вая сторона́ — το αριστερό μέρος
с ле́вой стороны́ — από τ'αριστερό μέρος, από τ'αριστερά
2) полит.ле́вые па́ртии — η αριστερά
-
51 место
I место η θέση μου' мой друзья οι φίλοι μου II место с 1) ο τόπος· η θέση (тж. театр.)· свободное \место η ελεύθερη θέση* положить на \место τοποθετώ* на \местое επί τόπου· занимать \место κρατώ θέση· занять первое \место παίρνω την πρώτη θέση* \место рождения ο τόπος γέννησης 2) (местность) о τόπος, η τοποθεσία, το μέρος· в наших \местоах στον τόπο μας* в этом \местое εδώ, σ' αυτό το μέρος 3) (должность) η θέση, το πόστο* * *с1) ο τόπος; η θέση (тж. театр.)свобо́дное ме́сто — η ελεύθερη θέση
положи́ть на ме́сто — τοποθετώ
на ме́сте — επί τόπου
занима́ть ме́сто — κρατώ θέση
заня́ть пе́рвое ме́сто — παίρνω την πρώτη θέση
ме́сто рожде́ния — ο τόπος γέννησης
2) ( местность) ο τόπος, η τοποθεσία, το μέροςв на́ших ме́ста́х — στον τόπο μας
в э́том ме́сте — εδώ, σ'αυτό το μέρος
3) ( должность) η θέση, το πόστο -
52 часть
часть ж .1) το μέρος· το τμήμα (участок)· το κομμάτι (кусок)· \частьи тела τα μέρη του σώματος· большая \часть το μεγαλύτερο μέρος; составные \частьи τα συστατικά μέρη; \частьи света τα μέρη του κόσμου; запасные \частьи τα ανταλλακτικά 2) (отдел) το τμήμα, ο τομέας 3) воен. η μονάδα, το τμήμα ◇ \частьи речи τα μέρη του λόγου; по большей \частьи συνήθως, κατά το πλείστο* * *жчасти те́ла — τα μέρη του σώματος
бо́льшая часть — το μεγαλύτερο μέρος
составны́е части — ή τα συστατικά μέρη
части све́та — τα μέρη του κόσμου
запасны́е части — τα ανταλλακτικά
2) ( отдел) το τμήμα, ο τομέας3) воен. η μονάδα, το τμήμα••части ре́чи — τα μέρη του λόγου
по бо́льшей части — συνήθως, κατά το πλείστο
-
53 отделение
-я ουδ.1. χωρισμός, -μα αποχωρισμός• απόσπαση•отделение церкви от государства χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος..
2. ξε-χώριση, διαχώρηση απομόνωση.3. παραχώρηση.4. έκκριση•отделение слюны έκκριση σάλιου.
5. χώρισμα, μέρος ιδιαίτερο.6. (για ιδρύματα, επιχειρήσεις κ.τ.τ.) τμήμα•отделение милиции αστυνομικό τμήμα.
7. παλ. μέρος βιβλίου κ.τ.τ., στήλη εφημερίδας. || (για συναυλίες κ.τ.τ.) μέρος•первое отделение концерта πρώτο μέρος της συναυλίας.
8. (στρατ.) ομάδα, μικρό τμήμα, απόσπασμα. -
54 καθόλου
καθόλου, Adv.A on the whole, in general, = καθ' ὅλου (as it shd. perh. be written), Epist.Philipp. ap. D.18.77; κ. γράφειν, opp. κατὰ μέρος, Plb.3.32.8;κ. εἰπεῖν Arist.Top. 156a13
, Plu.2.397c, etc.; οἱ κ. λόγοι general statements, opp. οἱ ἐπὶ μέρους, Arist.EN 1107a30 (but in Roman times, accounts kept by the central government, = Lat. summae rationes, OGI715.3 ([place name] Alexandria), D.C.79.21, etc.); τοῦτο γάρ ἐστι κ. μᾶλλον too general, Arist.Pol. 1265a31, cf. GA 748a8; ἡ τῶν κ. πραγμάτων σύνταξις general history, Plb.1.4.2; τὸ κ. D.S.1.77, Plu. 2.569f; τὸ κ. τῆς μοχθηρίας, opp. τὸ πρὸς ἡμᾶς, ib.468e; οὐδ' οὗτος ἀποφαίνει κ. τὸ καταλειφθέν the whole amount left, D.27.43; ἐν τῷ κ. in general, speaking generally, Ath.1.30e, Arr.Epict.1.8.8, al.2 in the Logic of Arist., of terms, τὸ κ. general, opp. τὸ καθ' ἕκαστον (singular),λέγω δὲ κ. μὲν ὃ ἐπὶ πλειόνων πέφυκε κατηγορεῖσθαι, καθ' ἕκαστον δὲ ὃ μή Int. 17a39
, cf. Metaph. 1023b29; opp. τὸ κατὰ μέρος, Rh. 1357b1, al.; hence, τὰ κ. universal truths,ἡ ποίησις μᾶλλον τὰ κ., ἡ δ' ἱστορία τὰ καθ' ἕ. λέγει Po. 1451b7
; = γνῶμαι, ib. 1450b12; esp. commensurate predicate,ὃ ἂν κατὰ παντός τε ὑπάρχῃ καὶ καθ' αὑτὸ καὶ ᾗ αὐτό APo. 73b26
; as Adj., of propositions, λόγος κ. a universal statement, opp. ἐν μέρει, κατὰ μέρος (particular), ἀδιόριστος (infinite), APr. 24a17 sq.; of inference, ἡ κ. ἀπόδειξις universal proof, opp. κατὰ μέρος, APo. 85a13; hence, as predicate, κ. εἰσὶν [ αἱ ἀρχαί] Metaph. 1003a7; as Adv., κ. ἀποφαίνεσθαι ἐπὶ τοῦ κ. Int. 17b5, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθόλου
-
55 ἐπιβάλλω
I. trans., throw or cast upon, θριξὶ.., ἃς ἐπέβαλλον (sc. πυρί) Il.23.135;ἐπὶ δὲ χλαῖναν βάλεν αὐτῷ Od.14.520
, cf. 4.440; ἑωυτὸν ἐς τὸ πῦρ v.l. in Hdt.7.107;φάρη κόραις E.El. 1221
(lyr.); ἐ.τινὰς ἐπὶ ἁμάξας Th.4.48
, cf.Hdt.4.75,5.112; ἐπιβάλλοντας (sc. χοῦν) throwing on more and more, Th.2.76.2. lay on, [ἡμιόνοις] ἐπέβαλλενἱμάσθλην Od.6.320
;ἐ. πληγάς τινι X.Lac.2.8
; Ζεὺς ἐπὶ χεῖρα (lyr.), cf.Ar.Nu. 933 (anap.);ἐ.τὴν χεῖρά τινι Id.Lys. 440
(but τῷ καρπῷ τοῦ νοσοῦντος τὴν χεῖρα, of feeling the pulse, Gal. 18(2).40; soτὴν ἁφήν Id.8.821
, Marcellin. Puls. 119); τὰς χεῖρας τοῖςκατ' Αἴγαιον Plb.3.2.8
;Ῥωμαίοις Id.18.51.8
;ἐπί τινα Ev.Matt.26.50
; impose as a tax tribute,τινί τι Hdt.1.106
, Th.8.108; as a fine or penalty, ζημίην, φυγὴν ἐ. τινί, Hdt.6.92 ([voice] Pass.), 7.3;ἀργύριον Lys.9.6
;ἐπιβολάς Id.20.14
, cf. Arist.Ath.61.2; ([voice] Pass.); inflict, θνατοῖς ἐ. ἀνάλγητα, λύπην, etc., S.Tr. 128 (lyr.), E.Med. 1115 (anap.), etc.3. ἐ. σφρηγῖδα, δακτύλιον, affix a seal, Hdt.3.128, 2.38;σφραγῖδ' ἐπί τι Ar.Av. 559
; σύμβολόν τινι ib. 1215.4. add, contribute, μικρὸν [ἀληθεία] Arist.Metaph. 993b2;ἐ. ἐπὶ τὸ ὕδωρ Thphr.Ign.49
; νέον [φῶς] Pl.Cra. 409b: metaph., throw in, mention, τι dub. in S.El. 1246 (lyr.) (in [voice] Med., "χαίρειν τεοῖς προθύροις ἐπιβάλλομαι Theoc.23.27
); Φαῖστος.. ἐπιβάλλων φησί Sch.Pi.P.4.28: abs., bid higher, Arist.Pol. 1259a14.5. place next in order, Plb.1.26.15.7. let loose,πρόβατα ἐπὶ κνῆκον PRyl.69.6
