-
1 διαθέσει
διάθεσιςplacing in order: fem nom /voc /acc dual (attic epic)διαθέσεϊ, διάθεσιςplacing in order: fem dat sg (epic)διάθεσιςplacing in order: fem dat sg (attic ionic) -
2 κρατέω
κρᾰτ-έω, [dialect] Aeol. [full] κρετέω, [tense] aor. inf. [full] κρέτησαι Sapph. Supp.9.5:— [voice] Med., [tense] aor. ἐπι-κρατησάμενοι v.l. in Gal.UP6.13:—[voice] Pass., [tense] fut.Aκρατήσομαι Aristid.1.501
J. and, with v.l. κρατηθήσομαι, Th.4.9:—to be strong, powerful: hence,I abs., rule, hold sway,Ἤλιδα.., ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί Od.13.275
,15.298; μέγα κρατέων ἤνασσε with mighty sway.., Il.16.172;ἅπας δὲ τραχύς, ὅστις ἂν νέον κρατῇ A.Pr.35
; ὁ κρατῶν the ruler, Id.Ag. 951, 1664, S.Ant. 738, etc.;θῶπτε τὸν κρατοῦντ' ἀεί A.Pr. 937
;οἱ κρατοῦντες Id.Ch. 267
, S.OT 530, etc.;τὸ κρατοῦν E.Andr. 133
(lyr.), Pl.Lg. 714c, Arist.Pol. 1255a15; ἡ κρατοῦσα the lady of the house, A.Ch. 734.2 in Poets, c. dat., rule among,μέγα κρατέεις νεκύεσσιν Od.11.485
;ἀνδράσι καὶ θεοῖσι 16.265
; Φθίᾳ rule in Phthia, Pi.N.4.50;ἐν Ἰλιάδι χθονί E.El.4
.3 c. gen., to be lord or master of, rule over, πάντων Ἀργείων, πάντων, Il.1.79, 288, cf. Od. 15.274; (lyr.); ; ; κ. τοῦ βίου to be master of.., And.1.137;αὑτοῦ κ. S.Aj. 1099
, Antipho 5.26, cf. S.OC 405;ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν Pl.Smp. 196c
, etc.;τῶν πραγμάτων D.2.27
; τοῦ μὴ πείθεσθαι τοῖς νόμοις κρατῆσαι to be above obedience.., X.Lac.4.6.II conquer, prevail, get the upper hand, abs., A.Ag. 324, etc.;πολλῷ ἐκράτησαν Hdt.5.77
;εἰ τὰ τοῦ Μήδου κρατήσειε Th.3.62
;ὁ μὴ πειθόμενος κρατεῖ Pl.Phdr. 272b
;ἔνθα τἀναιδὲς κρατεῖ Diph.111
: c. dat. modi, κ. τῇ γνώμῃ prevail in opinion, Hdt.9.42; πάλᾳ, ἱπποδρομίᾳ, Pi.O.8.20, I.3.13; ;ταῖς ναυσί Ar.Ach. 648
;τῷ Φοινίκων ναυτικῷ Th.1.16
; alsoθουρίῳ ἐν Ἄρει S.Aj. 614
(lyr.);ἐν τοῖς πολέμοις Ar.Pl. 184
: c.acc.cogn.,κ. στάδιον B. 6.15
, cf. 7;ὀκτὼ νίκας E.Epigr.1
;τὸν ἀγῶνα D.21.18
; τὴν μάχην v.l. for τῇ μάχῃ in D.S.18.30;τὴν πρεσβείαν Philostr.VS1.21.6
; πάντα in all things, S.OT 1522; οἱ κρατοῦντες the conquerors, X.An.3.2.26;τὰ κατὰ πόλεμον κρατούμενα τῶν κρατούντων εἶναί φασιν Arist.Pol. 1255a7
.c of reports, etc., prevail, become current,φάτις κρατεῖ A.Supp. 293
, S.Aj. 978;λόγος κ. A.Pers. 738
; ;κρατεῖ ἡ φήμη παρά τισι Plb. 9.26.11
.2 c.inf., prevail so that,κ. τῷ πλήθει ὥστε μὴ αὐτίκα τὰς πύλας ἀνοίγεσθαι Th.4.104
: impers., κατθανεῖν κρατεῖ 'tis better to.., A.Ag. 1364;κρατεῖ μὴ γιγνώσκοντ' ἀπολέσθαι E.Hipp. 248
(anap.).3 c.gen., conquer, prevail over,τῶν ἐναντίων S.Fr.85
, cf. OC 646, A.Th. 955 (lyr.), etc.;κ. τινὸς τὸν ἀγῶνα Philostr.Her.2.5
: metaph., ; κ. τῆς διαβολῆς get the better of it, Lys.19.53; ὁ λόγος τοῦ ἔργου ἐκράτει surpassed, went beyond it, Th.1.69; ἡ φύσις.. τῶν διδαγμάτων κρατεῖ is better than.., Men. Mon. 213, cf. 169.b of food, digest, assimilate, Hp.VM3,14, Mnesith. ap. Ath.2.54b, Phylotim.ib.3.79c:—[voice] Pass., Hp.Epid.6.5.15;τῆς τροφῆς μὴ κρατηθείσης Plu.2.654b
.4 c.acc., conquer, master, Pi.N.10.25, A.Pr. 215, Th. 189, E.Alc. 490, Ar.Nu. 1346, Av. 420, X. An.7.6.32, etc.; μάχῃ, τῷ πολέμῳ τινά, Th.6.2, Aeschin.2.30;τῷ λόγῳ τινά Ar.V. 539
; πάχει μάκει τε in.., Pi.P.4.245; outdo,τοὺς φίλους εὖ ποιῶν X.Hier.11.15
; ; surpass,κρατεῖ δὲ ὁ τῆς ἡδονῆς [βίος] τὸν τῆς φρονήσεως Pl.Phlb. 12a
:—[voice] Pass., to be overcome, A.Th. 750 (lyr.), etc.; (lyr.);ὑπὸ τοῦ ὕπνου Hdt.2.121
.δ'; ὑπὸ τῶν ἡδονῶν Pl.Lg. 633e
.III become master of, get possession of, τῆς ἀρχῆς, τῶν νεκρῶν, Hdt.1.92,4.111;πολλὰ φρονέοντα μηδενὸς κ. Id.9.16
; ;οὔπω ἡ βουλή σου ἐκράτει Lys.13.26
;κ. τῆς γῆς Th.3.6
;ναυσὶ τῆς θαλάσσης Pl.Mx. 240a
; κ. τῆς λέξεως have it at command, remember it, Ath.7.275b; master by the intellect,πάντων τῶν τῆς ἱστορίας μερῶν Plb.16.20.2
:—[voice] Pass., to be mastered,δεῖ ἐν ταῖς τέχναις καὶ ἐπιστήμαις ταῦτα κρατεῖσθαι Arist.Pol. 1331b38
, cf. Po. 1456a10 (prob.for κροτεῖσθαι).2 c.acc.rei, seize, win and keep, esp.by force,πᾶσαν αἶαν A.Supp. 255
; ; seize, hold fast, arrest, τινα Batr.63, Plb.8.18.8, Ev.Matt.14.3;τένοντα Batr.233
;τὰς χεῖράς τινος PLips. 40iii2
(iv/v A.D.); secure, grasp, τὴν ἀκατονόμαστον Τριάσα Zos.Alch.p.230 B.3 hold up, support, τινα D.H.4.38; maintain a military post, X.An.5.6.7; hold fast,τὰς παραδόσεις 2 Ep.Thess.2.15
; keep, retain, PTeb.61 (b).229 (ii B.C.):—[voice] Pass., οὐκ ἦν δυνατὸν κρατεῖσθαι αὐτὸν ὑπ' αὐτοῦ (sc. τοῦ θανάτου) Act.Ap.2.24; ἡ κτῆσις τοῖς τέκνοις κεκράτηται has been reserved for, settled upon, POxy. 237 viii 36 (ii A.D.).4 in Law, possess a title to, κ. καὶ κυριεύειν c.gen., PTeb.319.19 (iii A.D.), etc.b sequester, place under embargo, OGI1669.23 ([voice] Pass., Egypt, i A.D.), BGU 742 iii 6 ([voice] Pass., ii A.D.).5 hold in the hand, ;πόαν Dsc.3.93
;ἄρτον Plu.2.99d
;σκῆπτρον Ath.7.289c
, cf. Luc.Am.44, Ach.Tat.1.6, etc.;δακτύλιον PMag.Lond.46.451
(iv A.D.).V control, command, A.Ag.10, E. Hec. 282:—[voice] Pass., αἰσχρὰ τῷ νόμῳ κρατούμενα controlled by.., Ar.Av. 755;κρατεῖσθαι ὑπὸ τοῦ προβουλεύματος D.H.9.52
;διαθέσει Porph. Sent.27
. -
3 ἀχρήσιμος
ἀχρήσ-ιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀχρήσιμος
-
4 ἐνδιάθετος
ἐνδιά-θετος, ον,A residing in the mind ( ἐν τῇ διαθέσει, opp. ἐν τῇ προφορᾷ, Porph.Abst.3.3), ἐ. λόγος conception, thought, opp. προφορικὸς λ. (expression), Stoic.2.43, etc.; of the immanent reason of the world, Ph.1.598; ἕξις ib.36, Plu.2.48d; ὁ ἐ. ἄνθρωπος the inner man, Corp.Herm.13.7 (s. v. l.).2 innate,περιαυτολογία Plu.2.44a
: hence, unaffected, spontaneous, Hermog.Id.2.7; τὸ ἐ. ib.1.11, al.3 τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐ. your disposition towards us, PAmh.2.145.12 (iv/v A. D.). Adv. - τως λέγειν speak from the heart, Hermog.Id.2.7; βοᾶν Sch.Arat.968; εὔχεσθαι Eust.ad D.P. 739.2 Adv. fixedly, opp. προσκαίρως, Sor.1.92.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνδιάθετος
-
5 ἐνδιατίθεμαι
II = ἐν διαθέσει εἶναι, ἐνδιάθετος εἶναι, ἀεὶ -θέμενος Plot.5.3.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνδιατίθεμαι
-
6 πλάσις
πλάσις, εως, ἡ (πλάσσω; Theophr. et al.; pap; ApcEsdr 2:23 p. 26, 16 Tdf. τὴν σὴν πλάσιν; Ath. 25:4 τῇ κατὰ τὴν πλάσιν διαθέσει) the forming of someth. by shaping a soft substance, formation, molding, creation (w. gen. Polyb. 6, 53, 5; Plut., Cic. 862 [4, 4]; PSI 712, 5 πλάσις ὀπτῆς πλίνθου) ἡ πλ. τοῦ Ἀδάμ B 6:9. τὴν πλ. τὴν τῶν ἀνθρώπων AcPlCor 1:13. δευτέρα πλ. of the spiritual new creation through Christ B 6:13 (cp. Diod S 1, 16, 1).—DELG s.v. πλάσσω.
См. также в других словарях:
διαθέσει — διάθεσις placing in order fem nom/voc/acc dual (attic epic) διαθέσεϊ , διάθεσις placing in order fem dat sg (epic) διάθεσις placing in order fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
ΝΑΤΟ — Εξελληνισμένος τύπος του αρκτικόλεξου ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization), δηλαδή Οργάνωση Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Σύμφωνο που συνήψαν στην Ουάσινγκτον (τον Απρίλιο του 1949) 12 χώρες της Ευρώπης και Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής,… … Dictionary of Greek
απασχόληση — Όρος που στην οικονομική γλώσσα σημαίνει την κατάσταση στην oποία βρίσκονται οι συντελεστές παραγωγής που έχουν ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερα, με τον όρο α. νοείται η μορφή χρησιμοποίησης των εργατικών δυνάμεων σε οικονομικές… … Dictionary of Greek
απόσβεση — Όρος που χρησιμοποιείταιμε διάφορες σημασίες σε διάφορους κλάδους, όπως η λογιστική, η οικονομία, η δημοσιονομία και το εμπορικό δίκαιο. Α. ενός χρέους είναι τρόπος τμηματικής επιστροφής του οφειλόμενου ποσού, ο οποίος βασίζεται στην καταβολή… … Dictionary of Greek
διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… … Dictionary of Greek
εκδότης — Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να κάνει γνωστό ένα ανέκδοτο έργο ή να παρουσιάσει –αναθεωρημένο ή επιμελημένο ξανά– ένα κείμενο ήδη γνωστό. Η σύγχρονη σημασία της έκδοσης, ως συνόλου αντιτύπων του ίδιου έργου, συνδέεται με την εφεύρεση της τυπογραφίας … Dictionary of Greek
ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η … Dictionary of Greek
κατανάλωση — (Οικον.). Όρος που αναφέρεται στη χρησιμοποίηση αγαθών και υπηρεσιών για την ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών. Αντίστοιχα, καταναλωτικά ονομάζονται όλα τα αγαθά που προορίζονται άμεσα για την ικανοποίηση μιας ανάγκης, αποσπώμενα κατ’ αυτό τον τρόπο … Dictionary of Greek
κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek