-
1 kısım
μέρος, τμήμα, μερίδα -
2 endroit
μέρος -
3 partie
μέρος -
4 flíček
μέρος -
5 miejscowość
μέρος -
6 plac
μέρος -
7 сторона
сторон||аж1. (направление) ἡ κατεύ-θυνση [-ις], τό μέρος, ἡ μεριά:в \сторонае́ леса προς τό μέρος τοῦ δάσους· пойти в разные стороны πηγαίνω σέ διαφορετικές κατευθύνσεις·2. (местность, страна) ὁ τόπος, τό μέρος:родная \сторона ἡ πατρίδα, ἡ γενέτειρα· чужая \сторона ὁ ξένος τόπος·3. (бок, боковая часть, пространство сбоку от чего-л.) τό πλευρό[ν], ἡ πλευρά, τό πλάι:πο эту (ту) сторону ἀπό αὐτή (άπό τήν ἄλλη) μεριά· по обе \сторонаы дороги ἀπό τίς δύο πλευρές τρῦ δρόμου· со всех сторон ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· в \сторонае́ παραπέρα, στό πλάϊ, κατά μέρος· смотреть со \сторонаы κοιτάζω ἀπό μακριά· смотреть на себя со \сторонаы φαντάζομαι τήν είκόνα πού παρουσιάζω· уклониться в сторону παρεκκλίνω· отложить что́-л. в сторону βάζω κατά μέρος·4. (поверхность предмета) ἡ πλευρά, ἡ ἐπιφάνεια, ἡ Οψη [-ις]:лицевая \сторона материи ἡ ὅψη (или ἡ καλή) ὑφάσματος· обратная \сторона медали прям., перен ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ νομίσματος·5. (в споре, в процессе и т. п.) τό μέρος, ἡ πλευρά:противная \сторона τό ἀντίθετο μέρος, ἡ ἀντίδικος πλευρά· привлекать на свою сторону προσελκύω μέ τό μέρος μου· стать на чью-л. сторону παίρνω τό μέρος κάποιου· Высокие договаривающиеся стороны дипл. οἱ 'Υψηλοί Συμβαλλόμενοι, τά 'Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη·6. (точка зрения) ἡ ἀποψη, ἡ πλευρά:рассмотреть вопрос со всех сторон ἐξετάζω τό ζήτημα ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· ◊ с моей \сторонаы ἐκ μέρους μου, ἀπό μέρους μου· это очень ми́ло с твоей \сторонаы εἶναι πολύ εὐγενικό ἐκ μέρους σου· ни с той, ни с другой \сторонаы ὁὔτε ἀπ' τό ἕνα ὁὔτε ἀπό τό ἄλλο μέρος· с одной \сторонаы... с другой \сторонаы... ἀφ' ἐνός μέν... ἀφ' ἐτερου δέ..., ἀπ' τή μιά μεριά..., ἀπ' τήν ἄλλη...· родственник со \сторонаы матери συγγενής ἐκ μητρός· держаться в \сторонае́ μένω οὐδέτερος, δέν ἀνακατεύομαι· оставить в \сторонае что-л. ἀφήνω κάτι κατά μέρος· отпустить на все четыре \сторонаы διώχνω νά πάει ὅπου θέλει· узнать что-л, \сторонаой μαθαίνω κάτι Εμμεσα· шутки в сторону! τ' ἀστεία κατά μέρος, ἄσε τ' ἀστεία! -
8 сторона
-ы, αιτ. сторону, πλθ. стороны, -рон, -ам θ.1. πλευρό, πλευρά, μέρος•в -у леса προς το μέρος του δάσους•
со -ы поля από το μέρος του χωραφιού•
разойтитесь в разные -ы διαλυθείτε (φύγετε) προς διάφορες κατευθύνσεις.
|| το πλάι•смотреть в -у κοιτάζω στο πλάι•
в -е στο πλάι, δίπλα.
|| σημείο, σημάδι•-ы горизонта τα σημεία του ορίζοντα.
2. τόπος, μέρος• τοποθεσία• περιοχή• χώρα•родная сторона η γενέτειρα•
чужая сторона ξένος τόπος, η ξενιτειά, τα ξένα.