(i B.C.).8. causal ofἐπιβαίνω A. 111.3
, D.Chr.7.134.II. throw oneself upon, go straight towards, c. acc.,ἡ δὲ Φεὰς ἐπέβαλλεν Od.15.297
: later c. dat. loci, Plb.5.18.3, D.S.1.30, Plot.3.7.12, etc.;νήσοις Rhian.39
; εἰς Ιταλίαν, ἐπὶ τὸν τόπον, Plb.2.24.17, 5.6.6, cf. PAmh.2.31.5 (ii B.C.), etc.2. fall upon, ὅπου ἂν ὁ ἥλιος ἐ. Arist. HA 598a3; esp. in hostile sense, set upon, c.dat., ib. 623b1, etc.;τοῖσ' Αρβήλοις D.S.17.64
: abs.,ἐ.ληστρικῷ τρόπῳ PRyl.127.10
(i A.D.); ἐπιβάλλουσαι jostling, trampling, Pl.Phdr. 248a; sens. obsc., Ar.Av. 1216.3. (sc. τὸν νοῦν) set to a thing, devote oneself to it, c. dat., M.Ant.10.30;τοῖς αὐλοῖς D.S.3.59
;τοῖς κοινοῖς πράγμασιν Plu.Cic.4
(in full τὴν διάνοιαν ἐ. πρός τι D.S.20.43): generally, give one's attention to, think on, Ev.Marc. 14.72.b. apprehend, Epicur. Fr. 423; attain by intuition, c.dat., Dam.Pr.54.4. fall in one's way, ὅταν ἐπιβάλλῃ περὶ τῆς τοιαύτηςπολιτείας ἡ σκέψις Arist.Pol. 1266a25
; .5. follow, come next, Plb.11.23.2;τισί Plu.Aem. 33
; ἐφ' ὃν ἐπιβαλὼν ἔφη said thereupon, Plb.1.80.1; interrupt,ἀποκρινομένῳ Thphr.Char.7.2
.6. belong to, fall to the share of, μόριονὅσον αὐτοῖσι ἐπέβαλλε Hdt.7.23
, cf. Diph.43.16; εἰ μὴ τὸ ὅλον, μέρος γε, ἐπιβάλλει τῆς βλασφημίας ἅπασι D.18.272
;ὅσον ἐπιβάλλει αὐτοῖς Arist.Pol. 1260a19
; ἑκάστῳ τῆς εὐδαιμονίας ἐπιβάλλει τοσοῦτον ὅσονπερ ἀρετῆς ib. 1323b21; τῶν κτημάτων τὸ ἐπιβάλλον (sc. μέρος) the portion that falls to one, Hdt.4.115, cf. LXX To.3.17,6.12; so τὸ ἐ. ἐφ'ἡμᾶς μέρος D.18.254
;τὸ ἐ. μέρος τῆς οὐσίας Ev.Luc.15.12
, cf. PGrenf. 1.33.33 (ii B.C.), etc.; fall due, of payments, PLond.1.3.21 (ii B.C.); τόκον ὃν ἔφη ἐπιβάλλειν αὑτῷ which was payable by him, BCH6.21 (Delos, ii B.C.).b. part. ἐπιβάλλων, in Law, next-of-kin, ὁ ἐ., οἱ ἐ., Leg.Gort.7.36, 11.42, al.7. impers. c. acc. et inf., τοὺς Δελφοὺς δὴ ἐπέβαλλε.. παρασχεῖν it concerned them to provide, Hdt.2.180: or c. dat. et inf.,ἐπιβάλλει τινὶ ποιεῖν τι Chrysipp.Stoic.2.39
,al., Plb.18.51.1;ἐπιβάλλοντος ἡμῖν εὐεργετικοῖς εἶναι Corn.ND15
; κοινῇ πᾶσιν (ii B.C.);καθότι ἐπέβαλλεν ἀνδρὶ καλῷ καὶ ἀγαθῷ IG12(7).231.5
([place name] Amorgos): freq. in part., ἐπιβάλλουσαν ἡγεῖσθαι τὴν στρατείαν τινί incumbent upon.., Teles p.61 H.;τὸ ἐπιβάλλον Cleanth.Stoic.1.128
, Arr.Epict.2.11.3, etc.;τὰς -ούσας τάσεις τῆς φωνῆς Chrysipp.Stoic.2.96
; τὸ τῇ φύσει ἐ. Antip.Stoic.3.255; appropriate, ὑποδοχαί Telesp.41 H.;ἰήματα IG22.1121.15
;ἁρμονία Iamb.Comm.
Math.30; ἡ στέρησις ἐπιβάλλοντός ἐστι παρεῖναι εἴδους τινός a specific form which ought to be present, Plot.1.8.11.8. shut to, close, of the larynx, Arist.PA 664b26.9. in Logic, λόγοι ἐπιβάλλοντες, - όμενοι, overlapping and overlapped, of syllogisms in a sorites, Chrysipp.Stoic.2.85; so of Time,ἐπέβαλε τοῖς χρόνοις Ἰουλιανῷ Eun.VS p.497
B.:—[voice] Med.,γηραιῷ τῷ Κυρηναίῳ ἐπεβάλετο Anon. Intr.Arat. p.326M.
10. in Alchemy, make a `projection' (cf. ἐπιβολή), Syn.Alch.p.68B.III. [voice] Med., mostly like the intr. usages, but also:1. c. gen., throw oneself upon, desire eagerly,ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος Il.6.68
;παρθενίας ἐπιβάλλομαι Sapph.102
;τοῦ εὖ ζῆν ἐπιβάλλονται Arist.Pol. 1258a3
.2. c. acc., put upon oneself, ἐπιβαλλομέναν.. πλόκον ἀνθέων E.Med. 840
; ἐπιβάλλεσθαι put on more wraps, Thphr. Char.2.10 (cf. IV. 1);ὕπνον ἡδὺν -όμενος D.Chr.12.51
: metaph., take possession of,καὶ ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο Od.14.209
; αὐθαίρετον δουλείαν ἐπιβαλεῖται will take upon himself, Th.6.40.b. of trees, make fresh growth, Thphr. HP3.5.1.3. c.acc., also, attempt, undertake, , Ti. 48c; : c.inf., Decr. ap. D.18.164, Zeno Stoic.1.68, Plb.1.43.2, etc.: abs., πολλῶν -ημένων though many have made the attempt, Agatharch. 76.4. c. dat., put one's hand to,ἐχέτλῃ AP7.650
(Phal.(?)): metaph., apply or devote oneself to,τόλμῃ καὶ πράξει Plb.5.81.1
;ἐγχειρήματι μεγάλῳ D.H.5.25
, etc.5. arrive at, [ πολίεσσι] Call.Del.68;ὅταν ἐπὶ τοὺς χρόνους ἐπιβαλώμεθα D.S.19.55
.6. ἐπὶ πᾶσι -εβάλοντο brought up the rear, Id.18.33.IV. in [voice] Pass., lie upon, be put upon, ἐπιβεβλημένοι τοξόται archers with their arrows on the string, X.An.4.3.28, cf. 5.2.12; λάσιον ἐπιβεβλημένος having a rough cloak on, Theopomp.Com.36; τὸ ἐν ψύχει κεῖσθαι- ημένον Hp.Epid.2.3.1
, cf. 6.4.14;διφθέραν -ημένη D.Chr.5.25
.2. to be set over,ὁ τελώνης ὁ ἐπιβεβλημένος τῷ Ζεύγματι Philostr. VA1.20
.3. Rhet., ornate (v. ἐπιβολή), ἰδέα λόγων οὔτ' ἐπιβεβλημένηοὔτ' αὖος Id.VS1.20.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβάλλω
-
56 Part
