Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σύμφωνος

  • 21 созвучный

    [σαζβούτσνυΐ] εκ. σύμφωνος

    Русско-греческий новый словарь > созвучный

  • 22 сообразный

    [σααμπράζνυΐ] εκ. σύμφωνος, ανάλογος

    Русско-греческий новый словарь > сообразный

  • 23 несолясный

    [νισαγκλάσνυϊ] επ α σύμφωνος

    Русско-эллинский словарь > несолясный

  • 24 согласный

    [σαγκλάσνυϊ] επ σύμφωνος

    Русско-эллинский словарь > согласный

  • 25 созвучный

    [σαζβούτσνυϊ] επ σύμφωνος

    Русско-эллинский словарь > созвучный

  • 26 сообразный

    [σααμπράζνυϊ] επ σύμφωνος, ανάλογος

    Русско-эллинский словарь > сообразный

  • 27 вполне

    επίρ.
    πλήρως, πλέρια, πέρα για πέρα, ολωσδιόλου, απόλυτα•

    вполне согласен с вами απόλυτα σύμφωνος με σας.

    Большой русско-греческий словарь > вполне

  • 28 да

    да 1
    μόριο
    1. βεβαιωτικό• ναι, μάλιστα•

    все здесь? да да όλοι είναι εδώ; да ναί•

    отвечайте: да или нет απαντάτε: ναι ή όχι•

    хочешь чаю? да да θέλεις τσάι; да ναι.

    || πραγματικά, αλήθεια•

    там было хорошо, да, очень хорошо εκεί ήταν καλά, πραγματικά, πολύ καλά.

    2. (ξαφνική ενθύμηση) α ναι•

    я, кажется, все сказал...да! вот еще νομίζω πως τα είπα ολα... α ναι! να ακόμα τι.

    3. (δυσπιστία, αντίρρηση κλπ.) ναι πως, αμ πως•

    я хлопочу чтобы ты скорее отправиться. да да хлопочешь εγώ φροντίζω ν’ αναχωρήσεις το γρηγορότερο. Αμ πως φροντίζεις.

    4. (ερωτηματικό) ναι; αλήθεια;•

    я изменился, да? εγώ άλλαξα, ναι;

    5. (επιτακτικό) δα, ντε, και, λοιπόν•

    кто сказал? да да тот ποιος είπε; Εκείνος δα•

    да что с вами говорить! και τι να πω με σας!•

    куда идти? да да прямо κατά πού νά πάω;-Κατ’ ευθεία δα (ντε)•

    да отправляйтесь вы поскорее αναχωρείτε λοιπόν το γρηγορότερο.

    || (μέσα στην πρόταση και μπροστά από το κατηγορούμενο επιτείνει τη σημασία) να• και.
    6. (επίμονη παράκληση, παρότρυνση) δά•

    да садись, садись, чего ты стоишь! κάθισε δα,κάθισε,τι στέκεσαι ορθός! || (επιτακτικό-προτρεπτικό)• άιντε, έλα•

    да ну, брат, поскорее! άιντε, καημένε, πιο γρήγορα!

    7. (με προστακτική και σημασία υποθετική• και αν (ακόμα)•

    да будь он... κι αν ακόμα αυτός...

    8. (με ρήμα 3ου ενκ. προσ. ενεστώτα και μέλλοντα)• άς, είθε να• ζήτω•

    да здравствует мир во всем мире! ζήτω η ειρήνη σ’ όλο τόν κόσμο!•

    да здравствует дружба меаду народами! ζήτω η φιλία ανάμεσα στους λαούς!

    εκφρ.
    ну да! – (απλ.) αμπώς! (вот) это да! (απλ.) αυτό μάλιστα! (για θαυμασμό, επιδοκιμασία)•
    аи даβλ. ай; ну да (απλ.) βλ. да 1 (1, 3 σημ.).
    да 2
    σύνδ.
    1. συμπ λκ. και•

    он да я αυτός κι εγώ•

    день да ночь μέρα και νύχτα•

    хлеб да соль ψωμί κι αλάτι.

    2. επίτακτ. καί, επί•

    шел я ночью один, да еще лесом βάδιζα τη νύχτα μόνος κι ακόμα (επί πλέον) μέσα στο δάσος.

    3. σύνδ. αντιθετικός• όμως, αλλά, μα•

    я согласен, да только с условием είμαι σύμφωνος, όμως μ’ ένα όρο.

