-
1 печь
I. 1. тех. η κάμιν/ος, ο κλίβανος, η εστίαвращающаяся - περιστροφική -, ο περιστροφικός/περιστρεφόμενος κλίβανοςкирпичеобжигательная - см. - для обжига кирпича колпаковая - τύπου κώδωναмусоросжигательная - αποτέφρωσης/καύσης των απορριμμάτωνрегенеративная - αναγέννησης, αναζωογόνησης- τήξης2. (для выпечки хлеба, приготовления горячей пищи) о φούρνος хлебопекарная - αρτοποιίας 3 (для отопления помещений) η θερμάστρα, η εστία, разг. η σόμπα II.(приготовлять пищу сухим нагреванием на жару) ψήνω пешеход ο πεζός, ο/η πεζοπόροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > печь
-
2 точка
I. 1. (мат., мех., физ.) το σημείο- αναφοράςкардинальная - опт. κύριο -- ζέσηςкритическая - κρίσιμο -, οριακό -- привязки (геод.топ.) - αναφοράς, σταθερό -счислимая (нвг.) - το αναμετρηθέν στίγμαузловая мат. - κόμβου2.(знак препинания) η τελεία 3. (графический знак) η κουκίδα. II. (затачивание) см. точение.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > точка
-
3 плавильный
επ.τηκτικός, της τήξης μετάλλων•-ая печь κάμινος (φούρνος) τήξης ή χώνευσης.
-
4 плавление
-я ουδ.βλ. плавка; температура -я θερμοκρασία τήξης•точка -я σημείο τήξης.
-
5 абляция
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > абляция
-
6 вставка
1. (деталь) το ένθετο (τεμάχιο/στοιχείο)цилиндрическая - (корпуса корабля) το κυλινδρικό (μέσο ή μεσαίο) τμήμα του πλοίου2. (действие) η ένθεση, η παρεμβολή 3. полигр. η παρεμβολήη προσθήκηη συμπλήρωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вставка
-
7 выплавка
1. (производство) η τήξητο λιώσιμοподземная - η εξόρρυξη ορυκτών μέσω τήξης/της μεθόδου FRASH2. (стали) η παραγωγή χάλυβα/ατσαλιού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выплавка
-
8 диаграмма
το διάγραμμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > диаграмма
-
9 жар
1. тех. η θερμότηταη ζέστη2.(повышенная температура тела при болезни) о πυρετόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жар
-
10 зольник
1. (поддувало) η τεφροδόχος 2. кож. το ασβεστούχο υγρό. свежий - φρέσκο -, νωπό - 3. (ёмкость) η λεκάνη ασβεστίου зольность η περιεκτικότητα σε τέφρα зона 1. (определённое пространство, характеризующееся каким-л. общим признаком) η περιοχή, η ζώνη, το τμήμα* активная - (ядерного реактора) το ενεργό τμήμα, η ενεργητική ζώνη (του πυρηνικού αντιδραστήρα)- воспроизводства (ядерного реактора) η ζώνη αναπαραγωγής (του πυρηνικού αντιδραστήρα)запретная - απαγόρευσης, απαγορευτική -координатная (геод.) - των συντεταγμένων- молчания (ак.рад.) - σιγήςоколошовная (ев) - πλησίον της ραφής, κοντά στη ραφήпограничная - η μεθόριος, η συνοριακή ζώνη- размытости (тлв.) - θολότητας2. (на магнитной ленте) η ζώνη (της μαγνητικής ταινίας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зольник
-
11 интервал
1. (расстояние, промежуток, пространство) το διάστημαединичный - μονό -, μοναδικό -- импульсов мех. - των παλμών- между автомашинами самолетами и т.п. - (απόσταση) ανάμεσα σεαυτοκίνητα, αεροπλάνα κ.λπ2. (муз., физ) το διάστημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интервал
-
12 клей
η κόλλαставить на - ю εφαρμόζω/αρμόζω με -быстроотверждающийся - γρήγορης πήξης/τήξηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > клей
-
13 плавильник
η χοάνη τήξης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плавильник
-
14 плавильный