subs.Portion, share: P. and V. μέρος, τό, μοῖρα, ἡ, P. μόριον, τό, V. λάχος, τό.Division: P. and V. μερίς, ἡ, μέρος, τό, μοῖρα, ἡ.Direction: see Direction.Part in a play: P. σχῆμα, τό.I did not abandon the part of a patriot in the hour of danger: P. ἐγὼ τὴν τῆς εὐνοίας τάξιν ἐν τοῖς δεινοῖς οὐκ ἔλιπον (Dem. 286).It is a wise man's part: P. and V. σοφοῦ ἀνδρός ἐστι or σοφοῦ πρὸς ἀνδρός ἐστι.The part of an accomplice: V. τὸ συνδρῶν χρέος (Eur., And. 337).In part: P. μέρος τι; see Partly.For my part: V. τοὐμὸν μέρος.I for my part: P. and V. ἔγωγε.For the most part: P. ὡς ἐπὶ πολύ, τὰ πολλά.You have no part in: P. and V. οὐ σοὶ μέτεστι (gen.).Take part in: P. and V. κοινωνεῖν (gen.), κοινοῦσθαι (acc. or gen.), μετέχειν (gen.), συναίρεσθαι (acc. or gen.); see Share.Take ( a person's) part: P. and V. εὐνοεῖν (τινί), τά (τινος) φρονεῖν, P. εὐνοϊκῶς ἔχειν (τινί); see side with.Take in good part: P. and V. ῥᾳδίως φέρειν (acc.).Character: P. and V. ἦθος, τό, τρόπος, ὁ, or pl.Cleverness: P. and V. σοφία, ἡ. φρόνησις, ἡ; see Cleverness.Quarters: P. and V. τόποι, οἱ.From all parts: see from every direction, under Direction.——————v. trans.Separate: P. and V. χωρίζειν, σχίζειν, διείργειν, διαλαμβάνειν, διαιρεῖν, διιστάναι (Eur., frag.), Ar. and P. διαχωρίζειν, διασπᾶν, V. νοσφίσαι ( 1st aor. act. of νοσφίζεσθαι), P. διασχίζειν.Cut off: P. ἀπολαμβάνειν, διαλαμβάνειν.About the river Tanaus that parts the borders of the Argive land and the soil of Sparta: V. ἀμφὶ ποταμὸν Ταναὸν Ἀργείας ὅρους τέμνοντα γαίας Σπαρτιάτιδός τε γῆς (Eur., El. 410).Of themselves the fetters parted from their feet: V. αὐτόματα δʼ αὐταῖς δεσμὰ διελύθη ποδῶν (Eur., Bacch. 447).Be separated, go different ways: P. and V. χωρίζεσθαι, ἀφίστασθαι, διίστασθαι. Ar. and P. διακρίνεσθαι.When we parted: P. ἐπειδὴ ἀπηλλάγημεν (Dem. 1169).Be deprived of: see under Deprive.Give: see Give.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Part
-
57 πολύς
πολύς, πολλή, πολύ, gen. πολλοῦ, ῆς, οῦ (Hom.+; ins, pap, LXX, pseudepigr., Philo, Joseph., apolog.) ‘much’.—Comparative πλείων, πλεῖον (18 times in the NT, 4 times in the Apost. Fathers [including Hv 3, 6, 4; Hs 8, 1, 16] and Ath. 12, 3) or πλέον (Lk 3:13 and Ac 15:28 μηδὲν πλέον; otherwise, πλέον in the NT only J 21:15; 14 times in the Apost. Fathers [incl. μηδὲν πλέον Hs 1, 1, 6]; Ar. twice; Just. 6 times; Tat. once; Ath. 7 times), ονος; pl. πλείονες, and acc. πλείονας contracted πλείους, neut. πλείονα and πλείω (the latter Mt 26:53 [πλεῖον, πλείου vv.ll.]; B-D-F §30, 2; Mlt-H. 82; Thackeray p. 81f; Mayser p. 68f) ‘more’ (Hom.+; ins, pap, LXX; TestAbr B 7 p. 111, 27=Stone p. 70 [πλείον]; TestJob 35:2; TestGad 7:2 [πλεῖον]; AscIs 3:8; [πλέον]; EpArist; apolog. exc. Mel.).—Superlative πλεῖστος, η, ον ‘most’ (Hom.+).① pert. to being a large number, many, a great number ofⓐ positive πολύς, πολλή, πολύα. adj., preceding or following a noun (or ptc. or adj. used as a noun) in the pl. many, numerous δυνάμεις πολλαί many mighty deeds Mt 7:22b. δαιμονιζόμενοι πολλοί 8:16. Cp. vs. 30; 9:10; 13:17; 24:11; 27:52, 55; Mk 2:15a; 6:13; 12:41; Lk 4:25, 27; 7:21b; 10:24; J 10:32; 14:2; Ac 1:3; 2:43; 8:7b; 14:22; Ro 4:17f (Gen 17:5); 8:29; 12:4; 1 Cor 8:5ab; 11:30; 12:12a, 20; 1 Ti 6:12; 2 Ti 2:2; Hb 2:10; 1J 4:1; 2J 7; Rv 5:11; 9:9; 10:11; 1 Cl 55:3ab. ἔτη πολλά many years: Lk 12:19b (εἰς ἔτη π.); Ac 24:10 (ἐκ π. ἐτῶν); Ro 15:23 (ἀπὸ π. [v.l. ἱκανῶν] ἐτῶν).—αἱ ἁμαρτίαι αἱ πολλαί Lk 7:47a. αἱ εὐεργεσίαι αἱ π. 1 Cl 21:1.—πολλὰ καὶ βαρέα αἰτιώματα many serious charges Ac 25:7 (cp. Ps.-Pla., Sisyph. 1, 387a πολλά τε καὶ καλὰ πράγματα; B-D-F §442, 11; Rob. 655). πολλὰ καὶ ἄλλα σημεῖα J 20:30 (on the form X., Hell. 5, 4, 1 πολλὰ μὲν οὖν … καὶ ἄλλα λέγειν καὶ Ἑλληνικὰ καὶ βαρβαρικά; Dionys. Hal. 2, 67, 5; Ps.-Demetr. 142 πολλὰς κ. ἄλλας χάριτας; Jos., Ant. 3, 318; Tat. 38, 1. On the subject-matter Bultmann 540, 3; also Porphyr., Vi. Pyth. 28 after a miracle-story: μυρία δʼ ἕτερα θαυμαστότερα κ. θειότερα περὶ τἀνδρὸς … εἴρηται κτλ.).—ἄλλοι πολλοί many others IRo 10:1. ἄλλαι πολλαί Mk 15:41. ἄλλα πολλά (Jos., Bell. 6, 169, Ant. 9, 242; Just., D. 8, 1) J 21:25. ἕτεροι πολλοί Ac 15:35. ἕτερα πολλά (Jos., Vi. 39) Lk 22:65.—Predicative: πολλοί εἰσιν οἱ ἐισερχόμενοι Mt 7:13.—Mk 5:9; 6:31; Gal 4:27 (Is 54:1). AcPl Ha 5, 16.—οὐ πολλοί not many=( only) a few οὐ πολλαὶ ἡμέραι (Jos., Ant. 5, 328, Vi. 309) Lk 15:13; J 2:12; Ac 1:5; AcPl Ha 11, 1. οὐ πολλοὶ σοφοί not many wise (people) 1 Cor 1:26a; cp. bc. οὐ πολλοί πατέρες not many fathers 4:15.β. subst.א. πολλοί many i.e. persons—without the art. Mt 7:22; 8:11; 12:15; 20:28; 24:5ab; 26:28; Mk 2:2; 3:10 (Mt 12:15 has ascensive πάντας; other passages to be compared in this connection are Mk 10:45=Mt 20:28 πολλῶν and 1 Ti 2:6 πάντων. Cp. the double tradition of the saying of Bias in Clem. of Alex., Strom. 1, 61, 3 πάντες ἄνθρωποι κακοὶ ἢ οἱ πλεῖστοι τ. ἀνθρώπων κακοί.—On Mk 10:45 s. OCullmann, TZ 4, ’48, 471–73); 6:2; 11:8; Lk 1:1 (cp. Herm. Wr. 11, 1, 1b and see JBauer, NovT 4, ’60, 263–66), 14; J 2:23; 8:30; Ac 9:42; Ro 16:2; 2 Cor 11:18; Gal 3:16 (πολλοί= a plurality); Tit 1:10; Hb 12:15; 2 Pt 2:2. AcPl Ha 5, 8; 7, 5; 11, 3. Opp. ὀλίγοι Mt 22:14; 20:16 v.l. (cp. Pla., Phd. 69c ναρθηκοφόροι μὲν πολλοί, βάκχοι δέ τε παῦροι=the thyrsus-bearers [officials] are many, but the truly inspired are few)—W. a partitive gen. πολλοὶ τῶν Φαρισαίων Mt 3:7. π. πῶν υἱῶν Ἰσραήλ Lk 1:16.—J 4:39; 12:11; Ac 4:4; 8:7a; 13:43; 18:8; 19:18; 2 Cor 12:21; Rv 8:11.—W. ἐκ and gen. (AscIs 3:1; Jos., Ant. 11, 151) πολλοὶ ἐκ τῶν μαθητῶν J 6:60, 66.—10:20; 11:19, 45; 12:42; Ac 17:12. ἐκ τοῦ ὄχλου πολλοί J 7:31 (Appian, Iber. 78 §337 πολλοὶ ἐκ τοῦ πλήθους).ב. πολλά—many things, much without the art.: γράφειν write at length B 4:9. διδάσκειν Mk 4:2; 6:34b. λαλεῖν Mt 13:3. μηχανᾶσθαι MPol 3. πάσχειν (Pind., O. 13, 63 al.; Jos., Ant. 13, 268; 403) Mt 16:21; Mk 5:26a; 9:12; Lk 9:22; 17:25; B 7:11; AcPl Ha 8, 19. ποιεῖν Mk 6:20 v.l. United w. another neut. by καί (Lucian, Icar. 20 πολλὰ κ. δεινά; Ael. Aristid. 46 p. 345 D.: πολλὰ κ. καλά; Ps.-Demetr., El. 70 πολλὰ κ. ἄλλα; likew. Appian, Bell. Civ. 5, 13 §53; Arrian, Anab. 6, 11, 2) πολλὰ κ. ἕτερα many other things Lk 3:18. πολλὰ ἂν κ. ἄλλα εἰπεῖν ἔχοιμι Dg 2:10 (Eur., Ep. 3, 2, πολλὰ κ. ἕτερα εἰπεῖν ἔχω; Diod S 17, 38, 3 πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα … διαλεχθείς). ἐν πολλοῖς in many ways (Diod S 26, 1, 2; OGI 737, 7 [II B.C.]; Just., D. 124, 4 [of line of proof]) 2 Cor 8:22a. ἐπὶ πολλῶν (opp. ἐπὶ ὀλίγα) over many things Mt 25:21, 23.—W. art. (Pla., Apol. 1, 17a) τὰ πολλὰ πράσσειν transact a great deal of business Hs 4:5b.γ. elliptical δαρήσεται πολλά (sc. πληγάς) will receive many (lashes) Lk 12:47 (B-D-F §154; 241, 6).ⓑ comparative πλείων, πλεῖονα. adj. w. a plural (Diod S 14, 6, 1 μισθοφόρους πλείους=many mercenaries) πλείονας πόνους (opp. οὐχ ἕνα οὐδὲ δύο) 1 Cl 5:4. ἐπὶ ἡμέρας πλείους for a (large) number of days, for many days (Jos., Ant. 4, 277; cp. Theophr. in Apollon. Paradox. 29 πλείονας ἡμ.) Ac 13:31.—21:10 (Jos., Ant. 16, 15); 24:17; 25:14; 27:20. οἱ μὲν πλείονές εἰσιν γεγονότες ἱερεῖς the priests of former times existed in greater numbers Hb 7:23. ἑτέροις λόγοις πλείοσιν in many more words (than have been reported) Ac 2:40. ταῦτα καὶ ἕτερα πλείονα MPol 12:1.—W. a gen. of comparison (Just., A I 53, 3; Tat. 3, 2) ἄλλους δούλους πλείονας τῶν πρώτων other slaves, more than (he had sent) at first Mt 21:36. πλείονα σημεῖα ὧν more signs than those which J 7:31. Also w. ἤ: πλείονας μαθητὰς ἤ more disciples than 4:1. After πλείονες (-α) before numerals the word for ‘than’ is omitted (B-D-F §185, 4; Kühner-G. II 311; Rob. 666; Jos., Ant. 14, 96) ἐτῶν ἦν πλειόνων τεσσεράκοντα ὁ ἄνθρωπος the man was more than 40 years old Ac 4:22. πλείους τεσσεράκοντα 23:13, 21. Cp. 24:11; 25:6 (Jos., Ant. 6, 306 δέκα οὐ πλείους ἡμέρας).—The ref. is to relative extent (cp. 2bα) in τὰ ἔργα σου τὰ ἕσχατα πλείονα τῶν πρώτων your deeds, the latter of which are greater than the former Rv 2:19.β. subst.א. (οἱ) πλείονες, (οἱ) πλείους the majority, most (Diog. L. 1, 20; 22; Jos., Ant. 10, 114) Ac 19:32; 27:12. W. ἐξ: ἐξ ὧν οἱ πλείονες most of whom 1 Cor 15:6. W. gen. and a neg. (litotes) οὐκ ἐν τ. πλείοσιν αὐτῶν ηὐδόκησεν ὁ θεός God was pleased with only a few of them 10:5. This is perh. (s. ג below) the place for 1 Cor 9:19; 2 Cor 2:6; 9:2. Phil 1:14; MPol 5:1.ב. (οἱ) πλείονες, (οἱ) πλείους (even) more πλείονες in even greater numbers Ac 28:23. πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν many more came to believe J 4:41.—διὰ τῶν πλειόνων to more and more people=those who are still to be won for Christ 2 Cor 4:15.ג. (οἱ) πλείονες, (οἱ) πλείους. In contrast to a minority οἱ πλείονες can gain the sense the others, the rest (so τὰ πλείονα Soph., Oed. Col. 36; τὸ πλέον Thu. 4, 30, 4; Jos., Ant. 12, 240; B-D-F §244, 3). So perh. (s. א above) ἵνα τ. πλείονας κερδήσω (opp. the apostle himself) 1 Cor 9:19; 2 Cor 2:6 (opp. the one who has been punished too severely.—In this case [s. א above] his punishment would have been determined by a unanimous vote of the Christian assembly rather than by a majority). Cp. 9:2; Phil 1:14; MPol 5:1.ד. πλείονα (for πλεῖον) more Mt 20:10 v.l.; various things Lk 11:53. ἐκ τοῦ ἑνὸς πλείονα 1 Cl 24:5 (s. as adv. ParJer 7:26).ⓒ superl. adj. πλείστη w. a plural most of αἱ πλεῖσται δυνάμεις Mt 11:20 (difft. B-D-F §245, 1).② pert. to being relatively large in quantity or measure, much, extensiveⓐ positive πολύς, πολλή, πολύα. adj. preceding or following a noun (or ptc. or adj. used as a noun)א. in the sg. much, large, great πολὺς ἀριθμός Ac 11:21. W. words that in themselves denote a plurality (Appian, Bell. Civ. 5, 80 §338 στρατὸς πολύς) πολὺς ὄχλος (s. ὄχ. 1a) Mt 14:14; 20:29; 26:47; Mk 5:21, 24; 6:34a; 8:1; 9:14; 12:37 (ὁ π. ὄχ.); Lk 5:29; 6:17a; 8:4; J 6:2, 5 (for the expression ὁ ὄχλος πολύς, in which π. follows the noun, J 12:9, 12, cp. Arrian, Anab. 1, 9, 6 ὁ φόνος πολύς); Ac 6:7; Rv 7:9; 19:1, 6. πολὺ πλῆθος (s. pl. 2bα) Mk 3:7f; Lk 5:6; 6:17b; 23:27; Ac 14:1; 17:4; 1 Cl 6:1. λαὸς πολύς many people Ac 18:10. Of money and its value, also used in imagery μισθὸς πολύς Mt 5:12; Lk 6:23, 35 (all three predicative, as Gen 15:1). ἐργασία π. Ac 16:16. π. κεφάλαιον 22:28. χρυσοῦ πολλοῦ … τρυφῆς πολλῆς AcPl Ha 2, 19.—Of things that occur in the mass or in large quantities (Diod S 3, 50, 1 πολλὴ ἄμπελος) γῆ πολλή Mt 13:5; Mk 4:5; θερισμὸς π. Mt 9:37; Lk 10:2 (both pred.). χόρτος π. J 6:10; καρπὸς π. (Cyranides p. 121, 11) 12:24; 15:5, 8.—λόγος π. a long speech (Diod S 13, 1, 2; Just., D. 123, 7) Ac 15:32; 20:2. περὶ οὗ πολὺς ἡμῖν ὁ λόγος about this we have much to say Hb 5:11 (cp. Pla., Phd. 115d).—Of time: πολὺς χρόνος a long time (Hom. et al.; Demetr.(?): 722 Fgm. 7; Jos., Ant. 8, 342; 19, 28; Just., A II, 2, 11) J 5:6 (s. ἔχω 7b); Hs 6, 4, 4 (pred.). μετὰ πολὺν χρόνον (Jos., Ant. 12, 324) Mt 25:19. Differently Mk 6:35ab (s. 3aα).ב. adj. w. a noun in the pl. many, large, great, extensive, plentiful ὄχλοι πολλοί great crowds or probably better many people (as Diod S 20, 59, 2; Ps.