-
1 температура
1. физ. η θερμοκρασία- ζέσηςкомнатная - δωματίου/περιβάλλοντος2. мед. о πυρετός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > температура
-
2 точка
I. 1. (мат., мех., физ.) το σημείο- αναφοράςкардинальная - опт. κύριο -- ζέσηςкритическая - κρίσιμο -, οριακό -- привязки (геод.топ.) - αναφοράς, σταθερό -счислимая (нвг.) - το αναμετρηθέν στίγμαузловая мат. - κόμβου2.(знак препинания) η τελεία 3. (графический знак) η κουκίδα. II. (затачивание) см. точение.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > точка
-
3 точка
точка 1-и θ.1. στίξη, στιγμή,μτφ. σημαδάκι.2. (γραμμ.) η τελεία.3. σημείο, μέρος•точка пересечения σημείο τομής ή διασταύρωσης•
точка касания дуги с прямой το σημείο επαφής του τόξου με την ευθεία•
точка опоры το. σημείο στήριξης•
точка попадания снарядов σημείο πτώσης των βλημάτων•
наивысшая точка το υψηλότερο σημείο•
пулемтная точка φωλιά πολυβόλου•
торговая точка μαγαζί• περίπτερο.
|| όριο•кипения σημείο βρασμού (ζέσης)•
точка плавл-ния σημείο τήξης•
точка замерзания σημείο ψύξης.
4. ω? κατήγ. τέλος, φτάνει•ещё пол часа поработаю и -! ακόμα μισή ώρα θα δουλέψω και τελειώνω.
5. τέλος, θάνατος, χαμός.εκφρ.дветочкаи – η διπλή τελεία (:)• точка с запятой η άνω τελεία στα ρωσικά (;) точка в -у απόλυτη ακρίβεια, ίσα-ίσα, ακριβής σύμπτωση•до -и (дойти, довести) – στο έπακρο• στο αμήν•доточкаи (знать, видеть) – λεπτομερέστατα, με κάθε λεπτομέρεια•ставит -у – βάζω τελεία και παύλα (βάζω οριστικό τέρμα)•ставить -у, -и на ή над – (προεπαναστατικά)• α) διευκρινίζω λεπτομερέστατα, β) οδηγώ σε λογικό συμπέρασμα•попасть в (самую) -у – α) βρίσκω το στόχο στο κέντρο, β) μαντεύω ακριβώς ή λέγω κάτι πολύ πετυχημένο•смотреть (глядть) вод-ну -у – καρφώνω το μάτι σ ένα σημείο.точка 2-и θ.1. τρόχισμα, ακόνισμα.2. τόρνευση. || σκάλισμα, λάξευση.
См. также в других словарях:
ζέσῃς — ζέω boil aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… … Dictionary of Greek
ζεσεοσκοπία — Επιστημονική μέθοδος που μελετά την ανύψωση του σημείου ζέσης ενός διαλύματος ως προς το σημείο ζέσης του καθαρού διαλύτη. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στην ταπείνωση της τάσης των ατμών, η οποία προκαλείται από την προσθήκη του διαλυτού. Η ευθεία … Dictionary of Greek
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου … Dictionary of Greek
αιθανολαμίνες — Οργανικές αζωτούχες ενώσεις, αμινοπαράγωγα της αιθυλικής αλκοόλης. Υπάρχουν τρία παράγωγα: η μονοαιθανολαμίνη ή κολαμίνη, CΗ2(ΟΗ) CΗ2ΝΗ2, η διαιθανολαμίνη, (CΗ2[ΟΗ]CΗ2)2ΝΗ και η τριαιθανολαμίνη, Ν(CΗ2CΗ2 [ΟΗ])3. Παρασκευάστηκαν για πρώτη φορά από … Dictionary of Greek
ακεταμίδιο — Οργανική ένωση που ανήκει στην ομόλογη σειρά των αμιδίων και έχει τύπο CH3CONH2. Λέγεται και αιθαναμίδιο και θεωρείται το αμίδιο του οξικού οξέος. Είναι σώμα κρυσταλλικό, λευκού χρώματος, με δυσάρεστη οσμή, σημείο τήξης 82°C και σημείο ζέσης… … Dictionary of Greek
Φαρενάιτ — Ν άκλ. φρ. «θερμοκρασιακή κλίμακα Φαρενάιτ» μετρολ. φυσ. κλίμακα θερμοκρασιών στην οποία το σημείο πήξης τού νερού υπό ατμοσφαιρική πίεση αντιστοιχεί στην ένδειξη 32, το σημείο ζέσης του στην ένδειξη 212, ενώ μεταξύ τών δύο αυτών ενδείξεων… … Dictionary of Greek
άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… … Dictionary of Greek