τηκτικός, της τήξης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плавильный
-
15 проплав
(производительность печи) о βαθμός/η ποιότητα της τήξης ή του λιώματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проплав
-
16 сварка
η συγκόλληση (των μετάλλων)- вольфрамовым электродом в газовой среде - με ηλεκτρόδιο βολφραμίου και προστατευτικό αδρανές αέριοдуговая - в инертном газе - τόξου με προστατευτική ατμόσφαιρα αδρανούς αερίου- прихваточным швом σημειακή -, το ποντάρισμαручная - διά χειρός, χειρωνακτική -термитная - θερμιτική -, αργιλλιοθερμική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сварка
-
17 смазка
1. (вещество) το λιπαντικό, το γράσο (ξεν.)консистентная - συνεκτικό -, το γράσο2. (действие) η λίπανσηфитильная - διά φυτι-λίου/σίφωνοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > смазка
-
18 сплав
I.(смесь плавких металлов) το κράμαалюминиевый - του αργιλίου/αλου-μινίου- алюминиевый деформируемый - του αλουμινίου, μαλακτό- алюминиевый литейный - του αλουμινίου, χυτευτικόдвойной - см. двухкомпонент -ный двухкомпонентный - διμερής -зеркальный - για κατασκευή κατόπτρων/καθρεπτώνтройной - см. трёхкомпонентный -четырёхкомпонентный - см. четвертной -II.(леса) η μεταφορά ξυλείας με τη ροή του ποταμού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сплав
-
19 температура
1. физ. η θερμοκρασία- ζέσηςкомнатная - δωματίου/περιβάλλοντος2. мед. о πυρετός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > температура
-
20 тигель
1. (сосуд для плавления) το χωνευτήρι, η χοάνη, ο λέβητας (τήξης) 2. (πο-лигр.) η (μεταλλική) πλάκα σύσφιξηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тигель
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τήξῃς — τήκω melt aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
τήξη — Η μετάβαση μιας ουσίας από την κατάσταση του στερεού στην κατάσταση του υγρού. Κάθε ουσία κάτω από σταθερή πίεση έχει μια χαρακτηριστική θερμοκρασία τ. ή σημείο τήξης. Ο προσδιορισμός του σημείου τ. έχει μεγάλη σημασία στην οργανική χημεία για… … Dictionary of Greek
Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… … Dictionary of Greek
αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
ευτηκτικό σημείο — Η θερμοκρασία τήξης ενός μείγματος ή κράματος δύο ή περισσότερων σωμάτων, η οποία έχει πραγματοποιηθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται σταθερό σημείο τήξης. Αν σε ένα διμερές μείγμα τα συστατικά δεν δίνουν χημικές ενώσεις, τότε το ε.σ.… … Dictionary of Greek
πλαστικές ύλες — Οργανικές ενώσεις με υψηλό μοριακό βάρος, αδιάλυτες στο νερό, στερεές στη συνηθισμένη θερμοκρασία, οι οποίες χαρακτηρίζονται ανάλογα με τη δυνατότητα επεξεργασίας τους με την τεχνική των εκμαγείων και της συμπίεσης. Οι πλαστικές ύλες μπορούν να… … Dictionary of Greek
διαλυτότητα — Όρος με τον οποίο, σύμφωνα με έναν ορισμό γενικού χαρακτήρα ο οποίος ισχύει για όλα τα δυνατά διαλύματα, καθορίζεται η μέγιστη ποσότητα ενός σώματος που μπορεί να διαλυθεί σε μία συγκεκριμένη ποσότητα διαλύτη, σε ορισμένη θερμοκρασία. Με αυτό τον … Dictionary of Greek
μεταλλουργία — Η επιστήμη που μελετά τόσο τη δομή και τη συμπεριφορά των μετάλλων και των κραμάτων τους όσο και τις τεχνικές διαχωρισμού, εξευγενισμού και προσαρμογή τους στη βιομηχανική χρήση. Οι διάφορες μεταλλουργικές εργασίες αποτελούν, στο σύνολό τους, ένα … Dictionary of Greek