-Clem., Hom. 10, 3. For the corresponding mng. of ὄχλοι s. ὄχλος 1a) Mt 4:25; 8:1; 13:2; 15:30a; 19:2; Lk 5:15; 14:25. κτήματα πολλά a great deal of property Mt 19:22; Mk 10:22 (cp. Da 11:28 χρήματα π.). ὕδατα πολλά much water, many waters (Maximus Tyr. 21, 3g of the Nile ὁ πολὺς ποταμός, likew. Procop. Soph., Ep. 111) J 3:23; Rv 1:15; 14:2; 17:1; 19:6b. θυμιάματα πολλά a great deal of incense 8:3. τὰ πολλὰ γράμματα Ac 26:24. πολλοὶ χρόνοι long periods of time (Plut., Thes. 6, 9). πολλοῖς χρόνοις for long periods of time (SIG 836, 6; pap) Lk 8:29; 1 Cl 44:3. χρόνοις πολλοῖς AcPlCor 2:10. ἐκ πολλῶν χρόνων (Diod S 3, 47, 8; Jos., Ant. 14, 110; 17, 204) 1 Cl 42:5.β. subst.א. πολλοί many i.e. pers.—w. the art. οἱ πολλοί the many, of whatever appears in the context Mk 6:2 v.l. (the many people who were present in the synagogue); 9:26b (the whole crowd). Opp. ὁ εἷς Ro 5:15ac, 19ab; the many who form the ἓν σῶμα the one body 12:5; 1 Cor 10:17. Paul pays attention to the interests of the many rather than to his own vs. 33 (cp. Jos., Ant. 3, 212).—The majority, most (X., An. 5, 6, 19; Appian, Maced. 7, Bell. Civ. 4, 73 §309; 2 Macc 1:36; En 104:10; AscIs 3:26; Jos., Ant. 17, 72; Just., D. 4, 3) Mt 24:12; Hb 12:15 v.l. W. a connotation of disapproval most people, the crowd (Socrat., Ep. 6, 2; Dio Chrys. 15 [32], 8; Epict. 1, 3, 4; 2, 1, 22 al.; Plut., Mor. 33a; 470b; Plotinus, Enn. 2, 9, 9; Philo, Rer. Div. Her. 42) 2 Cor 2:17; Pol 2:1; 7:2.—Jeremias, The Eucharistic Words of Jesus3, tr. NPerrin, ’66, 179–82; 226–31, and TW VI 536–45: πολλοί.ב. πολύ much ᾧ ἐδόθη πολύ, πολὺ ζητηθήσεται παρʼ αὐτοῦ, καὶ ᾧ παρέθεντο πολὺ κτλ. Lk 12:48 (Just., A I, 17, 4 twice πλέον). Cp. 16:10ab; 2 Cl 8:5; καρποφορεῖν π. bear much fruit Hs 2:3. πολὺ κατὰ πάντα τρόπον much in every way Ro 3:2 (Ael. Aristid. 34, 43 K.=50 p. 562 D. gives answer to a sim. quest. asked by himself: πολλὰ καὶ παντοῖα).—Js 5:16.—As gen. of price πολλοῦ for a large sum of money (Menand., Fgm. 197 Kö.; PRyl 244, 10. S. στρουθίον.) Mt 26:9.—Of time: ἐπὶ πολύ ( for) a long time (JosAs 19:3; Ar. 65, 3; s. also ἐπί 18cβ) Ac 28:6; AcPl Ha 10, 21. μετʼ οὐ πολύ soon afterward Ac 27:14 (μετά B 2c).—ἐπὶ πολύ more than once, often (Is 55:7) Hm 4, 1, 8.—Before a comp. (as Hom. et al.; B-D-F §246; Rob. 664) in the acc. πολὺ βέλτιον much better Hs 1:9. π. ἐλάττων v 3, 7, 6 (Ar. 6, 2). π. μᾶλλον much more, to a much greater degree (Dio Chrys. 2, 10; 17; 64 al.; Ael. Aristid. 34, 9 K.=50 p. 549 D.; Just., A II, 8, 3; D. 95, 1 al.) Hb 12:9, 25 (by means of a negative it acquires the mng. much less; cp. Diod S 7, 14, 6 πολὺ μᾶλλον μὴ … =even much less); Dg 2:7b. π. πλέον 2:7a (Ar. 11, 7). π. σπουδαιότερος 2 Cor 8:22b. Cp. π. τιμώτερον 1 Pt 1:7 v.l.; in the dat. of degree of difference πολλῷ μᾶλλον (Thu. 2, 51, 4; UPZ 42, 48 [162 B.C.]; EpArist 7; 24 al.; Sir prol. ln. 14; Jos., Ant. 18, 184; Just., A I, 68, 9; Tat. 17, 4) Mt 6:30; Mk 10:48b; Lk 18:39; Ro 5:9f, 15b, 17; 1 Cor 12:22; 2 Cor 3:9, 11; Phil 2:12. πολλῷ μᾶλλον κρείσσον 1:23 (v.l. without μᾶλλον). πολλῷ πλείους J 4:41. πολλῷ στρουθίων as v.l. Mt 20:31 and Lk 12:7 (both N.25 app.; on the strong ms. support for this rdg. s. RBorger, TRu 52, ’87, 21–24).—W. the art. τὸ πολύ (opp. τὸ ὀλίγον as X., An. 7, 7, 36) 2 Cor 8:15 (cp. Ex 16:18).ג. πολύς (Diod S 14, 107, 4 πολὺς ἦν ἐπὶ τῇ τιμωρίᾳ=he was strongly inclined toward punishing) μὴ πολὺς ἐν ῥήμασιν γίνου do not be profuse in speech, do not gossip 1 Cl 30:5 (Job 11:3).—Παπίας ὁ πολύς Papias (7), prob. to be understood as ὁ πάνυ; s. πάνυ d.ⓑ comp. πλείων, πλεῖον; adv. πλειόνωςα. adj., w. a singular (TestJob 35:2 διὰ πλείονος εὐωδίας) καρπὸν πλείονα more fruit J 15:2, 8 P66; Hs 5, 2, 4. τὸ πλεῖον μέρος τοῦ ὄχλου the greater part of the throng 8, 1, 16. ἐπὶ πλείονα χρόνον for a longer time (PTebt 6:31 [II B.C.]) Ac 18:20. Foll. by gen. of comparison: πλείονα τιμήν more honor Hb 3:3b.—IPol 1:3a. Foll. by παρά τινα for comparison Hb 3:3a; 11:4; Hs 9, 18, 2. ὅσῳ πλείονος κατηξιώθημεν γνώσεως, τοσούτῳ μᾶλλον 1 Cl 41:4.—τὸ πλεῖον μέρος as adv. acc. for the greater part Hv 3, 6, 4a.β. as subst. πλεῖον, πλέον more τὸ πλεῖον the greater sum (cp. Diod S 1, 82, 2=the greater part; Ps 89:10) Lk 7:43. πλεῖον λαμβάνειν receive a larger sum Mt 20:10. W. partitive gen. ἐπὶ πλεῖον προκόψουσιν ἀσεβείας they will arrive at an ever greater measure of impiety=become more and more deeply involved in impiety 2 Ti 2:16. W. a gen. of comparison πλεῖον τῆς τροφῆς someth. greater (more important) than food Mt 6:25; Lk 12:23. πλεῖον Ἰωνᾶ Mt 12:41; cp. vs. 42; Lk 11:31, 32. ἡ χήρα πλεῖον πάντων ἔβαλεν the widow put in more than all the rest Mk 12:43; Lk 21:3. μηδὲν πλέον nothing more (Jos., Bell. 1, 43; cp. Just., D. 2, 3 οὐδὲν πλέον); the words than, except following are expressed by παρά and the acc. Lk 3:13 or by πλήν w. gen. Ac 15:28, w. εἰ μή Hs 1:6.—The acc. is used as an adv. more, in greater measure, to a greater degree (Herm. Wr. 13, 21 Nock after the mss.) Lk 7:42; IRo 1:1; IEph 6:2; w. a gen. of comparison Mt 5:20 (περισσεύω 1aβ); J 21:15; IPol 5:2 (s. Ad’Alès, RSR 25, ’35, 489–92). τριετίαν ἢ καὶ πλεῖον for three years or even more Ac 20:18 D (cp. TestAbr B 7 p. 111, 27 [Stone p. 70, 27]).—ἐπὶ πλεῖον any farther (of place) Ac 4:17 (TestGad 7:2; Ath. 12 [ἐπί 4bβ]); (of time) at length Ac 20:9 (ἐπί 18cβ) or any longer, too long 24:4; 1 Cl 55:1 (ἐπί 18cβ); any more, even more (ἐπί 13) 2 Ti 3:9; 1 Cl 18:3 (Ps 50:4). Strengthened πολὺ πλέον much more, much rather (4 Macc 1:8; cp. X., An. 7, 5, 15; BGU 180, 12f [172 A.D.] πολλῷ πλεῖον; Ar. 11, 7 πολλῷ πλεῖον) Dg 2:7; 4:5.—Also w. indications of number (s. 1bα) πλεῖον ἢ ἄρτοι πέντε Lk 9:13 (the words πλ. ἤ outside the constr. as X., An. 1, 2, 11). In πλείω δώδεκα λεγιῶνας ἀγγέλων more than twelve legions of angels Mt 26:53 the text is uncertain (B-D-F §185, 4; s. Rob. 666).—The adv. can also be expressed by πλειόνως (Aeneas Tact. 237; Jos., Ant. 17, 2; Leontios 24, p. 52, 10) more ὅσον … πλειόνως the more … the more IEph 6:1.ⓒ superl. πλεῖστος, ονα. adj.א. superlative proper τὸ πλεῖστον μέρος the greatest part w. partitive gen. Hs 8, 2, 9; 9, 7, 4. As adv. acc. for the greatest part 8, 5, 6; 8, 10, 1 (s. μέρος 1d).ב. elative (s. Mayser II/1, 1926, 53) very great, very large (ὁ) πλεῖστος ὄχλος Mt 21:8 (ὁ πλεῖστος ὄχλος could also be the greatest part of the crowd, as Thu. 7, 78, 2; Pla., Rep. 3, 397d); Mk 4:1.β. subst. οἱ πλεῖστοι the majority, most Ac 19:32 D (Just., D. 1, 4; cp. D. 48, 4 πλεῖστοι).③ pert. to being high on a scale of extentⓐ positive πολύς, πολλή, πολύα. as simple adj., to denote degree much, great, strong, severe, hard, deep, profound (Diod S 13, 7, 4 πολὺς φόβος; schol. on Apollon. Rhod. 4, 57; 58 p. 265, 3 πολλὴ δικαιοσύνη; Eccl 5:16 θυμὸς π.; Sir 15:18 σοφία; TestAbr A 20 p. 103, 4 [Stone p. 54] ἀθυμία; Just., D. 3, 1 ἠρεμία) ἀγάπη Eph 2:4. ἀγών 1 Th 2:2. ἄθλησις Hb 10:32. ἁπλότης Hv 3, 9, 1. ἀσιτία Ac 27:21. βία 24:6 [7] v.l. γογγυσμός J 7:12. διακονία Lk 10:40. δοκιμή 2 Cor 8:2. δόξα Mt 24:30; Hv 1, 3, 4; 2, 2, 6. δύναμις Mk 13:26. ἐγκράτεια strict self-control Hv 2, 3, 2. εἰρήνη complete or undisturbed peace (Diod S 3, 64, 7; 11, 38, 1) Ac 24:2. ἔλεος 1 Pt 1:3. ἐπιθυμία 1 Th 2:17. ζημία Ac 27:10. ζήτησις 15:7. θλῖψις 2 Cor 2:4a; 1 Th 1:6. καύχησις 2 Cor 7:4b (pred.). μακροθυμία Ro 9:22. ὀδυρμός Mt 2:18. παράκλησις 2 Cor 8:4. παρρησία (Wsd 5:1) 3:12; 7:4a (pred.); 1 Ti 3:13; Phlm 8. πεποίθησις 2 Cor 8:22c. πλάνη 2 Cl 1:7. πληροφορία 1 Th 1:5. πόνος Col 4:13. σιγή a great or general hush (X., Cyr. 7, 1, 25; Arrian, Anab. 5, 28, 4) Ac 21:40. στάσις 23:10. τρόμος 1 Cor 2:3. φαντασία Ac 25:23. χαρά 8:8; Phlm 7. ὥρα πολλή late hour (Polyb. 5, 8, 3; Dionys. Hal. 2, 54; Jos., Ant. 8, 118) Mk 6:35ab.β. subst. πολλά in the acc. used as adv. greatly, earnestly, strictly, loudly, often etc. (X., Cyr. 1, 5, 14; Diod S 13, 41, 5; Lucian, Dial. Deor. 19, 2; Aelian, VH 1, 23; 4 Km 10:18; Is 23:16; TestSol 1:1; GrBar; ApcMos; Jos., Ant. 14, 348) ἀλαλάζειν πολλά Mk 5:38 (s. ἀλαλάζω). πολλὰ ἁμαρτάνειν Hs 4:5c (ApcMos 32). π. ἀνακρίνειν Ac 28:18 v.l. π. ἀπορεῖν Mk 6:20 (Field, Notes 29). π. ἀσπάζεσθαι 1 Cor 16:19 (s. ἀσπάζομαι 1a). δεηθῆναι π. (GrBar 4:14; Jos., Vi. 173; 343) Hs 5, 4, 1. διαστέλλεσθαι Mk 5:43 (s. διαστέλλω). π. ἐπιτιμᾶν 3:12. π. ἐρωτᾶν earnestly pray Hv 2, 2, 1. κατηγορεῖν π. Mk 15:3 (s. κατηγορέω 1a). κηρύσσειν π. talk freely 1:45. κλαίειν bitterly Ac 8:24 D (ApcMos 39). κοπιᾶν (ApcMos 24; CIG IV 9552, 5 … μοι πολλὰ ἐκοπίασεν, cp. Dssm., LO 266, 5 [LAE 317]) work hard Ro 16:6, 12; 2 Cl 7:1b. νηστεύειν π. fast often Mt 9:14a. ὀμνύναι π. Mk 6:23. παρακαλεῖν Mk 5:10, 23; Ac 20:1 D; 1 Cor 16:12. π. πταίειν make many mistakes Js 3:2. π. σπαράσσειν convulse violently Mk 9:26a.—W. the art. ἐνεκοπτόμην τὰ πολλά I have been hindered these many times (cp. Ro 1:13 πολλάκις) Ro 15:22 (v.l. πολλάκις here too).γ. subst. πολύ in the acc. used as adv. greatly, very much, strongly (Da 6:15, 24 Theod.) ἀγαπᾶν πολύ show much affection, love greatly Lk 7:47b. κλαίειν π. weep loudly Rv 5:4.—Mk 12:27; Ac 18:27.ⓑ superlative, the neut. acc. πλεῖστον, α as adv. (sing. Hom. et al.; pl. Pind. et al.)α. pl. πλεῖστα in the formula of greeting at the beginning of a letter πλεῖστα χαίρειν (POxy 742; 744; 1061 [all three I B.C.]; PTebt 314, 2 [II A.D.] and very oft. in pap.—Griech. pap ed. Ltzm.: Kl. Texte 142, 1910, p. 4, 5, 6, 7 al.; Preis. II s.v. πλεῖστος) heartiest greeting(s) IEph ins; IMg ins; ITr ins; IRo ins; ISm ins; IPol ins.β. sing. τὸ πλεῖστον at the most (Aristoph., Vesp. 260; Diod S 14, 71, 3 πεμπταῖοι ἢ τὸ πλ. ἑκταῖοι; POxy 58, 17; PGiss 65:9) κατὰ δύο ἢ τὸ πλ. τρεῖς (word for word like Περὶ ὕψους 32, 1) 1 Cor 14:27.—B. 922f. DELG. M-M. EDNT. TW. -
58 πολλοστός
πολλοστός, 1) einer von vielen; πολλ. ὢν τῶν Συρακοσίων, einer von vielen der Syrakusier, d. i. ein gemeiner, geringer Syrakusier, Isocr. 5, 65. Daher gering, klein, ἡδοναί, Plat. Phil. 44 e; bes. τὸ πολλοστὸν μέρος, Lys. 14, 29; πολλ. μέρος, ὧν προςεδοκᾶτε, 19, 38; bes. mit der Negation, οὐδὲ πολλοστὸν μέρος, auch nicht das Geringste, Lys. 14, 46. 19, 34, wie Pol. 15, 11, 10; οὐδὲ πολλ. μέρους ἀξιοῠν, Is. 1, 34. – Auch τὰ πολλοστὰ σκληρότητι, Plat. Phil. 44 e, das am wenigsten Harte. – 2) von der Zeit, πολλοστῷ ἔτει, in den letzten von vielen Jahren, d. i. nach vielen Jahren, πολλοστῷ χρόνῳ, Dem. 24, 196, nach langer Zeit; vgl. Ar. Pax 551 u. Mein. Men. p. 116. – 3) Bei Sp., wie LXX., = πολύς.
