-
1 τένοντα
τένωνsinew: masc acc sg -
2 τένοντ'
τένοντα, τένωνsinew: masc acc sgτένοντι, τένωνsinew: masc dat sgτένοντε, τένωνsinew: masc nom /voc /acc dual -
3 τένων
τένων, οντος, ὁ, eigtl. jedes straffe, angespannte Band; bes. von den Gliederbändern des menschlichen und thierischen Leibes, Sehne, Flechse; bei Hom. am häufigsten von den beiden starken Sehnen des Nackens, ἀμφοτέρω δὲ τένοντε λᾶας ἀπηλοίησεν, Il. 4, 521; ἄμφω ῥῆξε τένοντε, 5, 307, u. öfter, vgl. 16, 587; αὐχένιοι, das Genick, Od. 3, 449; ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος, Il. 20, 478; πο-δῶν τέτρηνε τένοντε ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης, 22, 396; Hes. Sc. 419; πτέρναι τενόντων ϑ' ὑπογραφαί, Aesch. Ch. 207, Eur. Phoen. 42 Bacch. 936; dah. übertr., τὸν τένοντα τοῦ ἀλιτηρίου καταπάτει, Luc. Cat. 19. – Auch wie αὐχήν, ein schmaler Landstrich, Jac. A. P. p. 47; Nonn.
-
4 сухожильный
επ.του τένοντα. -
5 κρατέω
κρᾰτ-έω, [dialect] Aeol. [full] κρετέω, [tense] aor. inf. [full] κρέτησαι Sapph. Supp.9.5:— [voice] Med., [tense] aor. ἐπι-κρατησάμενοι v.l. in Gal.UP6.13:—[voice] Pass., [tense] fut.Aκρατήσομαι Aristid.1.501
J. and, with v.l. κρατηθήσομαι, Th.4.9:—to be strong, powerful: hence,I abs., rule, hold sway,Ἤλιδα.., ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί Od.13.275
,15.298; μέγα κρατέων ἤνασσε with mighty sway.., Il.16.172;ἅπας δὲ τραχύς, ὅστις ἂν νέον κρατῇ A.Pr.35
; ὁ κρατῶν the ruler, Id.Ag. 951, 1664, S.Ant. 738, etc.;θῶπτε τὸν κρατοῦντ' ἀεί A.Pr. 937
;οἱ κρατοῦντες Id.Ch. 267
, S.OT 530, etc.;τὸ κρατοῦν E.Andr. 133
(lyr.), Pl.Lg. 714c, Arist.Pol. 1255a15; ἡ κρατοῦσα the lady of the house, A.Ch. 734.2 in Poets, c. dat., rule among,μέγα κρατέεις νεκύεσσιν Od.11.485
;ἀνδράσι καὶ θεοῖσι 16.265
; Φθίᾳ rule in Phthia, Pi.N.4.50;ἐν Ἰλιάδι χθονί E.El.4
.3 c. gen., to be lord or master of, rule over, πάντων Ἀργείων, πάντων, Il.1.79, 288, cf. Od. 15.274; (lyr.); ; ; κ. τοῦ βίου to be master of.., And.1.137;αὑτοῦ κ. S.Aj. 1099
, Antipho 5.26, cf. S.OC 405;ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν Pl.Smp. 196c
, etc.;τῶν πραγμάτων D.2.27
; τοῦ μὴ πείθεσθαι τοῖς νόμοις κρατῆσαι to be above obedience.., X.Lac.4.6.II conquer, prevail, get the upper hand, abs., A.Ag. 324, etc.;πολλῷ ἐκράτησαν Hdt.5.77
;εἰ τὰ τοῦ Μήδου κρατήσειε Th.3.62
;ὁ μὴ πειθόμενος κρατεῖ Pl.Phdr. 272b
;ἔνθα τἀναιδὲς κρατεῖ Diph.111
: c. dat. modi, κ. τῇ γνώμῃ prevail in opinion, Hdt.9.42; πάλᾳ, ἱπποδρομίᾳ, Pi.O.8.20, I.3.13; ;ταῖς ναυσί Ar.Ach. 648
;τῷ Φοινίκων ναυτικῷ Th.1.16
; alsoθουρίῳ ἐν Ἄρει S.Aj. 614
(lyr.);ἐν τοῖς πολέμοις Ar.Pl. 184
: c.acc.cogn.,κ. στάδιον B. 6.15
, cf. 7;ὀκτὼ νίκας E.Epigr.1
;τὸν ἀγῶνα D.21.18
; τὴν μάχην v.l. for τῇ μάχῃ in D.S.18.30;τὴν πρεσβείαν Philostr.VS1.21.6
; πάντα in all things, S.OT 1522; οἱ κρατοῦντες the conquerors, X.An.3.2.26;τὰ κατὰ πόλεμον κρατούμενα τῶν κρατούντων εἶναί φασιν Arist.Pol. 1255a7
.c of reports, etc., prevail, become current,φάτις κρατεῖ A.Supp. 293
, S.Aj. 978;λόγος κ. A.Pers. 738
; ;κρατεῖ ἡ φήμη παρά τισι Plb. 9.26.11
.2 c.inf., prevail so that,κ. τῷ πλήθει ὥστε μὴ αὐτίκα τὰς πύλας ἀνοίγεσθαι Th.4.104
