Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τετύχθαι

См. также в других словарях:

  • τετύχθαι — τεύχω make ready perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταίτυξ — καταῑτυξ, υγος, ἡ (Α) περικεφαλαία χαμηλή, κάλυμμα τού κεφαλιού από δέρμα ταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος η κατάλ. τού οποίου θυμίζει το ἄντυξ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ετυμολογική ερμηνεία τών αρχ. σχολιαστών καταῖτυξ παρὰ τὸ «κάτω τετύχθαι» θεωρείται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»