-
59 νέμω
νέμω, fut. νεμῶ u. Sp. νεμήσω, wie Long. 2, 23, νεμοῦμαι, Dem. 21, 203, νεμήσομαι, D. Hal. 4, 7, pass., App. B. C. 4, 3, aor. ἔνειμα, perf. νενέμηκα, aor. pass. ἐνεμήϑην u. ἐνεμέϑην, Dem. 36, 38 u. Sp., aor. med. ἐνειμάμην, auch ἐνεμησάμην, Hippocr., Clearch. bei Ath. XII, 541 c, s. Lob. zu Phryn. 742; – 1) austheilen, vertheilen; bei Hom. meist Speise und Trank, κρέα δαίετο καὶ νέμε μοίρας, Od. 15, 140, vgl. 8, 470. 14, 436, κρέα νεῖμεν Ἀχιλλεύς, Il. 9, 217, σῖτον δέ σφιν ἔνειμε, Od. 14, 449, μέϑυ νεῖμον πᾶσιν, 7, 179; auch κύπελλα, 10, 357; Ζεὺς δ' αὐτὸς νέμει ὄλβον ἀνϑρώποισιν, ὅπως ἐϑέλῃσιν, ἑκάστῳ, Od. 6, 188; Ζεὺς τὰ καὶ τὰ νέμει, Pind. I. 4, 58, vgl. P. 5, 55; νόσων ἀκέσματ' ἄνδρεσσι νέμει, 5, 64; δαίμοσι νέμει γέρα, zutheilen, Aesch. Prom. 229; οὐκ ἔστιν ὅτῳ μείζονα μοῖραν νείμαιμ' ἢ σοί, 292; νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῖς, ὅσια δ' ἐννόμοις, Suppl. 398, öfter; ἣν τέκνοις μοῖραν πατρῴας γῆς διαίρετον νέμοι, Soph. Trach. 162; χέρνιβας, O. R. 240; οὐδὲν ϑεοὶ νέμουσιν ἡδύ μοι, zutheilen, Phil. 1009; τοῖς φίλοις τιμάν, Ai. 1330; auch αἵρεσιν, d. i. die Wahl lassen, 258; βροτοῖσι στόμα σαφέστατον νέμει, Eur. Or. 591, öfter; bes. Einem zutheilen, was ihm gebührt, ϑεῶν τὰ ἴσα νεμόντων, Her. 6, 11. 109; ϑάνατον, Todesstrafe zuerkennen, Plat. Legg. IX, 863 a, öfter; μηδὲν πλέον νέμοντες τοῖς φίλοις ἢ τοῖς ἐχϑροῖς, Gorg. 492 c; νεῖμαι δυνάμεις ἑκάστοις, Prot. 320 d; νείματε δὲ πάντων τὸ μέρος καὶ τῷ, Xen. Cyr. 4, 5, 53; τρίποδες κρεῶν μεστοὶ νενεμημένων, von Fleisch, das schon zerschnitten, in Portionen vertheilt war, An. 7, 3, 21 (vgl. κριϑῶν εἰς ἄλφιτα νεμηϑέντων, zermahlen, Plat. Legg. VIII, 849 c; πλεῖστα μέρη ἡ οὐσία νενεμημένη, in sehr viele Theile, Parmenid. 144 d); auch τὴν ἀξίαν ἑκάστοις νεῖμαι, ibid. 6, 4, 33, wie sonst ἀποδιδόναι, Folgde; τάξιν οὐκ ἔνεμον, wiesen keine Stelle an, Pol. 10, 29, 5; νείμας τὰ τῶν λαφύρων, die Beute vertheilen, 14, 7, 2. – Aus Verbindungen wie μεῖζον μέρος νέμοντος τῷ μὴ βούλεσϑαι ἀληϑῆ εἶναι, Thuc. 3, 3, eigentl. dem Wunsche einen größern Theil zuertheilen, d. i. mehr darauf geben, οἴκτῳ πλέον νέμοντες, 3, 48, wie auch Soph. ἁ' νὴρ ὅδ' ὡς ἔοικεν οὐ νέμειν ἐμοὶ φϑίνοντι μοῖραν, Trach. 1228 u. 57, τῷ ὄχλῳ πλέον νέμεις, Eur. Hec. 868, νέμοντες τῷ φϑόνῳ πλεῖον μέρος, Suppl. 241, entwickelt sich die Bdtg wofür halten, wofür nehmen, σὲ νέμω ϑεόν, ich halte dich für eine Gottheit, ehre dich, wie einen Gott, Soph. El. 147; μητρὸς μηδαμοῦ τιμὰς νέμειν, Aesch. Eum. 594; φίλον σ' ἐγὼ μέγιστον Ἀργείων νέμω, Soph. Ai. 1310; ἐγὼ δ' ἐμαυτὸν παῖδα τῆς τύχης νέμων, O. R. 1080, vgl. El. 538 u. O. C. 883; so Simonds. bei Plat. Prot. 339 c: οὐδέ μοι ἐμμελέως τὸ Πιττάκειον νέμεται. Daher auch = wozu annehmen, προστάτην, Einen zum Schutzherrn annehmen oder erwählen, Isocr. 8, 53; Arist. pol. 3, 1; D. Hal. 2, 9; οἱ νενεμημένοι, die in die Liste Aufgenommenen, Pol. 6, 47, 8. – Med. Etwas unter sich vertheilen, bes. vom Erbgut, οὐσίαν ἐνείμαντο πρὸς ἀλλήλους, Is. 7, 5; πρὸς τὸν ἀδελφὸν οὕτω ἐνειμάμην, Lys. 16, 10. 19, 46 u. sonst bei Rednern; νειμάσϑων πρῶτον γῆν τε καὶ οἰκίας, Plat. Legg. V, 739 e. – 2) weiden, auf die Weide treiben, füttern, vom Hirten, Od. 9, 233; νέμουσι κατ' Ἴδαν ποίμνια, Eur. Rhes. 551; Cycl. 28; νέμειν τε καὶ ἀροῦν vrbdt Plat. Rep. II, 373 d; καϑάπερ ποιμένες κτήνη πληγῇ νέμοντες, Critia. 109 b, öfter; Sp., τὴν δάμαλιν, Luc. D. D. 3, 1; übertr., χόλον, wie auch wir sagen: den Zorn nähren, Soph. El. 171; auch τὰ ὄρη νέμειν, die Berge abweiden, mit dem Vieh beweiden, Xen. Cyr. 3, 2, 20; pass., τὸ ὄρος νέμεται αἰξί, An. 4, 6, 17; überte., πυρὶ νέμειν πόλιν, eine Stadt durch Feuer verwüsten, Her. 6, 33, wenn man nicht besser hier, die erste Bdtg festhaltend, übersetzt: die Stadt dem Feuer zuertheilen, Preis geben; vgl. aber πυρὶ χϑὼν νέμεται, Il. 2, 780, u. die unten folgdn Beispiele. – Im med. weiden, vom Vieh, auf die Weide gehen, fressen, ἵπποις ἀμβροσίην Σιμόεις ἀνέτειλε νέμεσϑαι, Il. 5, 777, vgl. 15, 631 Od. 13, 407. 20, 164; auch ἄνϑεα ποίης νέμεσϑαι, abweiden, abfressen, Od. 9, 449; essen, τῶν νεμόμεσϑ' ἀνέρες, Soph. Phil. 701; λέαινα δρύοχα νεμομένα, Eur. Alc. 1164; ἔφασαν νεμομένας τὰς ἵππους ἁρπαχϑῆναι, Her. 8, 115; übertr., vom Feuer, um sich fressen und ergreifen, τὰ περιέσχατα νεμομένου τοῦ πυρός, 5, 101, und von einem bösartigen Geschwür, 3, 133, wie schon Hom. ἐν δὲ πυρὸς μένος ἧκε σιδήρεον ὄφρα νέμοιτο, Il. 23, 177. – 3) im med. bei Hom. oft mit dem accus., wie πατρώϊα πάντα νέμεσϑαι, Od. 20, 336, vom Eigenthum, bes. liegenden Gründen od. Ackerbesitzungen, besitzen und genießen, wobei wohl mehr an die unter 2) erkl. Bdtg zu denken ist, als daran, daß man seinen rechtmäßigen Antheil besitzt; τεμένη νέμεσϑαι, Od. 11, 185 Il. 12, 313, vgl. 6, 195. 20, 185, und ἔργα νέμεσϑαι, 2, 751; Hes. O. 119. 233; ähnlich ἄλσεα νέμεσϑαι, Il. 20, 8; mit Ortsnamen, Ἰϑάκην, Ὑρίην u. vgl., Od. 2, 167 Il. 2, 496. 531. 633, diese Orte innehaben, bewohnen. – Pind. Χαρίτων νέμομαι κᾶπον, Ol. 9, 29, τοὺς ἀγροὺς νέμεαι, P. 4, 150, ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα, sie genießen, Ol. 2, 73, ἁμέραν τὰν παρὰ Δί, N. 10, 56, auch ταπεινά, 3, 78; Tragg., Ἀσίας ἕδος νέμονται, οἳ πόλισμα Καυκάσου πέλας νέμονται, Aesch. Prom. 410. 420, κακὸν σκότον νέμονται, Eum. 72; εἰ πόλιν νεμοίμην ἀσφαλῆ, Eur. Rhes. 475. 700, vgl. Troad. 1088; öfter bei Her., γῆ, τὴν νέμονται Σκύϑαι, das Land, welches die Scythen beweiden und überh. benutzen, bewohnen, 4, 11, πόλις, αἳ τὸν Ἄϑων νέμον ται, 7, 22; τὸ τέμενος ἔσπειρε καὶ ἐνέμετο, 8, 116, wo die Beziehung auf das Weiden mehr hervortritt; von anderem Besitz, 4, 165, ἐξαίρετα πολλὰ ἐνέμοντο 5, 45, μέταλλα 7, 112, öfter; γῆν νέμεσϑαι, für sich bebauen, Thuc. 1, 58. 2, 23, πόλιν, 1, 74. 84, ἐμπόρια καὶ μέταλλα, 1, 100; auch Sp., νέμεσϑαι τὴν αὐτὴν χώραν τὸν πλείω χρόνον, Pol. 4, 32, 10. – Es findet sich aber auch das act. so gebraucht, ἕδος Ὀλύμπου νέμων ἀέϑλων τε κορυφὰν πόρον τ' Ἀλφεοῦ, Pind. Ol. 2, 13, vgl. 11, 13; δαίμονές τε καὶ βροτοὶ Παλλάδος πόλιν νέμοντες, Aesch. Eum. 971; auch πρόσω τιμὰς νέμειν, Ehre haben, genießen, 717; Γᾶ, ἃ τὸν μέγαν Πακτωλὸν εὔ. χρυσον νέμεις, Soph. Phil. 393; daher auch = beherrschen, handhaben (vgl. νωμάω), ὁ πάντα νέμων Ζεύς, Aesch. Prom. 524, πραπίδων οἴακα νέμων, Ag. 776, ἀσπίδα, Spt. 572; Πεισίστρατος ἐπὶ τοῖσι κατεστεῶσι ἔνεμε τὴν πόλιν, verwaltete, Her. 1, 59, vgl. 3, 39. 5, 29; οἱ πρυτάνις τῶν ναυκράρων, οἵπερ ἔνεμον τότε τὰς Ἀϑήνας, 5, 71; μηδετέρους οἰκεῖν τὸ χωρίον, ἀλλὰ κοινῇ νέμειν, Thuc. 5, 42; auch einzeln bei Sp., wie Strab. 11, 13, 11 von Frauen sagt ὅτι πλείστους νέμειν ἄνδρας.
