-
1 τιματάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιματάς
-
2 τιμητής
A valuer or assessor of damages or penalties, Pl.Lg. 843d;τ. τῆς ζημίας οἱ δικασταί Arist.Rh.Al. 1427b6
; assessor of property, SIG344.123 (Teos, iv B.C.); τῶν οὐσιῶν (of Quirinius in Syria) J.AJ18.1.1; [dialect] Boeot. [full] τιμᾱτάς SIG1185.16 (Tanagra, iii B.C., pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιμητής
См. также в других словарях:
τιματάς — ὁ, Α (βοιωτ. τ.) βλ. τιμητής … Dictionary of Greek
τιμητής — Στην αρχαία Ρώμη ονομάζονταν τ. δύο άρχοντες που έκαναν περιοδικά την απογραφή του ρωμαϊκού λαού για φορολογικούς και πολιτικούς σκοπούς. Ο θεσμός του τ. ανάγεται στο έτος 443 π.Χ. Η τιμητεία αποτελούσε το υψηλότερο αξίωμα της ρωμαϊκής πολιτικής… … Dictionary of Greek