3. μτφ. άκρη, μπάντα, αμεθεξία•держаться в -έ κάθομαι στην άκρη, αμέτοχος, απέχω.
|| μτφ. (με την πρόθεση «С») από τα έξω•со -ы виднее, кто прав απ έξω φαίνεται καλύτερα, ποιος έχει δίκαιο•
посмотреть со -ы κοιτάζω απ έξω.
4. επιφάνεια, όψη, πλευρά•лицевая сторона πρόσοψη, φάτσα• η καλή μεριά, η όρθα.
|| μτφ. άποψη•художественная сторона спектакля η καλλιτεχνική πλευρά του θεάματος•
юридиче-скэя сторона дела η νομική πλευρά της υπόθεσης.
5. ομάδα•враждующие -ы οι εχθρικές πλευρές•
договаривающие -ы τα συμβαλλόμενα μέρη.
6. επίρ. -ой παρακάμπτοντας, προσπερνώντας• κοντά, έξω απο, εκτός.7. (μαθ.) πλευρά•-ы треугольника οι πλευρές του τριγώνου.
εκφρ.в -е от кого – ξεχωριστά απο, ιδιαίτερα•в -у – κατηγ. α) αποφεύγω, παρακάμπτω, αντιπαρέρχομαί. β) κατά μέρος, στην μπάντα (για κάτι ασήμαντο), γ) χώρια, κατά μέρος•на -у – σε ξένους (πουλώ κ.τ.τ.)• со -ы από άποψη, πλευρά•обсудить со всех -он – συζητώ (εξετάζω) απ όλες τις πλευρές•с вашей -ы – από την πλευρά σας•дядя со -ы отца – θείος από τον πατέρα•с одной -ы..., с другой -ы... – από τη μια πλευρά..., από την άλλη πλευρά... ή αφ ενός..., αφ ετέρου...• узнать -ой μαθαίνω εξώδικα•быть на -е – είμαι με το μέρος (κάποιου)•принять (орать, взять) -у чью – παίρνω το μέρος κάποιου•идти (отправляться, убирать(ся) на все четыре стороны – πηγαίνω όπου θέλω, όπου μου γουστάρει•смотреть (глядеть) по -ам – περιφέρω το βλέμμα μου. -
9 часть
част||ьж1. (доля целого) τό μέρος, τό τμήμσ, τό μερίδιο[ν], τό κομμάτι[ον], ἡ μερίδα [-ίς]:\часть вдания τό μέρος τοῦ κτιρίου· \частьи тела τά μέρη τοῦ σώματος· \частьи машины τά μέρη τής μηχανής· запасные \частьи τά ἀνταλλακτικά· большая \часть τό μεγαλύτερο μέρος· меньшая \часть τό μικρότερο μέρος, τό μικρότερο μερίδιο· составная \часть τό ὁργανικό μέρος· \частьи света οἱ πέντε ήπειροι· \часть публики ἕνα μέρος τοῦ κοινοῦ· роман в трех \частьях τό μυθιστόρημα σέ τρία μέρη· казенная \часть (оружия) τό ούραϊον ὀπλου· выплата \частья́ми πληρωμή σέ δόσεις· по \частья́м σέ δόσεις· рвать на \частьи прям., перен κάνω κομμάτια·2. (отдел) τό τμήμα, ὁ τομέας:санитарная \часть τό τμήμα ὑγειονομικής ὑπηρεσίας· пожарная \часть ὁ πυροσβεστικός σταθμός· учебная \часть τό ἐκπαιδευτικό τμήμα·3. воен. ἡ μονάδα, τό τμήμα:воинская \часть ἡ μονάδα στρατοῦ· пехотные \частьи τά τμήματα πεζικοὔ· танковые \частьи τά τμήματα ἀρμάτων μάχης· передовые \частьи οἱ προφυλακές, τά τμήματα τής πρώτης γραμμής· ◊ материальная \часть ὁ ὁπλισμός· \частьи речи грам. τά μέρη τσῦ λόγου· это не по моей (его) \частьи разг αὐτό δέν εἶναι τής ἀρμοδιότητας μου (του)· по большей \частьи, большей \частьыо ὡς ἐπί τό πλείστον разрываться на \частьи́ γίνομαι χίλια κομμάτια -
10 пункт
1. (место, связанное с каким-л. действием, событием, используемое для чего-л.) το σημείο, το μέροςтриангуляционный - см. тригпунктузловой - ж.-д. о κόμβος2. (раздел документа или текста, обозначенный номером или буквой) η παράγραφος, το μέροςкульминационный - το κατακόρυφο σημείο, η κορύφωσητο κορύφωμα, ο κολοφών3. (помещение, приспособленное для какой-л. работы, занятий, операций) о σταθμός, ο τόπος, το μέρος, το κέντρο* - приёма (тлг.) το κέντρο λήψηςремонтный - το κέντρο/μαγαζί επιδιορθώσεων/επισκευώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пункт
-
11 часть
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. μέρος (του όλου), τμήμα•часть долга μέρος του χρέους•
часть здания τμήμα του κτιρίου.
