-
1 финал
финал м 1) το τέλος, το τέρμα 2) театр. муз. το φϊνάλε 3) спорт, τα τελικά, οι τελικοί (αγώνες); выйти в \финал βγαίνω στα τελικά* * *м1) το τέλος, το τέρμα2) театр., муз. φινάλε3) спорт. τα τελικά, οι τελικοί (αγώνες)вы́йти в фина́л — βγαίνω στα τελικά
-
2 данные
мн. τα στοιχείατα δεδομένα (πλ.)вводить - βάζω τα -, καταχωρίζω τα -проверять - εξακριβώνω τα -, ελέγχω τα -- испытаний - των δοκιμών, ταπορίσματαитоговые - συνολικά -, τελικά -числовые - см. цифровые -экспериментальные - των δοκιμών, δοκιμαστικά -эксплуатационные - της λειτουργίας/εκμετάλλευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > данные
-
3 итог
итог м 1) (сумма ) το σύνο λο общий \итог το ολικό ποσό 2) (результат ) το αποτέλεσμα το συμπέρασμα (заключе ние) \итог соревнований τα απο τελέσματα των αγώνων ◇ в \итоге τελικά* * *м1) ( сумма) το σύνολοо́бщий ито́г — το ολικό ποσό
2) ( результат) το αποτέλεσμα; το συμπέρασμα ( заключение)ито́г соревнова́ний — τα αποτελέσματα των αγώνων
••в ито́ге — τελικά
-
4 конец
конец м 1) (окончание чего-либо.) το τελος \конец пути το τέρμα της πορείας* положить \конец. чему-л. βάζω τέρμα σε κάτι, τερματίζω 2) (путь, расстояние) η απόσταση, η διαδρομή - в конце концов επιτέλους, τελικά* * *м1) ( окончание чего-либо) το τέλοςконе́ц пути́ — το τέρμα της πορείας
положи́ть коне́ц чему́-л. — βάζω τέρμα σε κάτι, τερματίζω
2) (путь, расстояние) η απόσταση, η διαδρομή••в конце́ концо́в — επιτέλους, τελικά
-
5 наконец
-
6 финал
финалм1. τό τέλος, τό τέρμα·2. муз., театр. τό φινάλε·3. спорт. τά τελικά, οἱ τελικοί (αγώνες):выйти в \финал βγαίνω στά τελικά. -
7 запас
1. (то, что запасено) το απόθεμαпополнять - συμπληρώνω/αναπληρώνω τα - ταмалые - ы μικρά - τα, ελάχιστα - ταнеизрасходованный - αχρησιμοποίητο -, μη χρησιμοποιημένο -неистощимые - ы ανεξάντλητα/αστείρευτα - ταнеисчерпаемые - ы см. неистощимые - ы2. (резерв) η εφεδρεία 3. (характеристика конструкции) η ανοχή, το επιτρεπόμενο όριο 4. текст. το γύρισμα 5. (слов) лингв. το λεξιλόγιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запас
-
8 итог
итогм τό ἀθροισμα, τό σύνολον / перен τό ἀποτέλεσμα:подводить \итог ἀθροίζω, κάνω ἄθροιση· в \итоге σάν ἀποτέλεσμα· в конечном \итоге τελικά. -
9 конечный
конечн||ыйприл в разн. знач. τελευταίος, τελικός:\конечныйая станция ὁ τελευταίος σταθμός, τό τέρμα· \конечныйая цель ὁ τελικός σκοπός· ◊ в \конечныйом счете τελικά, ἐν τέλει. -
10 наконец
наконец1. нареч ἐπί τέλους, τέλος πάντων:\наконецто он пришел! ἐπί τέλους ήρθε!·2. нареч (в заключение) τέλος, τελικά·3. вводн. ел.:что же, \наконец, это значит? τί σημαίνει ἐπί τέλους αὐτό; -
11 напоследок
напоследокнареч разг τελικά, στό τέλος. -
12 напоследок
[ναπασλιένταχ] εκίρ. τελικά -
13 напоследок
[ναπασλιένταχ] επίρ τελικά -
14 держать
держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.1. κρατώ, βαστώ•держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.
|| εμποδίζω•кто меня -ит? ποιος με κρατάει;
μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•-йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•
держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•
держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.
|| μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.2. υποβαστάζω•балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.
|| συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•
держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.
