-
1 почтовый
ταχυδρομικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > почтовый
-
2 почтовый
-
3 почтовый
επ.ταχυδρομικός•-ое отделение ταχυδρομικός τομέας ή τμήμα•
-ые марки τα γραμματόσημα•
почтовый служащий ταχυδρομικός υπάλληλος•
почтовый ящик γραμματοκιβώτιο•
-ая карета ταχυδρομικό αμάξι•
-ая карточка ταχυδρομικό δελτάριο•
-ая бумага επιστολικός χάρτης (επιστολόχαρτο)•
-ая контора το ταχυδρομείο (τα γραφεία).
ουσ. -ые κ. -ые παλ. τα ταχυδρομικά άλογα. -
4 почтить
почтить εκτιμώ· \почтить (чью-л. память) вставанием εκτιμώ (κάποιον) με ορθοστασία почтовый ταχυδρομικός*\почтитьая марка το γραμματόσημο·\почтитьящик το γραμματοκιβώτιο* * *почти́ть (чью-л. па́мять) встава́нием — εκτιμώ (κάποιον) με ορθοστασία
-
5 курьерский
курьер||скийприл (относящийся к курьеру) ταχυδρομικός· ◊ \курьерскийский поезд ἡ ταχεία, τό ἐξπρές. -
6 почтовый
почтов||ыйприл ταχυδρομικός:\почтовыйое отделение τό ταχυδρομικό γραφείο, τό ταχυδρομείο[ν], ἡ πόστα· \почтовый перевод τό ταχυδρομικόν Εμβασμα, ἡ ἐπιταγή· \почтовый ящик τό γραμματοκιβώτιο[ν]· \почтовыйая марка τό γραμματόσημο[ν]· \почтовыйая карточка τό ταχυδρομικόν δελτάριο, ἡ κάρτ-ποστάλ. -
7 тракт
трактм ἡ δημοσία ὁδός, ὁ δρόμος:почтовый \тракт ὁ ταχυδρομικός δρόμος· ◊ желудочно-кишечный \тракт анат. ὁ γα-στροεντερικός σωλήν. -
8 письмоносец
-сца α. γραμματοκομιστής, ταχυδρομικός διανομέας. -
9 постпакет
-а α.δέμα• τόπι• ταχυδρομικός σάκκος. -
10 почтальон
-а α.ταχυδρόμος, ταχυδρομικός διανομέας, γραμματοκομιστής. -
11 почтальонский
επ.ταχυδρομικός, του ταχυδρόμου•-ая сумка η ταχυδρομική τσάντα.
-
12 почтовик
-а α. (απλ.) ταχυδρομικός υπάλληλος. -
13 ям
-а α. παλ.ταχυδρομικός σταθμός κατά δρομολόγιο.
См. также в других словарях:
ταχυδρομικός — ή, ό, θηλ. και ταχυδρομικός, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταχυδρομείο (α. «ταχυδρομικό κατάστημα» β. «ταχυδρομικός υπάλληλος») 2. αυτός που αποστέλλεται με το ταχυδρομείο («ταχυδρομική επιταγή» χρηματικό έμβασμα που διαβιβάζεται με το… … Dictionary of Greek
ταχυδρομικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταχυδρομείο: Ταχυδρομική διανομή. 2. το αρσ. ως ουσ., ταχυδρομικός ο υπάλληλος του ταχυδρομείου. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ταχυδρομικά τα τέλη της αποστολής με το ταχυδρομείο, τα γραμματόσημα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιππών — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. I. Διάρρυτος Κολωνία. Πόλη μεταξύ Καρχηδόνας και Ιτύκης, με οχυρή ακρόπολη, λιμάνια και ναυπηγεία. Ήταν πειρατικό ορμητήριο. Όταν ο Ρωμαίος ύπατος Καλπούρνιος Πίσων θέλησε να την εκπορθήσει, μαζί με τον ναύαρχό του,… … Dictionary of Greek
πιττακοφόρος — ὁ, Μ ταχυδρομικός διανομέας, γραμματοκομιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιττάκ ιον + συνδετικό φωνήεν ο + φόρος*] … Dictionary of Greek
σάκος — (I) ο σάκκος, ΝΜΑ, και αττ. τ. σάκος Α 1. είδος στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή δέρμα ή από άλλο υλικό σήμερα, ανοιχτή στο επάνω μέρος, που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη και μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων, σακί, τσουβάλι (α.… … Dictionary of Greek
στάβλον — τὸ, ΜΑ ταχυδρομικός σταθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. stabulum «σταθμός»] … Dictionary of Greek
στάβλος — Μικρός ημιορεινός οικισμός (4 κάτ., υψόμ. 240 μ.), στην επαρχία Ικαρίας του νομού Σάμου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φραντάτου. * * * ο, ΝΜ, και σταύλος Ν 1. φραγμένος και στεγασμένος χώρος για τη διαμονή ζώων, ιδίως βοδιών, αλόγων,… … Dictionary of Greek
ταχυδρόμος — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών. 1. Εφημερίδα της Κεφαλονιάς. Ιδρύθηκε το 1868. 2. Καθημερινή ελληνική εφημερίδα με έδρα την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ιδρύθηκε το 1880 και είναι η αρχαιότερη ελληνική εφημερίδα σε όλο τον κόσμο, που… … Dictionary of Greek
φάκελος — (I) ο, ΝΑ, και εσφ. Υρφ. φάκελλος, Ν νεοελλ. χάρτινη θήκη για επιστολή ή για έγγραφο, η οποία κλείνει και μπορεί να σφραγιστεί 2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη υπόθεση («ο φάκελος τής Κύπρου») 3. το ιστορικό τής πολιτικής, κυρίως,… … Dictionary of Greek
Λουμούμπα, Πατρίς Εμερζί — (Patrice Emergy Lumumba, Οναλούα, Βελγικό Κονγκό 1925 – Κατάνγκα, Κονγκό 1961). Κονγκολέζος πολιτικός, πρώτος πρωθυπουργός της Δημοκρατίας του Κονγκό [σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό] (Ιούνιος Σεπτέμβριος 1960). Καταγόταν από τη φυλή… … Dictionary of Greek
Νάσερ, Γκαμάλ Άμπντελ — (Gamal Abdel Nasser, Μπένι Moρ, Άνω Νείλος 1918 – Κάιρο 1970). Αιγύπτιος πολιτικός. Από ταπεινή οικογένεια ο πατέρας του ήταν σχεδόν αναλφάβητος ταχυδρομικός διανομέας δόθηκε, σε ηλικία εννέα ετών, σ’ έναν θείο του που τον πήρε στο Κάιρο.… … Dictionary of Greek