2. μέλος•часть тела μέλος του σώματος.
3. το μερίδιο, το μερτικό•я взял свою часть εγώ πήρα το μερίδιο μου.
4. το εξάρτημα•частьи часов τα μέρη του ωρολογίου•сборка -ей συναρμολόγηση των μερών•
часть запасныечастьи τα ανταλλακτικά.
5. η πλευρά•художественная часть произведения το καλλιτεχνικό μέρος του έργου.
6. μέρος(υποδιαίρεση)•роман в пяти -ях с эпилогом μυθιστόρημα σε πέντε μέρη με επίλογο.
7. τμήμα, τομέας•часть санитарная -υγειονομικό τμήμα•
учебная часть διδακτικός τομέας•
хозяйственная часть οικονομικός τομέας.
8. (στρατ.) τμήμα•пехотныечастьи τμήματα πεζικού.
9. τμήμα πόλης.10. αστυνομικό τμήμα.11. παλ. η τύχη.εκφρ.в тойчастьи – σ αυτόν το βαθμό•почастьи ή вчастьи – σχετικά, σε σχέση (με)•львиная часть – η μερίδα του λιονταριού-частьи речи (γραμμ.) τα μέρη του λόγου•часть благую часть избрать – παλ. μτφ. παίρνω την καλύτερη απόφαση (ευβουλία)- войти ή вступить в -•, быть вчастьи παίρνω μέρος, συμμετέχω•разрываться начастьи – γίνομαι κομμάτια (ασχολούμαι ταυτόχρονα με πολλές δουλειές)•рвать начастьи – ενοχλώ με διάφορα ζητήματα. -
12 Turn
v. trans.P. and V. τρέπειν, στρέφειν, ἐπιστρέφειν.Translate: P. μεταφέρειν.Let us turn our steps from this path: V. ἔξω τρίβου τοῦδʼ ἴχνος ἀλλαξώμεθα (Eur., El. 103).Turn a corner: Ar. and V. κάμπτειν.Where are you turning your head? Ar. τὴν κεφάλην ποῖ περιάγεις; ( Pax, 682).Turn one's neck: P. περιάγειν τὸν αὐχένα (Plat., Rep. 515C).Turn on a lathe: Ar. and P. τορνεύειν.V. intrans. P. and V. τρέπεσθαι, στρέφεσθαι, ἐπιστρέφεσθαι.Turn in the race-course: V. κάμπτειν (Soph., El. 744).Become: P. and V. γίγνεσθαι.Turn about: see Turn back (Turn).Turn against, estrange, v. trans.: P. ἀλλοτριοῦν, ἀπαλλοτριοῦν.Embroil: Ar. and P. διιστάναι.Betray: P. and V. προδιδόναι.Turn from its course: P. παρατρέπειν, P. and V. ἐκτρέπειν, ὑπεκτρέπειν, V. παρεκτρέπειν, διαστρέφειν; see Divert.Turn aside, v. intrans.: P. and V. ἐκτρέπεσθαι, ὑπεκτρέπεσθαι, ἀποτρέπεσθαι, ἀποστρέφειν (or pass.), P. παρατρέπεσθαι, ἐκκλίνειν.Turn away: see Turn aside (Turn).Send back: Ar. and P. ἀποπέμπειν.Turn back, v. intrans.: P. and V. ἀποστρέφειν (or pass.), ὑποστρέφειν (or pass.), ἀναστρέφειν, Ar. and P. ἐπαναστρέφειν.Turn from, v. trans., deter: Ar. and P. ἀποτρέπειν; see deter; v. intrans., V. ἀποτρέπεσθαι (acc.), Ar. and V. ἀποστρέφεσθαι (acc.) (also Xen.), P. ἀποτρέπεσθαι ἐκ (gen.).Desist from: P. and V. ἀφίστασθαι (gen.), ἐξίστασθαι (gen.), V. μεθίστασθαι (gen.).Turn into, change into, v. trans.: P. μεταλλάσσειν (εἰς. acc.).Turn into a beast: V. ἐκθηριοῦσθαι.Change into: P. μεταβαίνειν εἰς (acc.), μεταβάλλειν εἰς (acc.) or ἐπί (acc.).Turn out, manufacture, v. trans.: see Manufacture.Be turned out of doors: P. and V. ἐκπίπτειν.Turn out, result, v. intrans.: P. and V. ἐκβαίνειν, τελευτᾶν, ἐξέρχεσθαι, P. ἀποβαίνειν, V. τελεῖν, ἐξήκειν, ἐκτελευτᾶν, Ar. and P. συμφέρεσθαι.Turn over in one's mind: see Ponder.Turn over a new leaf: V. μεθαρμόζεσθαι βελτίω βίον (Eur., Alc. 1157).Turn round, v. trans.: P. and V. ἀνακυκλεῖν (pass. in Plat.), ἐπιστρέφειν, περιάγειν (Eur., Cycl. 686).Change: P. περιίστασθαι.Not turning round, adj.: V. ἄστροφος (Soph., O. C. 490).Turn tail: P. and V. ὑποστρέφειν, V. νωτίζειν; fly.Turn to, have recourse to: P. and V. τρέπεσθαι πρός (acc.), P. καταφεύγειν εἰς, or πρός (acc.), V. φεύγειν εἰς (acc.).Turn to account: P. and V. χρῆσθαι (dat.).Capsize: V. ὑπτιοῦσθαι.——————subs.Opportunity: P. and V. ὥρα, ἡ, καιρός, ὁ.Turn of the scale, met.: P. and V. ῥοπή, ἡ.Twist, trick: P. and V. στροφή, ἡ.He will wait the turn of events: P. προσεδρεύσει τοῖς πράγμασι (Dem. 14).The pair had hardly taken two or three turns ( in walking) when Clinias enters: P. οὔπω τούτω δύʼ ἢ τρεῖς δρόμους περιεληλυθότε ἤτην καὶ εἰσέρχεται Κλεινίας (Plat., Euthy. 273A).Duty coming round by rotation: P. and V. μέρος, τό.In order: P. and V. ἐφεξῆς, ἑξῆς.By relays: P. κατʼ ἀναπαύλας.Alternately: P. and V. παραλλάξ.In turn: P. and V. ἐν μέρει, ἐν τῷ μέρει.I will speak in your turn: P. ἐγὼ ἐρῶ ἐν τῷ σῷ μέρει (Plat., Symp. 185D).In return: P. and V. αὖ, αὖθις.In compounds: use ἀντι, e. g.hear in turn: P. and V. ἀντακούειν (Xen.).Be captured in turn: V. αὖθις ἀνθαλίσκεσθαι.Out of turn: P. παρὰ τὸ μέρος (Xen.).They took it in turns to sleep and do the rowing: P. οἱ μὲν ὕπνος, ἡροῦντο κατὰ μέρος, οἱ δὲ ἤλαυνον (Thuc. 3, 49).Taking one's turn: use adj., P. and V. διάδοχος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Turn
-
13 левый
левый 1) в разн. знач. αριστερός· \левыйая рука το αριστερό χέρι* \левыйая сторона το αριστερό μέρος· с \левыйой стороны από τ' αριστερό μέρος, από τ' αριστερά 2) полит.: \левыйые партии η αριστερά* * *1) в разн. знач. αριστερόςле́вая рука́ — το αριστερό χέρι