4. κρατώ σε•держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.
|| παλ. συμπέριφέρνομαι.5. αφήνω•держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•
держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.
6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.
7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.
|| κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.
8. κατευθύνομαι•-и вправо! τράβα όλο δεξιά!
εκφρ.–и кармам (шире) – απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•держать себя в руках – συγκρατιέμαι•держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•держать экзамены – δίνω εξετάσεις•никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.
2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.
|| μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.3. στέκομαι•он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.
|| φέρομαι, συμπεριφέρομαι•он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.
4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•
ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.
5. (στρατ.) αντιστέκομαι•крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.
6. έχω κατεύθυνση•правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.
7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.
|| εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•
держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.
8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.9. διατηρούμαι.10. συγκρατιέμαι•она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.
εκφρ.только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•держать вместе – ενεργώ από κοινού•держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος. -
15 добегать
ρ.δ.βλ. добежать.τρέχω μέχρι, ώσπου•он -лся до того, что упал αυτός έτρεξε τόσο πολύ, που τελικά έπεσε.
-
16 итог
-а α.1. (λογστ.) άθροισμα, σύνολο.2. μτφ. αποτέλεσμα, τέλος•-и соревнования αποτελέσματα της άμιλλας•
печальный итог θλιβερό τέλος•
подводить -и βγάζω συμπεράσματα.
εκφρ.в -е – τελικά, στο τέλος, εν τέλει. -
17 как
επίρ., μόριο κ. σύνδ.I.επίρ.1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•
как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•
как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.
2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•
как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.
3. πόσο, τι, πάρα πολύ•как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•
как он глуп! τι ανόητος!•
ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•
как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•
он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•
отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.
4. όταν, πότε.5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.II.μόριο1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.III.(σύνδεσμος υποτακτικός).1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•
белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•
как прежде όπως πριν.
|| - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•в то время как στο μεταξύ•
как только ευθύς μόλις;•
перед тем как λίγο πριν να•
задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•
всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•
с тех поркак αφότου, από τότε που
4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.
|| (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.
|| πως ότι•они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.
εκφρ.как бы не – πως να μην•как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•как есть – απλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•как можно – όσο το δυνατό•как бы не так! – πως όχι!•как нельзя – όσο δεν παίρνει•как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•как скоро – παλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•как известно – όπως είναι γνωστό•как же так? – πως λοιπόν;•как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως. -
18 конечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. τελικός (που έχει τέλος).2. τελευταίος, στερνός•-ая остановка τελευταία στάση, τέρμα.
3. ακραίος, άκρος,ακρινός• ουραίος.4. τελειωτικός, οριστικός, τελικός.εκφρ.- ая цель – τελικός σκοπός•в -ом счёте ή в -ом итоге – τελικά, εν τέλει, στο κάτω-κάτω• στο τέλος της γραφής, επί τέλους. -
19 наконец
επίρ. κ. παρνθ. λ.1. τελικά, στο τέλος, στα τελευταία.2. επιτέλους, τέλος πάντων (για ικανοποίηση, αγανάκτηση, ανυπομονησία κ.τ.τ.) уйти же ты наконец φύγε επι τέλους•он догадался наконец επί τέλους το μάντεψε —то я увидел тебя επί τέλους σε είδα.
-
20 напоследок
επίρ.κατά το τέλος, στο τέλος, τελικά.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τελικά — τελικός pertaining to the supreme end neut nom/voc/acc pl τελικά̱ , τελικός pertaining to the supreme end fem nom/voc/acc dual τελικά̱ , τελικός pertaining to the supreme end fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελικάς — τελικά̱ς , τελικός pertaining to the supreme end fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek