-
1 τεχνίτις
-
2 τεχνῖτις
-
3 τεχνῖτις
-
4 τεχνιτις
-
5 τεχνῖτις
τεχνῖτις, ιδος, ἡ, Künstlerin; eine ausgelernte Buhlerin -
6 τεχνῖτις
τέχνῑτ-ις (properisp.), ιδος, fem. of τεχνίτης, of an accomplished courtesan, AP11.73 (Nicarch.), cf. Luc. Tox.13.2 crafts-woman, Delph.3(2).230, 3(3).54 (ii B.C.), Chor. 23.5 p.254 F.-R.: as Adj.,ἡ πάντων τ. σοφία LXX Wi.7.22
; τούτου τοῦ ἐνεργήματος (sc. respiration) τεχνίτιδες φῦσαι Herm ap.Stob.1.49.69.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεχνῖτις
-
7 τεχνῖτις,-ιδος
ἡ N 3 0-0-0-0-3=3 Wis 7,21; 8,6; 14,2craftswoman, artisan (metaph.); neol.? -
8 τεχνιτίδων
τέχνιτιςcrafts-woman: fem gen plτεχνῑτίδων, τεχνῖτιςfem gen pl -
9 τεχνίτιδες
τέχνιτιςcrafts-woman: fem nom /voc plτεχνί̱τιδες, τεχνῖτιςfem nom /voc pl -
10 τεχνίτιδος
τέχνιτιςcrafts-woman: fem gen sgτεχνί̱τιδος, τεχνῖτιςfem gen sg -
11 τεχνίτης
ο, τεχνίτρ(ι)α и τεχνίτις (-ιδος) η1) мастер; 2) ремесленник -
12 τεχνίτιν
-
13 τεχνῖτιν
См. также в других словарях:
τεχνῖτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνίτις — ίτιδος, ἡ, Α βλ. τεχνίτης … Dictionary of Greek
τεχνιτίδων — τέχνιτις crafts woman fem gen pl τεχνῑτίδων , τεχνῖτις fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνίτιδες — τέχνιτις crafts woman fem nom/voc pl τεχνί̱τιδες , τεχνῖτις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνίτιδος — τέχνιτις crafts woman fem gen sg τεχνί̱τιδος , τεχνῖτις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνῖτιν — τεχνῖτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… … Dictionary of Greek
БОГ — [греч. θεός; лат. deus; слав. родствен древнеинд. господин, раздаятель, наделяет, делит, древнеперсид. господин, название божества; одно из производных общеслав. богатый]. Понятие о Боге неразрывно связано с понятием Откровения. Предметом… … Православная энциклопедия
Еврейская философия — Еврейская философия философия, опирающаяся на еврейскую традицию, коллективный опыт еврейского народа[1]. Нередко еврейскую философию определяют более узко как философию иудаизма, то есть как рациональное обоснование иудейской теологии,… … Википедия
τεχνίτης — ο, ΝΜΑ, και θηλ. τεχνίτρα και τεχνίτρια Ν, και θηλ. τεχνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που γνωρίζει και ασκεί μια τέχνη, ιδίως χειρωνακτική, μάστορης 2. αυτός που χρησιμοποιεί τους κανόνες ενός τομέα τής τέχνης για την εκτέλεση ενός έργου (α. «ο άντρας … Dictionary of Greek