ле́вая сторона́ — το αριστερό μέρος
с ле́вой стороны́ — από τ'αριστερό μέρος, από τ'αριστερά
2) полит.ле́вые па́ртии — η αριστερά
-
14 место
I место η θέση μου' мой друзья οι φίλοι μου II место с 1) ο τόπος· η θέση (тж. театр.)· свободное \место η ελεύθερη θέση* положить на \место τοποθετώ* на \местое επί τόπου· занимать \место κρατώ θέση· занять первое \место παίρνω την πρώτη θέση* \место рождения ο τόπος γέννησης 2) (местность) о τόπος, η τοποθεσία, το μέρος· в наших \местоах στον τόπο μας* в этом \местое εδώ, σ' αυτό το μέρος 3) (должность) η θέση, το πόστο* * *с1) ο τόπος; η θέση (тж. театр.)свобо́дное ме́сто — η ελεύθερη θέση
положи́ть на ме́сто — τοποθετώ
на ме́сте — επί τόπου
занима́ть ме́сто — κρατώ θέση
заня́ть пе́рвое ме́сто — παίρνω την πρώτη θέση
ме́сто рожде́ния — ο τόπος γέννησης
2) ( местность) ο τόπος, η τοποθεσία, το μέροςв на́ших ме́ста́х — στον τόπο μας
в э́том ме́сте — εδώ, σ'αυτό το μέρος
3) ( должность) η θέση, το πόστο -
15 часть
часть ж .1) το μέρος· το τμήμα (участок)· το κομμάτι (кусок)· \частьи тела τα μέρη του σώματος· большая \часть το μεγαλύτερο μέρος; составные \частьи τα συστατικά μέρη; \частьи света τα μέρη του κόσμου; запасные \частьи τα ανταλλακτικά 2) (отдел) το τμήμα, ο τομέας 3) воен. η μονάδα, το τμήμα ◇ \частьи речи τα μέρη του λόγου; по большей \частьи συνήθως, κατά το πλείστο* * *жчасти те́ла — τα μέρη του σώματος
бо́льшая часть — το μεγαλύτερο μέρος
составны́е части — ή τα συστατικά μέρη
части све́та — τα μέρη του κόσμου
запасны́е части — τα ανταλλακτικά
2) ( отдел) το τμήμα, ο τομέας3) воен. η μονάδα, το τμήμα••части ре́чи — τα μέρη του λόγου
по бо́льшей части — συνήθως, κατά το πλείστο
-
16 отделение
-я ουδ.1. χωρισμός, -μα αποχωρισμός• απόσπαση•отделение церкви от государства χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος..
2. ξε-χώριση, διαχώρηση απομόνωση.3. παραχώρηση.4. έκκριση•отделение слюны έκκριση σάλιου.
5. χώρισμα, μέρος ιδιαίτερο.6. (για ιδρύματα, επιχειρήσεις κ.τ.τ.) τμήμα•отделение милиции αστυνομικό τμήμα.
7. παλ. μέρος βιβλίου κ.τ.τ., στήλη εφημερίδας. || (για συναυλίες κ.τ.τ.) μέρος•первое отделение концерта πρώτο μέρος της συναυλίας.
8. (στρατ.) ομάδα, μικρό τμήμα, απόσπασμα. -
17 Part
subs.Portion, share: P. and V. μέρος, τό, μοῖρα, ἡ, P. μόριον, τό, V. λάχος, τό.Division: P. and V. μερίς, ἡ, μέρος, τό, μοῖρα, ἡ.Direction: see Direction.Part in a play: P. σχῆμα, τό.I did not abandon the part of a patriot in the hour of danger: P. ἐγὼ τὴν τῆς εὐνοίας τάξιν ἐν τοῖς δεινοῖς οὐκ ἔλιπον (Dem. 286).It is a wise man's part: P. and V. σοφοῦ ἀνδρός ἐστι or σοφοῦ πρὸς ἀνδρός ἐστι.The part of an accomplice: V. τὸ συνδρῶν χρέος (Eur., And. 337).In part: P. μέρος τι; see Partly.For my part: V. τοὐμὸν μέρος.I for my part: P. and V. ἔγωγε.For the most part: P. ὡς ἐπὶ πολύ, τὰ πολλά.You have no part in: P. and V. οὐ σοὶ μέτεστι (gen.).Take part in: P. and V. κοινωνεῖν (gen.), κοινοῦσθαι (acc. or gen.), μετέχειν (gen.), συναίρεσθαι (acc. or gen.); see Share.Take ( a person's) part: P. and V. εὐνοεῖν (τινί), τά (τινος) φρονεῖν, P. εὐνοϊκῶς ἔχειν (τινί); see side with.Take in good part: P. and V. ῥᾳδίως φέρειν (acc.).Character: P. and V. ἦθος, τό, τρόπος, ὁ, or pl.Cleverness: P. and V. σοφία, ἡ. φρόνησις, ἡ; see Cleverness.Quarters: P. and V. τόποι, οἱ.From all parts: see from every direction, under Direction.——————v. trans.Separate: P. and V. χωρίζειν, σχίζειν, διείργειν, διαλαμβάνειν, διαιρεῖν, διιστάναι (Eur., frag.), Ar. and P. διαχωρίζειν, διασπᾶν, V. νοσφίσαι ( 1st aor. act. of νοσφίζεσθαι), P. διασχίζειν.Cut off: P. ἀπολαμβάνειν, διαλαμβάνειν.About the river Tanaus that parts the borders of the Argive land and the soil of Sparta: V. ἀμφὶ ποταμὸν Ταναὸν Ἀργείας ὅρους τέμνοντα γαίας Σπαρτιάτιδός τε γῆς (Eur., El. 410).Of themselves the fetters parted from their feet: V. αὐτόματα δʼ αὐταῖς δεσμὰ διελύθη ποδῶν (Eur., Bacch. 447).Be separated, go different ways: P. and V. χωρίζεσθαι, ἀφίστασθαι, διίστασθαι. Ar. and P. διακρίνεσθαι.When we parted: P. ἐπειδὴ ἀπηλλάγημεν (Dem. 1169).Be deprived of: see under Deprive.Give: see Give.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Part
-
18 верх
верхм1. (верхняя часть) τό (ἐ)πάνω μέρος, τό [ὐ]ψηλότερο[ν] μέρος:\верх до́ма τό πάνω μέρος (или τό πάνω πάτωμα) τοῦ σπιτιού·2. (экипажа, машины и т. п.) τό κάλυμμα, ἡ καπότα (τοῦ ἀμαξιού)·3. (высшая степень, предел) τό κορύφωμα, ὁ κολοφών, τό ἀπόγειον, τό ἄκρον:\верх счастья τό κορύφωμα τής εὐτυχίας· быть на \верху блаженства εἶμαι στό κορύφωμα τής εὐδαιμονίας· это \верх нахальства εἶναι τό ἄκρον ἄωτον τής ἀναίδειας·4. (лицевая сторона материи) ἡ καλή, ἡ ὀψη, τό ἐξωτερικόν ◊ одержа́ть \верх над кем-л. νικώ κάποιον, βγαίνω νικητής. -
19 место
мест||ос1. ὁ τόπος, ὁ χώρος, τό μέρος / ἡ θέση [-ις] (тж. в театре)/ ἡ τοποθεσία (тк. местность):рабочее \место ὁ τόπος ἐργασίας· \место отдыха ὁ τόπος ἀνάπαυσης· \место происшествия ὁ τόπος ὀπου συνέβη κάτι· \место назначения ὁ τόπος προορισμού· \место рождения ὁ τόπος γεννήσεως· родные \местоа ἡ πατρίδα, τά πατρικά χώματα· живописные \местоа γραφικές τοποθεσίες· голое \место γυμνός τόπος· бесплатные \местол οἱ δωρεάν θέσεις· общественные \местоа οἱ δημόσιοι χώροι· уступить \место кому́-л. παραχωρώ τή θέση μου σέ κάποιον занимать \место а) (в пространстве) πιάνω τόπον, б) (в театре и т. ἡ.) πιάνω θέση· на \местоеч ἐπί τόπου· по \местоам1 (команда) λάβετε θέσεις!