-
1 налево
налево αριστερά' пройдите \налево περάστε αριστερά" \налево от вас στ' αριστερά σας* * *пройди́те нале́во — περάστε αριστερά
нале́во от вас — στ'αριστερά σας
-
2 слева
слева αριστερά (από)· από τ'αριστερά; \слева от меня στ'αριστερά μου* * *αριστερά (από); από τ'αριστεράсле́ва от меня́ — στ’αριστερά μου
-
3 влево
-
4 левый
левый 1) в разн. знач. αριστερός· \левыйая рука το αριστερό χέρι* \левыйая сторона το αριστερό μέρος· с \левыйой стороны από τ' αριστερό μέρος, από τ' αριστερά 2) полит.: \левыйые партии η αριστερά* * *1) в разн. знач. αριστερόςле́вая рука́ — το αριστερό χέρι
ле́вая сторона́ — το αριστερό μέρος
с ле́вой стороны́ — από τ'αριστερό μέρος, από τ'αριστερά
2) полит.ле́вые па́ртии — η αριστερά
-
5 налево
налевонареч ἀριστερά, προς τ' ἀριστερά:направо и \налево δεξιά κι ἀριστερά· \налево1 воен. κλίνατε ἐπ· ἀριστερά! -
6 влево
влевонареч ἀριστερά:повернуть \влево γυρίζω προς τ' ἀριστερά, στρίβω ἀριστερά. -
7 налево
επίρ. (προς τα) αριστερά•прохожий свернул налево ο διαβάτης έστριψε αριστερά•
молодёжь идёт налево (μτφ.) η νεολαία τραβάει αριστερά.
|| (απλ.) για εκτέλεση (θανατική). || (για κέρδος) παράνομα, αθέμιτα, κρυφά.εκφρ.-! – (παράγγελμα) κλίνατ επαριστερά! -
8 от
I от (ото) 1) β рази. знач. από* εξαιτίας· я получилписьмо от родных έλαβα γράμμα από τους δικούς μου·это от меня не зависит αυτό δεν εξαρτάται από μένα· кто сидит справа (слева) от вас? ποιος κάθεται στα δεξιά (στ* αριστερά) σας; я в восторге от картины είμαι ενθουσιασμένος από τον πίνακα 2) (при обознач. средства против чего-л.) για· дайте мне что-нибудь от головной боли δώστε μου κάτι για τον κεφαλόπονο ◇ от всего сердца με όλη μου την καρδιά· от всей души μ' όλη μου την ψυχή II от новый) νέος· μοντέρνος \отая история η ιστορία των νέων χρόνων* * *1) в разн. знач. από; εξαιτίαςя получи́л письмо́ от родны́х — έλαβα γράμμα από τους δικούς μου
э́то от меня́ не зави́сит — αυτό δεν εξαρτάται από μένα
кто сиди́т спра́ва (сле́ва) от вас? — ποιος κάθεται στα δεξιά (στ’ αριστερά) σας
я в восто́рге от карти́ны — είμαι ενθουσιασμένος από τον πίνακα
2) (при обознач. средства против чего-л.) γιαда́йте мне что́-нибудь от головно́й боли — δώστε μου κάτι για τον κεφαλόπονο
••от всего́ се́рдца — με όλη μου την καρδιά
от всей души́ — μ'ολη μου την ψυχή
-
9 поворот
поворот м 1) (действие) το γύρισμα, το στρίψιμϊ) 2) (дороги, реки) η καμπή, η στροφή; правый (левый) \поворот η δεξιά (αριστερά) στροφή· на \повороте дороги στο γύρισμα του δρόμου 3) перен. η αλλαγή, η καμπή* * *м1) ( действие) το γύρισμα, το στρίψιμο2) (дороги, реки́) η καμπή, η στροφήпра́вый (ле́вый) поворо́т — η δεξιά (αριστερά) στροφή
на поворо́те доро́ги — στο γύρισμα του δρόμου
3) перен. η αλλαγή, η καμπή -
10 свернуть
свернуть 1) διπλώνω· τυλίγω (трубкой) 2) (с пути) γυρίζω, στρίβω; \свернуть направо (налево) στρίβω δεξιά ( αριστερά) 3) (сократить) περιορίζω, μειώνω· \свернуть производство περιορίζω την παραγωγή* * *1) διπλώνω; τυλίγω ( трубкой)2) ( с пути) γυρίζω, στρίβωсверну́ть напра́во (нале́во) — στρίβω δεξιά (αριστερά)
3) ( сократить) περιορίζω, μειώνωсверну́ть произво́дство — περιορίζω την παραγωγή
-
11 влево
επίρ.αριστερά, προς τα αριστερά, στο αριστερό μέρος. -
12 направо
επίρ.δεξιά, προς τα δεξιά, επί δεξιά•повернуть направо στρίβω δεξιά.
|| από το δεξιό μέρος, από τα δεξιά•направо от дороги δεξιά από το δρόμο.
—налево; направо и налево δεξιά—αριστερά δεξιά και αριστερά•швыряет деньги направо и налево σκορπά εδώ κι εκεί (άσκοπα) τα χρήματα•
помогать направо и налево βοηθώ όλους αδιακρίτως.
-
13 ошуюю
επίρ. (παλ,) αριστερά, προς τα αριστερά. -
14 непрерывный
αδιάκοπος, συνεχής, ακατάπαυστοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > непрерывный
-
15 сдвиг
1. (перемещение) η μετατόπιση, η μετάθεση 3. (геол.) ημετακίνηση 4. (изменение к лучшему вчём-л.) η βελτίωση, η καλυτέρευση, ηπρόοδος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сдвиг
-
16 слева
από τα αριστερά, αριστερόθενРусско-греческий словарь научных и технических терминов > слева
-
17 держать
держатьнесоз. в разн. знач. κρατῶ, βαστώ:\держать за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· \держать в повинозении κρατώ σέ ὑποταγή· \держать на строгой диете κρατώ σέ αὐστηρή δίαιτα· \держать деньги в сберегательной кассе ἔχω τά χρήματα μου στό ταμιευτήριο· \держать Дверь открытой ἔχω τήν πόρτα ἀνοιχτή· \держать продукты в холодном месте φυλάγω τά τρόφιμα σέ κρύο μέρρς· \держать· в памяти θυμάμαι· ◊ \держать речь ὁμιλώ, βγάζω λόγο, ἀγορεύω· \держать совет συνεδριάζω· \держать вправо (влево) πηγαίνω δεξιά (αριστερά)· \держать у себя ἔχω (или κρατώ) ἀπάνω μου· \держать кого-л. в курсе дела κρατώ (или τηρώ) ἐνήμερον, ἐνημερώνω· \держать в руках кого́-либо κρατώ (или Εχω) κάποιον στό χέρι μοο· \держать кого́-л. в черном теле κακομεταχειρίζομαι, ταλαιπωρώ κάποιον не уметь себя \держать δέν ξέρω νά φέρομαι· \держать слово κ-ρατώ τόν λόγο μου· \держать пари́ στοιχηματίζω· \держать язык за зубами ράβω τό στόμα μου· не \держать при себе δέν κρατώ ἐπάνω μου· \держать экзамены δίνω ἐξετάσεις· \держать ауть διευθύνομαι, κατευθύνομαι, πορεύομαι· \держать курс на... мор. κατευθύνομαι προς..· \держать чью-л. сторону εἶμαι μέ τό μέρος κάποιου· \держать в тайне κρατῶ μυστικὅ \держать у́хо востро́ разг ἔχω τά μάτια μου τέσσερα· держите вора! πιάστε τόν κλέφτη!· \держать первенство спорт. κρατῶ τά πρωτεία.^ -
18 зевать
зев||атьнесов1. χασμουριέμαι:\зеватьа́ть во весь рот (μοῦ) βγαίνει ἡ μασέλα (ἀπ' τό χασμουρητό), χασμουριέμαι·2. (глазеть) разг χάσκω:\зеватьа́ть по сторонам χάσκω (или χαζεύω) δεξιά κι· ἀριστερά·3. (лро-пускать) разг μοῦ ξεφεύγει κάτι (безл):не \зеватьай! μή χαζεύεις!, κάνε γρήγορα! -
19 крайний
крайн||ийприл1. (с краю) ἀκρινός, τελευταίος·2. (исключительный, чрезвычайный) ἐσχατος:\крайнийяя необходимость ἡ ἀπόλυτη (или ἡ ἐσχατη) ἀνάγκη·3. полит ἄκρος:\крайнийяя левая ἡ ἄκρα ἀριστερά· ◊ \крайнийяя цена ἡ τελευταία τιμή· \крайнийий срок ἡ τελευταία προθεσμία· по \крайнийей мере τουλάχιστο, τό λιγώτερο· в \крайнийем случае ἐν ἀνάγκη· на \крайнийий случай στή χειρότερη περίπτωση. -
20 направо
направонареч δεξιά, προς τά δεξιά, ἐπί δεξιά:\направо от меня δεξιά μου· \направо и налево δεξιά καί ἀριστερά· \направо! воен. κλίνατε (ἐπί) δεξιά!
См. также в других словарях:
ἀριστερά — ἀριστερός left neut nom/voc/acc pl ἀριστερά̱ , ἀριστερός left fem nom/voc/acc dual ἀριστερά̱ , ἀριστερός left fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστερᾷ — ἀριστερός left fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά — (ΕΔΑ). Πολιτικό κόμμα της μεταπολεμικής περιόδου. Βλ. λ. ΕΔΑ … Dictionary of Greek
τἀριστερά — ἀριστερά , ἀριστερός left neut nom/voc/acc pl ἀριστερά̱ , ἀριστερός left fem nom/voc/acc dual ἀριστερά̱ , ἀριστερός left fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστέρ' — ἀριστερά , ἀριστερός left neut nom/voc/acc pl ἀριστερά̱ , ἀριστερός left fem nom/voc/acc dual ἀριστερά̱ , ἀριστερός left fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀριστερέ , ἀριστερός left masc voc sg ἀριστεραί , ἀριστερός left fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστερᾶι — ἀριστερᾷ , ἀριστερός left fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστεράν — ἀριστερά̱ν , ἀριστερός left fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστεράς — ἀριστερά̱ς , ἀριστερός left fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… … Dictionary of Greek