Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σύμφωνος

  • 1 σύμφωνος

    [симфонос] εκ. согласный, соответствующий,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σύμφωνος

  • 2 согласный

    согласн||ый I
    прил
    1. (на что-л.) σύμφωνος, ἔτοιμος νά δεχτώ/ ἔτοιμος (готовый):
    я согласен на все условия δέχομαι ὅλους τους ὅρους· быть \согласныйым δέχομαι, εἶμαι σύμφωνος·
    2. (единодушный) σύμφωνος:
    быть \согласныйым с кем-л. εἶμαι σύμφωνος μέ κάποιον быть \согласныйым с чем-л. συμφωνώ μέ κάτι, ἀποδέχομαι κάτι·
    3. (гармонический) ἀρμονικός.
    согласный II
    лингв.
    1. прил σύμφωνος·
    2. м τό σύμφωνο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > согласный

  • 3 согласный

    согласный σύμφωνος; я \согласныйен είμαι σύμφωνος, συμφωνώ
    * * *

    я согла́сен — είμαι σύμφωνος, συμφωνώ

    Русско-греческий словарь > согласный

  • 4 сообразный

    επ., βρ: -зен, -зна, -зно.
    1. σύμφωνος, αντίστοιχος, ανάλογος•

    сообразный с духом закона σύμφωνος με το πνεύμα του νόμου•

    сообразный с статей σύμφωνος με το άρθρο.

    2. παλ. σκόπιμος.
    εκφρ.
    ни с чем не сообразный – είναι ακατανόητος.

    Большой русско-греческий словарь > сообразный

  • 5 планомерный

    планомерный
    прил σύμφωνος μέ τό σχέδιο[ν], σύμφωνος μέ τό πλάνο / μεθοδικός, συστηματικός (систематический).

    Русско-новогреческий словарь > планомерный

  • 6 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 7 согласный

    επ., (γλωσ.) σύμφωνος, του συμφώνου•

    согласный звук ο φθόγγος του συμφώνου.

    || ουσ. το σύμφωνο•

    звонкие -ые ηχηρά σύμφωνα.

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно.
    1. σύμφωνος•

    я -сен на все условия συμφωνώ με όλους τους όρους•

    я не -сен с вами δε συμφωνώ μαζί σας.

    2. όμοιος, ίδιος• ακριβής•

    копия -сна с подлинником το αντίγραφο είναι ακριβές.

    3. μονοιασμένος, με ομόνοια• αρμονικός.
    4. (μουσ.) αρμονικός.

    Большой русско-греческий словарь > согласный

  • 8 солидарный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    1. αλληλέγγυος• ομόφωνος, σύμφωνος•

    -ое обязательство αλληλέγγυα υποχρέωση•

    я -рен с докладчиком είμαι σύμφωνος με τον εισηγητή.

    2. κοινός αμοιβαίος•

    -ая ответственность συνυπευθυνότητα.

    Большой русско-греческий словарь > солидарный

  • 9 вязаться

    вязать||ся
    несов (соответствовать) ἀνταποκρίνομαι, εἶμαι σύμφωνος; одно с другим не вяжется δέν ἔχει σχέση, δέν κολλάει τό ἕνα μέ τό ἄλλο.

    Русско-новогреческий словарь > вязаться

  • 10 несогласиеный

    несогласие||ный
    прил
    1. (не разделяющий мнения, взгляда) ἀσύμφωνος:
    быть \несогласиеныйным с кем-л., с чем-л. δέν εἶμαι σύμφωνος, δέν συμφωνώ μέ, διαφωνώ·
    2. (о звуках) παράφωνος, πα-ράχορδος:
    \несогласиеныйное пение τό παράφωνο τραγούδι.

    Русско-новогреческий словарь > несогласиеный

  • 11 подавно

    подавно
    нареч разг πολύ περισσότε-ρον/ ἐννοείται (разумеется):
    он согласен, а я и \подавно αὐτός εἶναι σύμφωνος κι ἐγώ πολύ περισσότερο.

    Русско-новогреческий словарь > подавно

  • 12 поскольку

    поскольку
    союз
    1. (насколько) ἀπ' ὅσο, στό μέτρο πού:
    \поскольку я могу́ судить ἀπ· ὅσο μπορώ νά κρίνω·
    2. (так как) ἐφόσον, μιά καί, ἀφοϋ:
    \поскольку ты согласен... ἐφόσον είσαι σύμφωνος...

    Русско-новогреческий словарь > поскольку

  • 13 принцип

    принцип
    м ἡ ἀρχή:
    в \принципе κατ' ἀρχήν в \принципе я согласен κατ' ἀρχήν εἶμαι σύμφωνος· из \принципа γιά λόγους ἀρχῶν.

    Русско-новогреческий словарь > принцип

  • 14 протокольный

    протокол||ьный
    прил τοῦ πρωτοκόλλου, σύμφωνος μέ τό πρωτό-κολλον.

    Русско-новогреческий словарь > протокольный

  • 15 пусть

    пусть
    1. частица ᾶς, ἔστω:
    \пусть бу́дет так ἄς εἶναι ἔτσι, ἔστω· \пусть придет как можно скорее ἄς ἔλθει ὅσο τό δυνατόν γρηγορώτερα· \пусть говорит ἄς μιλήσει· \пусть» так ἔστω, ἄς εἶναι, πολύ καλά, σύμφωνος·
    2. союз ἄν, ἔστω, μολονότι:
    \пусть трудно, но я справлюсь с этим ἄν καί εἶναι δύσκολο, ἐγώ ὅμως θά τά καταφέρω

    Русско-новогреческий словарь > пусть

  • 16 созвучный

    созву́ч||ный
    прил (чему-л.) σύμφωνος.

    Русско-новогреческий словарь > созвучный

  • 17 сообразный

    сообразн||ый
    прил (с чем-л.) σύμφωνος, ἀνάλογος.

    Русско-новогреческий словарь > сообразный

  • 18 так

    так
    1. нареч (таким образом) ἔτσι, τοιουτοτρόπως, ὁδτως:
    сделай \так κάνε τό ἔτσι· сделай \так, чтобы... κάνε ἔτσι πού...· говорить \так как нужно μιλῶ ἔτσι ὅπως πρέπει· делать не \так как нужно κάνω κάτι ὄχι ὅπως χρειάζεται· \так работать нельзя ἔτσι δέν γίνεται δουλειά· \так бы и сказал δέν τώλεγες ἀπό νωρίτερα, δέν τώλεγες ἀπό τήν ἀρχή· \так тому́ и быть ἄς γίνει ἔτσι· \так же μέ τόν ἰδιο τρόπο, ὅμοια· \так же как τό ἰδιο ὅπως· если \так... λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει...·
    2. нареч (без причины, случайно) (νά) ἔτσι:
    занялся этим \так, от ску́ки καταπιάστηκα μ' αὐτό ἔτσι γιά νά διασκεδάσω τήν ἀνία μου·
    3. нареч (настолько) τόσο[ν]:
    я сегодня \так много ходил σήμερα περπάτησα τόσο πολύ· он \так изменился, что... ἀλλαξε τόσο πού...· кругом \так тихо εἶναι τόσο ήσυχα τριγύρω· бу́дьте \так добры λάβετε τήν καλωσύνη· не \так скоро будет ὄχι πολύ σύντομα·
    4. частица (в таком случае, тогда) τότε:
    я не хочу́ вас слу́шать, \так Так уйдите δέν θέλω νά σας ἀκούω, \так Τότε νά φύγετε·
    5. частица (значит, стало быть) λοιπόν, ὡστε:
    \так мы едем? ἀναχωρούμε λοιπόν;· \так ты согласен? είσαι λοιπόν σύμφωνος;· \так это он? αὐτός εἶναι λοιπόν;·
    6. частица усилительная:
    вот э́то веселье \так веселье αὐτό μάλιστα εἶναι διασκέδαση· как же \так? πῶς ἔτσι;, γιατί;·
    7. частица (приблизительно) κατά, περί, γύρω:
    часу́ \так в третьем κατά τίς τρεις ἡ ῶρα·
    8. союз (вследствие этого, потому) γι· αὐτό:
    здесь очень жарко--ты открой окно́ ἐδῶ κάνει πολύ ζέστη, γι· αὐτό ἄνοιξε τό παράθυρο·
    9. союз:
    \так как μιά πού, δεδομένου ὀτι, ἐπειδή, γιατί· мы легли́ спать, \так как было поздно ξαπλώσαμε νά κοιμηθούμε γιατί ἡταν ἀργά·
    10. союз:
    \так что ἔτσι πού, ἔτσι ὡστε, γι ' αὐτό· снег был глубокий, \так что ноги проваливались τό χιόνι ήτανε βαθύ, ἔτσι πού τά πόδια βουλιάζανε·
    11. союз (но, однако) ἀλλα, ὅμως:
    я тебе говорила, \так ты и слу́шать не хотел ἐγώ στό ἐλεγα, ὅμως ἐσύ δέν ήθελες νά μ· ἀκούσεις· ◊ \так или иначе ἔτσι είτε ἀλλιως, ὁδτως ἡ ἀλλως, ὁπωσδήποτε· \так называемый ὁ λεγόμενος, ὁ δήθεν если \так λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· и \так далее καί оСто καθεξής· \так и сяк κι ἔτσι κι ἀλλιῶς· \так и есть ἔτσι καί εἶναι, σωστά· \так и быть ἄς εἶναι, σύμφωνοι· так себе ἔτσι κι ἔτσι, ὑποφερτά· не \так ли? ἔτσι δέν εἶναι;· \так точно! (в ответе) μάλιστα!· \так сказать νά ποῦμε, ὁδτως είπεΐν как бы не \так κάθε ἀλλο, τί λές καημένε.

    Русско-новогреческий словарь > так

  • 19 несолясный

    [νισαγκλάσνυϊ] εκ. α σύμφωνος

    Русско-греческий новый словарь > несолясный

  • 20 согласный

    [σαγκλάσνυϊ] επ. σύμφωνος

    Русско-греческий новый словарь > согласный

См. также в других словарях:

  • σύμφωνος — agreeing in sound masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμφωνος — η, ο / σύμφωνος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α 1. μουσ. (για φωνή ή ήχο) αρμονικός 2. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάποιον ή με κάτι («ὁ βίος σύμφωνος τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με… …   Dictionary of Greek

  • σύμφωνος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει τις ίδιες απόψεις, την ίδια γνώμη με κάποιον: Η απόφασή σου με βρίσκει σύμφωνο. 2. αυτός που βρίσκεται σε αρμονία με κάτι: Δεν είναι σύμφωνες με το χαρακτήρα του αυτές οι πράξεις. – Ενεργεί σύμφωνα με τις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμφωνότερον — σύμφωνος agreeing in sound adverbial comp σύμφωνος agreeing in sound masc acc comp sg σύμφωνος agreeing in sound neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύμφωνος — σύμφωνος , σύμφωνος agreeing in sound masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνοτέρων — σύμφωνος agreeing in sound fem gen comp pl σύμφωνος agreeing in sound masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνότατα — σύμφωνος agreeing in sound adverbial superl σύμφωνος agreeing in sound neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνότατον — σύμφωνος agreeing in sound masc acc superl sg σύμφωνος agreeing in sound neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφώνως — σύμφωνος agreeing in sound adverbial σύμφωνος agreeing in sound masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμφωνον — σύμφωνος agreeing in sound masc/fem acc sg σύμφωνος agreeing in sound neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνοτάτη — σύμφωνος agreeing in sound fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»