: impers., κατθανεῖν κρατεῖ 'tis better to.., A.Ag. 1364;κρατεῖ μὴ γιγνώσκοντ' ἀπολέσθαι E.Hipp. 248
(anap.).3 c.gen., conquer, prevail over,τῶν ἐναντίων S.Fr.85
, cf. OC 646, A.Th. 955 (lyr.), etc.;κ. τινὸς τὸν ἀγῶνα Philostr.Her.2.5
: metaph., ; κ. τῆς διαβολῆς get the better of it, Lys.19.53; ὁ λόγος τοῦ ἔργου ἐκράτει surpassed, went beyond it, Th.1.69; ἡ φύσις.. τῶν διδαγμάτων κρατεῖ is better than.., Men. Mon. 213, cf. 169.b of food, digest, assimilate, Hp.VM3,14, Mnesith. ap. Ath.2.54b, Phylotim.ib.3.79c:—[voice] Pass., Hp.Epid.6.5.15;τῆς τροφῆς μὴ κρατηθείσης Plu.2.654b
.4 c.acc., conquer, master, Pi.N.10.25, A.Pr. 215, Th. 189, E.Alc. 490, Ar.Nu. 1346, Av. 420, X. An.7.6.32, etc.; μάχῃ, τῷ πολέμῳ τινά, Th.6.2, Aeschin.2.30;τῷ λόγῳ τινά Ar.V. 539
; πάχει μάκει τε in.., Pi.P.4.245; outdo,τοὺς φίλους εὖ ποιῶν X.Hier.11.15
; ; surpass,κρατεῖ δὲ ὁ τῆς ἡδονῆς [βίος] τὸν τῆς φρονήσεως Pl.Phlb. 12a
:—[voice] Pass., to be overcome, A.Th. 750 (lyr.), etc.; (lyr.);ὑπὸ τοῦ ὕπνου Hdt.2.121
.δ'; ὑπὸ τῶν ἡδονῶν Pl.Lg. 633e
.III become master of, get possession of, τῆς ἀρχῆς, τῶν νεκρῶν, Hdt.1.92,4.111;πολλὰ φρονέοντα μηδενὸς κ. Id.9.16
; ;οὔπω ἡ βουλή σου ἐκράτει Lys.13.26
;κ. τῆς γῆς Th.3.6
;ναυσὶ τῆς θαλάσσης Pl.Mx. 240a
; κ. τῆς λέξεως have it at command, remember it, Ath.7.275b; master by the intellect,πάντων τῶν τῆς ἱστορίας μερῶν Plb.16.20.2
:—[voice] Pass., to be mastered,δεῖ ἐν ταῖς τέχναις καὶ ἐπιστήμαις ταῦτα κρατεῖσθαι Arist.Pol. 1331b38
, cf. Po. 1456a10 (prob.for κροτεῖσθαι).2 c.acc.rei, seize, win and keep, esp.by force,πᾶσαν αἶαν A.Supp. 255
; ; seize, hold fast, arrest, τινα Batr.63, Plb.8.18.8, Ev.Matt.14.3;τένοντα Batr.233
;τὰς χεῖράς τινος PLips. 40iii2
(iv/v A.D.); secure, grasp, τὴν ἀκατονόμαστον Τριάσα Zos.Alch.p.230 B.3 hold up, support, τινα D.H.4.38; maintain a military post, X.An.5.6.7; hold fast,τὰς παραδόσεις 2 Ep.Thess.2.15
; keep, retain, PTeb.61 (b).229 (ii B.C.):—[voice] Pass., οὐκ ἦν δυνατὸν κρατεῖσθαι αὐτὸν ὑπ' αὐτοῦ (sc. τοῦ θανάτου) Act.Ap.2.24; ἡ κτῆσις τοῖς τέκνοις κεκράτηται has been reserved for, settled upon, POxy. 237 viii 36 (ii A.D.).4 in Law, possess a title to, κ. καὶ κυριεύειν c.gen., PTeb.319.19 (iii A.D.), etc.b sequester, place under embargo, OGI1669.23 ([voice] Pass., Egypt, i A.D.), BGU 742 iii 6 ([voice] Pass., ii A.D.).5 hold in the hand, ;πόαν Dsc.3.93
;ἄρτον Plu.2.99d
;σκῆπτρον Ath.7.289c
, cf. Luc.Am.44, Ach.Tat.1.6, etc.;δακτύλιον PMag.Lond.46.451
(iv A.D.).V control, command, A.Ag.10, E. Hec. 282:—[voice] Pass., αἰσχρὰ τῷ νόμῳ κρατούμενα controlled by.., Ar.Av. 755;κρατεῖσθαι ὑπὸ τοῦ προβουλεύματος D.H.9.52
;διαθέσει Porph. Sent.27
. -
6 μηρύομαι
A draw up, furl,ἱστία μηρύσαντο Od.12.170
, cf. A.R.4.889; ναῦται δ' ἐμηρύσαντο νηὸς ἰσχάδα drew up the anchor, S.Fr. 761;μηρύεσθαι ἀπὸ βυθῶν Opp.C.1.50
; μ. πείσματα, σχοίνους, AP10.2 (Antip. Sid.); wind up the strands of a torsion-engine, HeroBel.98.10, AP10.5 (Thyill.); draw out phlegm, Aret.SA1.5.2 in weaving, κρόκα ἐν στήμονι μηρύσασθαι weave the woof into the warp, Hes.Op. 538.3 in [voice] Med., μαρύεται περὶ χείλη κισσός ivy draws itself, winds round the edge, Theoc.1.29.II [voice] Act. is found in [tense] pf., περὶ τὸν τένοντα δυσκρίτους φλέβας μεμήρυκεν has twined, Hp.Oss.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηρύομαι
-
7 τένων
A sinew, tendon,ἀπέκοψε τένοντας αὐχενίους Od.3.449
; freq. in dual,ἄμφω ῥῆξε τένοντε Il.5.307
, al., cf. 4.521, Hes.Sc. 419; of the arm,ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος Il.20.478
; of the foot,ποδῶν τέτρηνε τένοντε 22.396
, cf. E.Ph.42; τ. ποδός, the outstretched foot, Id.Cyc. 400; ὁ τ. ὁ ὀπίσθιος the Achilles tendon, Hp.Fract.11; ὁ τ. ὁ ἐν τῇ κνήμῃ τοῦ ποδός ib.16, cf. Arist.HA 515b9; τ. defined as a species of νεῦρον, Gal.2.739, cf. 6.772: abs., for the foot, , cf. E.Med. 1166, Ba. 938; τένοντα σείων, of a mule, Babr.62.3.II metaph., mountain- ridge, Καυκάσιος τ. AP4.3b.12 (Agath.).
См. также в других словарях:
τένοντα — τένων sinew masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τένοντ' — τένοντα , τένων sinew masc acc sg τένοντι , τένων sinew masc dat sg τένοντε , τένων sinew masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek
δάχτυλο — Καθένα από τα πέντε άκρα των ποδιών και των χεριών στους ανθρώπους και σε πολλά ζώα. δ. δρομέα. Επώδυνη αιμορραγία κάτω από το νύχι του δ. του ποδιού, που οφείλεται σε τραυματισμό της βάσης του νυχιού. Προκαλείται από άμεσο χτύπημα ή από την… … Dictionary of Greek
ARATRO asinum simulbovemque jungere — vetitum Deuteronom. c. 22. v. 10. Nempe etiam asinos arâsse, constatex Esaiae c. 30. v. 24. et c. 32. v. 20. Hinc Ioseph. contra Apion. l. 2. Sunt apud nos asini operibus et ad agriculturam rebus necessarus minisirantes. Sed et Romani Scriptores… … Hofmann J. Lexicon universale
ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… … Dictionary of Greek
αγκυλοκοπώ — ἀγκυλοκοπῶ ( έω) (Μ) προκαλώ αναπηρία σε κάποιον κόβοντάς του τον τένοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + κατάληξη κοπῶ (πρβλ. γλεντοκοπώ, μεθοκοπώ κ.ά.), από παρασύνθ. σέ κοπώ (βωλο κοπώ, σφυρο κοπώ κ.ά.), σχηματισμένα από σύνθετα σε κόπος] … Dictionary of Greek
διάταση — Φυσική ή τεχνητή διεύρυνση ενός ανοίγματος ή μιας σωληνοειδούς δομής του σώματος. Ονομάζεται επίσης και διαστολή (βλ. λ.). δ. μυών τενόντων. Τάση των μυών και των τενόντων τους πέρα από τα φυσικά όρια της αντοχής τους, λόγω ξαφνικής έντονης… … Dictionary of Greek
επιγλωττίδα — Πτυχή από τένοντα πίσω από τη γλώσσα. Κρέμεται πάνω από την είσοδο στον λάρυγγα και προλαμβάνει την είσοδο σε αυτόν τροφής ή υγρών. επιγλωττίτιδα. Σοβαρή και ενίοτε μοιραία φλεγμονή της ε. (του ιστού που κρέμεται στο πίσω μέρος του λαιμού και… … Dictionary of Greek
επιγονατίδα — Οστό που παρεμβάλλεται στον τένοντα κατάφυσης του τετρακέφαλου μυός. Έχει σχήμα τριγώνου με κυρτές πλευρές και η πίσω επιφάνεια γλιστράει πάνω στους κονδύλους του μηριαίου οστού παίρνοντας μέρος στην άρθρωση του γονάτου. Η ε. μπορεί να υποστεί… … Dictionary of Greek
επικράνιος — α, ο (Α ἐπικράνιος, ον) αυτός που βρίσκεται πάνω στο κρανίο νεοελλ. ανατ. φρ. «επικράνιος ἡ μετωποϊνιακός μυς»* ο ενιαίος μυς που καλύπτει όλο τον θόλο τού κρανίου και αποτελείται από δύο μυς, τον μετωπιαίο και τον ινιακό, ενωμένους με σκληρό… … Dictionary of Greek