-
60 ἐπι-βάλλω
ἐπι-βάλλω (s. βάλλω), 1) daraufwerfen, ἅς (τρίχας) ἐπέβαλλον κειρόμενοι, auf den Todten, Il. 23, 135; oft in tmesi, z. B. ἐπὶ δὲ χλαῖναν βάλεν αὐτῷ Od. 14, 520; ἑωυτὸν ἐπέβαλε ἐς τὸ πῦρ, stürzte sich ins Feuer von oben her, Her. 7, 107; ἐπιβαλῶ ὕλην Xen. An. 3, 5, 10; ἄνωϑεν ἐπιβαλόντες Thue. 2, 52; ἐπὶ ἁμάξας 4, 48; ἐπὶ τοὺς πτόρϑους καὶ τοὺς νέους κλῶνας κόπρον Plat. Prot. 334 b; – χεῖρά τινι, Hand anlegen, Ar. Lys. 440 Nubb. 933; vgl. Aesch. καὶ πότ' ἂν Ζεὺς ἐπὶ χεῖρα βάλοι; Ch. 389; übertr., τὰς χεῖρας τοῖς πράγμασι Pol. 3, 2, 8; Ῥωμαίοις 18, 34, 8; – ὀφϑαλμόν τινι, wie wir, das Auge auf Einen werfen, Alexis bei B. A. 110; Luc. u. a. Sp.; VLL. erkl. περιέργως ϑεᾶσϑαι. – 2) auflegen, ἵπποις ἱμάσϑλην, d. i. ihnen die Peitsche geben, Od. 6, 320; πληγάς τινι Xen. Lac. 2, 9; σφραγῖδα, ein Siegel darauf drücken, legen, Ar. Thesm. 415, wie σύμβολον Av. 1215; γράμμασι σημεῖα Plat. Legg. IX, 856 a; τὸν δακτύλιον, den Siegelring aufdrücken, Her. 2, 38; χαρακτῆρα Arist. Polit. 1, 9; – bei den Aerzten = Pflaster, Salben u. dgl. auflegen. – Bes. auch Strafe, Tribut u. dgl. auferlegen, Her. 1, 106; φυγὴν ἑωυτῷ ἐκ Λακεδαίμονος 7, 3; καί σφι ὑπ' Ἀργείων ἐπεβλήϑη ζημίη 6, 92; τοῖς ἀπειϑοῦσι ζημίας Plat. Legg. XII, 949 d; Lys. 9, 6; ἐπιβολάς 20, 14; absol., bestrafen, 15, 5 u. Sp.; φόρον ταῖς πόλεσι Plut. Ant. 51. – Aehnl. ἀνάλγητα γἁρ οὐδ' ἐπέβαλε ϑνατοῖς Κρονίδας Soph. Tr. 128; λύπην τινί Eur. Med. 1115; κινδύνους καὶ φόβους ψυχαῖς Plat. Theaet. 173 a; ἐπιβάλλοντος αὐτοῦ, ἃ φέρειν οὐκ ἠδύναντο Thuc. 8, 108; – κλήματα ἐπιβάλλειν, in die Höhe gehen, wachsen lassen, Theophr. – 3) mit Auslassung von ἑαυτόν, intrans., sich wohin bewegen, darauflosfahren; vom Schiffe, ἡ δὲ Φεὰς ἐπέβαλλεν, es segelte nach Pheä zu, Od. 15, 297; H. h. Apoll. 427; anfallen, πατοῦσαι ἀλλήλας καὶ ἐπιβάλλουσαι Plat. Phaedr. 248 a. Bes. Sp., Ἀλέξανδρος ἐπέβαλε τοῖς Ἀρβήλοις D. Sic. 17, 64; λόφοις Pol. 5, 18, 3; auch ἐπὶ τὸν τόπον ἐπιβαλεῖν, 5, 6, 6; εἰς Ἰταλίαν, 2, 24, 17; εἰς τοὺς Λοκρούς 12, 10, 2; τὰ κύματα ἐπέβαλλεν ἐς τὸ πλοῖον N. T. Uebertr., sich auf Etwas werfen, es betreiben, τοῖς κοινοῖς πράγμασι Plut. Cic. 4; τοῖς αὐλοῖς D. Sic. 3, 59; τούτῳ ἐπιβαλών, darauf merkend, M. Anton. 10, 30; – darauf fallen, πρὶν τὸν ἥλιον ἐπιβάλλειν Pol. 4, 78, 7; vgl. Plat. Crat. 409 a; – darauf folgen, τινί, Plut. Aem. Paul. 33, vgl. Pol. 11, 23, 2; ἐπιβαλὼν ἔφη, darauf, 1, 80, 1, öfter; – ἐπιβάλλει μοι, auch ἐπιβάλλει μοί τι, es fällt mir Etwas zu, kommt mir zu, betrifft mich, geht mich an, μόριον, ὅσον αὐτοῖσι ἐπέβαλλε Her. 7, 23; ἀπολαχόντες τῶν κτημάτων τὸ ἐπιβάλλον 4, 115, den gebührenden Theil; wie Dem. τὸ ἐπιβάλλον ἐφ' ἡμᾶς μέρος, 18, 254; καϑ' ὅσον ἐπιβάλλει μέρος ἑκάστῳ τοῦ ζῆν καλῶς Arist. Pol. 5, 6; κατὰ τὸ ἐπιβ. αὐτοῖς μέρος D. Sic. 14, 17, Pol. u. a. Sp. Vgl. z. B. Plut. adv. gt. 12, der auch ἐπιβάλλει τοῦτο ποιεῖν sagt, es ist Pflicht, dies zu thun. – 4) Med. sich auf Etwas werfen, darüber herfallen, ἐνάρων, über die Waffenbeute, Il. 6, 68; übh. wonach trachten, τοὺς ὅρκους λύειν ἐπιβάλλεται Dem. 18, 164. 165, wie Pol. 1, 4, 3 u. öfter; auch οὐκ ἀνάνδρῳ ἐπεβάλετο τόλμῃ καὶ πράξει, machte sich daran, 5, 81, 1; c. acc., τοσοῦτον ἔργον Plat. Tim. 48 c, wie Soph. 264 b; τὴν μέϑοδον Arist. polit. 2, 1; c. gen., τοῦ εὖ ζῆν ἐπιβάλλονται, trachten danach, 1, 9. – Sich Etwas anlegen, sich mit Etwas bekleiden, wie Eur. Med. 840 ἐπιβαλλομέναν (Κύπριν) χαίταισιν εὐώδη ῥοδέων πλόκον ἀνϑέων, der Schol. erkl. περιτιϑεμένην; Hippocr. u. Sp., wie N. T., ἐπιβεβλημένος σινδόνα, u. ä. – Uebertr., αὐϑαίρετον δουλείαν, über sich nehmen, Thuc. 6, 41. – Bei Xen. An. 4, 3, 28 sind τοξόται ἐπιβεβλημένοι Schützen, die den Pfeil aufgelegt haben, schußfertig sind, wie 5, 2, 12 ἐπιβεβλῆσϑαι ἐπὶ ταῖς νευραῖς. – Bei Pol. 24, 4, 10 σφραγῖδας, wie oben im activ.
См. также в других словарях:
μέρος — share neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
μέρος — το 1. τμήμα ενός όλου, κομμάτι, μερίδιο: Δε συμφωνούσε με όλα τα μέρη του σχεδίου. 2. χώρα, πατρίδα, πόλη: Κατάγεται από τα μέρη μας. 3. θέση, σημείο, τόπος: Ταξίδεψε σε όλα τα μέρη του κόσμου. 4. αποχωρητήριο, τουαλέτα: Πονούσε η κοιλιά του και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άνω Μέρος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 301 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Κέδρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συβρίτου … Dictionary of Greek
κοντό(ή)μερος — η, ο αυτός που του μένουν λίγες ημέρες ζωής, που κοντεύουν οι ημέρες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… … Dictionary of Greek
ρήμα — Μέρος του λόγου που στην παραδοσιακή γραμματική δηλώνει ενέργεια, πάθος ή κατάσταση. Στις γλώσσες όπου υπάρχει (σύμφωνα με τη διάκριση που έκανε ο Αριστοτέλης) καθορίζεται ως μέρος του λόγου, που έρχεται σε αντίθεση προς το όνομα και έχει… … Dictionary of Greek
ώμος — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek
ανθοδόχη — Μέρος του άνθους που συνιστά το πάνω μέρος του ανθικού ποδίσκου. Έχει σχήμα κυπέλλου ή δισκίου και δέχεται τον κάλυκα, τη στεφάνη, το ανδρείο και το γυναικείο. Σε ορισμένα φυτά (φράουλα, σύκο, μήλο κ.ά.), κατά τη διάρκεια της καρποφορίας η α.… … Dictionary of Greek
μέρει — μέρος share neut nom/voc/acc dual (attic epic) μέρεϊ , μέρος share neut dat sg (epic ionic) μέρος share neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)