· с \местоа на \место ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο·2. (в книге и т. ἡ.) τό χωρίον3. (должность, служба) ἡ θέση[-ις]. ἡ ὑπηρεσία, τό πόστο:получить хорошее \место διορίζομαι σέ καλή θέση·4. (багажное) τό δέμα ἀποσκευών ◊ детское \место анат. τό ὕστερο[ν], τό ἀκόλουθο· общее \место ἡ κοινοτοπία· больное \место перен τό εὐαίσθητο σημείο, τό 'αδύνατο μέρος· отхо́жее \место ὁ ἀπόπατος, τό ἀποχωρητήριο· \место заключения ἡ είρκτή, ἡ φυλακή· иметь \место συμβαίνω, λαμβάνω χὠ-ραν не находить себе \местоа δέν μέ χωρεί ὁ τόπος· знать свое \место ἔχω τό γνώθι σαὐ-τόν поставить кого́-л. на \место βάζω κάποιον στή θέση του· на моем \местое στή θέση μου· на \местое преступления στον τόπο τοῦ ἐγκλήματος, ἐπ' αὐτοφόρω· у́зкое \место τό ἀδύνατο σημείο· пустое \место (о человеке) σάν νά μήν ὑπάρχει· к \местоу στήν κατάλληλη στιγμή· говорить не к \местоу μιλώ ἄστοχα· \местоами ἐδῶ κι· ἐκεϊ· здесь не \место говорить об э́том δέν εἶναι τόπος ἐδῶ νά μιλάμε γι ' αὐτό· ни с \местоа! ὁδτε Ρήμα, μή κουνηθείς!· власть на \местоах ἡ τοπική ἐξουσία, οἱ ντόπιες ἀρχές. -
20 план
планм1. τό σχέδιο[ν] / τό πλάνο (производственный):сверх \плана πάνω ἀπό τό πλάνο· перевыполнить \план ὑπερεκπληρῶ (или ξεπερνώ) τό πλάνο· строить \планы κάμνω σχέδια, σχεδιάζω· расстроить (сорвать) чьи-л, \планы ἀνατρέπω τά σχέδια κάποιου· учебный \план τό σχολικό πρόγραμμα·2. (чертеж) τό σχέδιο[ν], τό διάγραμμα, τό σχεδιάγραμμα:\план города τό σχέδιο πόλης· снять \план κάμνω σχεδιάγραμμα·3. (место расположения) τό μέρος:передний \план τό μπροστινό μέρος, τό μπρός· задний \план τό πίσω μέρος, τό βάθος· выдвинуть что-л. на первый \план перен προωθώ στήν πρώτη γραμμή, βάζω στήν πρώτη γραμμή.
См. также в других словарях:
μέρος — share neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
μέρος — το 1. τμήμα ενός όλου, κομμάτι, μερίδιο: Δε συμφωνούσε με όλα τα μέρη του σχεδίου. 2. χώρα, πατρίδα, πόλη: Κατάγεται από τα μέρη μας. 3. θέση, σημείο, τόπος: Ταξίδεψε σε όλα τα μέρη του κόσμου. 4. αποχωρητήριο, τουαλέτα: Πονούσε η κοιλιά του και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άνω Μέρος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 301 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Κέδρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συβρίτου … Dictionary of Greek
κοντό(ή)μερος — η, ο αυτός που του μένουν λίγες ημέρες ζωής, που κοντεύουν οι ημέρες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… … Dictionary of Greek
ρήμα — Μέρος του λόγου που στην παραδοσιακή γραμματική δηλώνει ενέργεια, πάθος ή κατάσταση. Στις γλώσσες όπου υπάρχει (σύμφωνα με τη διάκριση που έκανε ο Αριστοτέλης) καθορίζεται ως μέρος του λόγου, που έρχεται σε αντίθεση προς το όνομα και έχει… … Dictionary of Greek
ώμος — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek
ανθοδόχη — Μέρος του άνθους που συνιστά το πάνω μέρος του ανθικού ποδίσκου. Έχει σχήμα κυπέλλου ή δισκίου και δέχεται τον κάλυκα, τη στεφάνη, το ανδρείο και το γυναικείο. Σε ορισμένα φυτά (φράουλα, σύκο, μήλο κ.ά.), κατά τη διάρκεια της καρποφορίας η α.… … Dictionary of Greek
μέρει — μέρος share neut nom/voc/acc dual (attic epic) μέρεϊ , μέρος share neut dat sg (epic ionic) μέρος share neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)