Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σύμφωνος

См. также в других словарях:

  • σύμφωνος — agreeing in sound masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμφωνος — η, ο / σύμφωνος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α 1. μουσ. (για φωνή ή ήχο) αρμονικός 2. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάποιον ή με κάτι («ὁ βίος σύμφωνος τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με… …   Dictionary of Greek

  • σύμφωνος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει τις ίδιες απόψεις, την ίδια γνώμη με κάποιον: Η απόφασή σου με βρίσκει σύμφωνο. 2. αυτός που βρίσκεται σε αρμονία με κάτι: Δεν είναι σύμφωνες με το χαρακτήρα του αυτές οι πράξεις. – Ενεργεί σύμφωνα με τις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμφωνότερον — σύμφωνος agreeing in sound adverbial comp σύμφωνος agreeing in sound masc acc comp sg σύμφωνος agreeing in sound neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύμφωνος — σύμφωνος , σύμφωνος agreeing in sound masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνοτέρων — σύμφωνος agreeing in sound fem gen comp pl σύμφωνος agreeing in sound masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνότατα — σύμφωνος agreeing in sound adverbial superl σύμφωνος agreeing in sound neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνότατον — σύμφωνος agreeing in sound masc acc superl sg σύμφωνος agreeing in sound neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφώνως — σύμφωνος agreeing in sound adverbial σύμφωνος agreeing in sound masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμφωνον — σύμφωνος agreeing in sound masc/fem acc sg σύμφωνος agreeing in sound neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνοτάτη — σύμφωνος agreeing in sound fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»