    εκφρ.
    да и... – α) και. β) ξαφνικά, απότομα•
    жил, жил, да помер – έζησε, έζησε και ξαφνικά πέθανε, γ) επί πλέον, και., ακόμα•
    да и говорить-то об этом не стоит – ακόμα και να μιλήσεις γι’ αυτό δεν αξίζει•
    да и только – (καί) μόνο, διαρκώς•
    плачет, да и только – κλαίει και μόνο (συνεχώς)•
    смеется, да и только – γελά ακατάπαυστα.

    Большой русско-греческий словарь > да

  • 29 есть

    ем, ешь, ест, едим, едите, едят, χρ. παρλθ. ел, ела, ело, προστκ. ешь,
    επιρ. μτχ. δεν έχει•
    ρ.δ.
    1. τρώγω•

    мне хочется есть θέλω νά φάω•

    есть суп τρώγω σούπα•

    есть скоромное τρώγω μη νηστήσιμο φαγητό•

    я целый день ничего ни ел όλη τη μέρα δεν έφαγα τίποτε•

    он не ест мяса αυτός δεν τρώγει το κρέας.

    || τρωγαλίζω, ροκανίζω.
    2. διαβιβρώσκω, φθείρω,καταστρέφω•

    ржавчина ест железо η σκουριά τρώγει το σίδερο.

    || ερεθίζω•

    дым ест глаза από τον καπνό τσούζουν τα μάτια μου.

    3. μτφ. βασανίζω•

    его ела грусть τον έτρωγε η θλίψη.

    4. μτφ. (απλ.) γκρινιάζω, τρώγω με τη γκρίνια•

    жена ела его с утра до вечера η γυναίκα του τον έτρωγε με τη γκρίνια από το πρωί ως το βράδυ.

    εκφρ.
    есть чужой хлеб – είμαι παράσιτος, χαραμοφαγης•
    есть глазами – τρώγω με τα ματιά, επίμονα κοιτάζω•
    есть просит – (αστ.) είναι τρύπιος (σαν το ανοιχτό στόμα), χρειάζεται διόρθωμα (για ενδύματα, υποδήματα κλπ.) — не хочу χορταίνω βλέποντας (για αφθονία φαγώσιμων).
    1. γ/ ενκ. πρόσ. ενεστ. του ρ. быть.
    2. με σημ. των άλλων προσώπων του ενεστ. του ρ. быть: какавы мы есть красавцы τι όμορφονιοί που είμαστε εμείς•

    кто ты -? ποιος είσαι εσύ;•

    надо знать, как вещи есть πρέπει να μάθω πώς έχουν τα πράγματα•

    я есть (σπάνια) εγώ είμαι.

    3. υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υφίστανται•

    есть такая партия υπάρχει τέτοιο κόμμα.

    εκφρ.
    есть такое дело – καλά, σύμφωνος, έτσι και θα γίνει•
    так и есть – ναι, πραγματικά.
    επιφ. (στρατ.) στις διαταγές σας, όπως διατάξτε• διατάξτε.

    Большой русско-греческий словарь > есть

  • 30 изволить

    ρ.δ.
    1. παλ. θέλω, επιθυμώ•

    чего -те? τι επιθυμείτε;

    2. χρησιμοποιείται με απαρέμφατο άλλου ρήματος αντί των προσώπων αυτού του ρήματος και εκφράζει: εκτίμηση, φιλοφροσύνη, αβρότητα, δυσαρέσκεια, αγανάκτηση, μομφή, ειρωνεία•

    господд -ят спать τα αφεντικά κοιμούνται•

    -ите с£ми судить κρίνετε μονάχοι σας•

    вы -ите шутить αστειεύεστε•

    -ите ли видеть βλέπετε;•

    вместо того, чтобы работать, вы все -ите полживать αντί να δουλεύετε, όλοι. σας το πιάσατε ξαπλωταριά,

    προστκ. изволь(те) σημαίνει,: α) καλά•

    -те, остинусь ещё на час καλά, θα περιμένω ακόμα μια ώρα•

    изволь, я согласен καλά, είμαι σύμφωνος, β) να, πάρε, ωρίστε•

    дайте мне папиросу. изволить извольте δόστε μου ένα τσιγάρο. -ωρίστε. γ) προσταγή•

    -те выйти βγήτε έξω•

    -те сначала поучиться, а потом другим указывать πρώτα να μάθετε εσείς καλά και μετά να υποδείχνεται στους άλλους.

    -те! παρακαλώ!

    εκφρ.
    чего -ите?παλ. τι επιθυμείτε;

    Большой русско-греческий словарь > изволить

  • 31 историчный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно
    ιστορικός (σύμφωνος με τα ιστορικά γεγονότα ή με τον ιστορισμό).

    Большой русско-греческий словарь > историчный

  • 32 ладный

    επ., βρ: -ден, -дни, -дно.
    1. καλός, κανονικός• ομαλός. || καλοφτιαγμένος, κομψός.
    2. διορθωμένος, επισκευασμένος.
    3. (απλ.) δραστήριος, ενεργητικός.
    4. (απλ.) μονιασμένος, ομόψυχος, ομόγνωμος.
    5. αρμονικός, σύμφωνος.

    Большой русско-греческий словарь > ладный

  • 33 несогласный

    επ., βρ: -сен, -сна, -о.
    1. μη σύμφωνος ασύμφωνος• αντίθετος, ετεράδοξος•

    с ним я -сен δε συμφωνώ μαζί του ή διαφωνώ μ αυτόν.

    2. αναρμόν ιστός, ασυνταίριαστος• ασυντόνιστος παράφωνος.
    3. αμόνοιαστος φιλόνικος, εριστικός.

    Большой русско-греческий словарь > несогласный

  • 34 отвечать

    ρ.δ.
    1. βλ. ответить.
    2. είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη, ευθύνομαι•

    отвечать за качество работы ευθύνομαι για την ποιότητα της εργασίας•

    отвечать за себя είμαι υπεύθυνος για τον εαυτό μου (για τις πράξεις μου)•

    дети за отца не -ют τα παιδιά δεν ευθύνονται για τον πατέρα.

    3. ανταποκρίνομαι, αντιστοιχώ•

    отвечать интересам народа ανταποκρίνομαι στα συμφέροντα του λαού•

    отвечать современным требованиям ανταποκρίνομαι στις σύγχρονες απαιτήσεις•

    отвечать вкусам είμαι σύμφωνος με τα γούστα.

    Большой русско-греческий словарь > отвечать

  • 35 подавно

    επίρ.
    ακόμα περισσότερο, πιο πολύ•

    он согласен, а я и подавно αυτός είναι σύμφωνος, κι εγώ ακόμα περισσότερο.

    Большой русско-греческий словарь > подавно

  • 36 пожалуй

    παρνθ. λ. κ. μόριο
    1. παρνθ. λ. μπορεί, πιθανόν, δυνατόν, ίσως.
    2. μόριο (για αμφιβολία, αοριστία)• καλά, σύμφωνος• είθε, μακάρι•

    по мне пожалуй εγώ συμφωνώ•

    вы этого хотите? пожалуй αυτό θέλετε; είθε, μακάρι (να γίνει).

    Большой русско-греческий словарь > пожалуй

  • 37 пусть

    μόριο κ. σύνδ.
    1. ας•

    пусть так и будет ας γίνει έτσι, ας είναι έτσι•

    пусть говорят, что хотят ας λένε, ό,τι θέλουν•

    пусть он говорит άς τον να λέει, ας λέει•

    пусть придёт, если он хочет ας έρθει, άμα θέλει•

    пусть бы είθε.

    2. ας παραδεχτούμε, ας πούμε, ας υποθέσομε•

    пусть я ошибся, но эту ошибку я давно исправил ας πούμε ότι έκανα λάθος, όμως εγώ από καιρό το διόρθωσα.

    3. έστω, ας είναι και, αν και.
    εκφρ.
    пусть так – ας είναι έτσι, σύμφωνος, δεν έχω αντίρρηση.

    Большой русско-греческий словарь > пусть

  • 38 рад

    -а, -о
    ως κατηγ.
    1. χαίρω, -ομαι• είμαι ευτυχής•

    я весьма (очень), что вас вижу χαίρω πολύ που σας βλέπω (σας συνάντησα)•

    я рад случаю поговорить είμαι ευτυχής, που μου δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσομε•

    мать -а, что сын вернулся домой η μάνα είναι ευτυχής, που το παιόι γύρισε στο σπίτι•

    ему везде -ы αυτός παντού είναι καλοδεχούμενος (ευπρόσδεκτος).

    2. είμαι σύμφωνος, πρόθυμος, έτοιμος•

    я рад умереть за родину ευχαρίστως να πεθάνω για την πατρίδα.

    εκφρ.
    и не -; (и) сам не рад – λυπούμαι(γι αυτό που συνέβηκε)• рад (или) не -; хоть рад хоть не рад θέλοντας μη θέλοντας, εκών, άκων.

    Большой русско-греческий словарь > рад

  • 39 только

    1. επίρ, μόνο, μονάχα• όλο-όλο•

    у меня только два рубля έχω μόνο δυο ρούβλια•

    он может это делать μόνο αυτός μπορεί να το φτιάξει.

    2. σύνδ. όμως, αλλά•

    я согласен, только не сейчас είμαι σύμφωνος, όμως όχι τώρα.

    || μόλις, πριν λίγο, τώρα δα•

    только раздался звонок τώρα δα (μόλις) χτύπησε το κουδούνι.

    3. μόριο• λίγο, λιγάκι•

    подумайте -! σκεφτήτε λίγο!•

    попробуй это сделать! δοκίμασε λίγο να το κάνεις! || μόριο επιτακτικό• και•

    каких только книг он не читал και τι βιβλία αυτός δε διάβασε•

    где только он не бывал! και πουαυτός δεν πήγε!•

    от куда только это бертся? Και από που αυτό εδώ;

    εκφρ.
    только и – μόνο, μονάχα (και τίποτε άλλο)•
    только и всего; и только – αυτό όλο-κι όλο, αυτό και μόνο•
    только что – τώραμόλις, τώρα δα•
    только что не... – α) σχεδόν όχι, μόνο που δεν... β) παρ ολίγο να μη, μόνο που.

    Большой русско-греческий словарь > только

  • 40 хорошо

    επίρ.
    1. καλά•

    он работает хорошо αυτός εργάζεται καλά•

    моя сестра хорошо пот η αδερφή μου τραγουδά καλά•

    писать хорошо γράφω καλά (ωραία)•

    чувствовать себя хорошо αισθάνομαι τον εαυτό μου καλά•хорошо вести себя φέρνομαι καλά•

    одевать хорошо ντύνομαι καλά•

    жить хорошо ζω καλά.

    2. ως κατηγ. είναι καλά•

    хорошо на улице είναι καλά έξω•, что он сегодня придёт είναι καλά που θα έρθει σήμερα.

    3. μόριο επιβεβαιωτικό• καλά•

    я приду через полчаса хорошо? θα έρθω μετά από μισή ώρα, καλά; || ας είναι, ας γίνει έτσι, καλά (σύμφωνος).

    || μόριο απειλητικό• καλά (θα δεις, θυμήσου το κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > хорошо

См. также в других словарях:

  • σύμφωνος — agreeing in sound masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμφωνος — η, ο / σύμφωνος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α 1. μουσ. (για φωνή ή ήχο) αρμονικός 2. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάποιον ή με κάτι («ὁ βίος σύμφωνος τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με… …   Dictionary of Greek

  • σύμφωνος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει τις ίδιες απόψεις, την ίδια γνώμη με κάποιον: Η απόφασή σου με βρίσκει σύμφωνο. 2. αυτός που βρίσκεται σε αρμονία με κάτι: Δεν είναι σύμφωνες με το χαρακτήρα του αυτές οι πράξεις. – Ενεργεί σύμφωνα με τις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμφωνότερον — σύμφωνος agreeing in sound adverbial comp σύμφωνος agreeing in sound masc acc comp sg σύμφωνος agreeing in sound neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύμφωνος — σύμφωνος , σύμφωνος agreeing in sound masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνοτέρων — σύμφωνος agreeing in sound fem gen comp pl σύμφωνος agreeing in sound masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνότατα — σύμφωνος agreeing in sound adverbial superl σύμφωνος agreeing in sound neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνότατον — σύμφωνος agreeing in sound masc acc superl sg σύμφωνος agreeing in sound neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφώνως — σύμφωνος agreeing in sound adverbial σύμφωνος agreeing in sound masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμφωνον — σύμφωνος agreeing in sound masc/fem acc sg σύμφωνος agreeing in sound neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνοτάτη — σύμφωνος agreeing in sound fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»