-
1 σχηματιζόμενος
σχηματίζωassume a certain form: pres part mp masc nom sg -
2 παρασχηματίζω
A change from the true form, transform,ὀνειδισμός ἐστι τῆς ἁμαρτίας παρεσχηματισμένος τὸ σκῶμμα Thphr.
ap. Plu.2.631e, cf. D.L.6.9 ; ὁ βασιλεὺς.. θεὸς ἐν ἀνθρώποις παρεσχαμάτισται has been transformed into.., Diotog. ap. Stob.4.7.61.2 in Gramm., form from another word by a slight change, Porph.in Cat.69.20, Sch.Ar.Ach. 424, etc.; dub. sens. in Phld.Rh.2.97 S. ; παρασχηματίσας τῷ πατρί forming a derivative word ([etym.] πατρίς ) from πατήρ, Hierocl.p.50 A.:—[voice] Pass., A.D.Conj.237.27 ; θηλυκῷ καὶ οὐδετέρῳ γένει Et.Gen.s.v. πλειότερος.II speak incorrectly, Suid.s.v. σχηματιζόμενος.2 make false pretences, Anon. ap. eund. s.v. παρασχηματίζειν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασχηματίζω
-
3 σχηματίζω
σχημᾰτ-ίζω, [tense] pf. [voice] Pass. ἐσχημάτισμαι, v.infr. 11.1; but in sense of [voice] Med., v. infr.1.2.Iintr., assume a certain form, figure, posture, or position,ὅσα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα.. ἐν ταῖς μάχαις Pl.R. 526d
, cf. Polyaen.5.16.1, Ascl.Tact.12.1; τὰ αἰσχρὰ καὶ πονηρὰ σχήματα ς. Pl.Hp.Mi. 374b: abs., gesticulate, dance figures, Ar. Pax 324, Fr. 678:—[voice] Med., Poll.4.95 (also σ. ἑαυτόν put oneself in posture, Luc.Salt.17), v. infr. 11.3; προστάσεως, ἢν πρὸς τοὺς ἔξω σχηματίζονται the pompous appearance, which they assume, Pl.R. 577a.2 [voice] Med., demean oneself in a certain way, make a show of being or doing,ἀγνοεῖ ταῦτα ἃ πρὸς τοὺς ἄλλους ὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται Id.Sph. 268a
; σεμνύνεται ἐσχηματις μένη ὡς.. gives itself airs under the pretence that.., Id.Grg. 511d: c. inf.,σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι Id.Prt. 342b
; σχηματιζόμενος, opp. ἀληθῶς τι πεπονθώς, Id.Phdr. 255a.3 Astrol., of a heavenly body, to be in configuration, Man.4.500:—[voice] Pass., Heph.Astr.1.9 (printed ἐσχατ.), Tz.H. 1.471.II trans., give a certain form to a thing, shape, fashion, σ. τὸ ἁρμόσσον σχῆμα (sc. τὸ ὀθόνιον) give such a form to the cloth as will fit.., Hp.Art.37; τὰ ἁπλᾶ σώματα ς. Arist.Cael. 306b3, cf. Phld.Rh.1.196 S.; ; παρθένον ἀκέφαλον ς. Eratosth.Cat.9;ἕκαστον μέρος πρὸς τὸ βέλτιον D.S. 5.73
;τὸ πρόσωπον εἰς ἡδονήν Ach.Tat.6.11
;τὸν βραχίονα γυμνὸν οἷον ἐφ' ὕβρει Plu.CG13
:—[voice] Med., σχηματίζεσθαι κόμην arrange one's hair, E.Med. 1161:—[voice] Pass.,τὰ κατὰ φύσιν ἐσχηματισμένα Arist.Cael. 302b26
;τῶν ἐσχ. τι [γίνεται] ἐξ ἀσχημοσύνης Id.Ph. 188b19
, etc.;ἐσχημάτ ισται δ' ἀσπίς A.Th. 465
; τῶν -ιζομένων θεῶν the gods who possess figure, Dam.Pr. 261;τὸ πρόσωπον τὸ -ισθέν Phld.Mus.p.73
K.2 deck out, dress up,ἑαυτὸν ὡς κοσμιώτατα Luc.Merc.Cond.14
, cf. Fug. 13, JTr.16, Jul.ad Ath.274c: Rhet.,σ. λόγον Philostr.VS1.21.5
, cf. 2.1.11; opp. εὐθέως εἰπεῖν, Aristid.Rh.1p.462S.:—[voice] Pass.,ἐσχηματις μένοι περιέρχονται Lys.Fr.73
;θεοὶ κατὰ τέχνην ἐσχηματις μένοι Luc. JTr.8
; τὸ ἐσχηματισμένον figurative style, Demetr.Eloc. 294, cf. D.H. Rh.8,9, Philostr.VS2.17;ἐσχηματισμένα ζητήματα Hermog.Id.1.4
.3 arrange in certain figures,χορούς Chamael.
ap. Ath.1.21f; σ. αὑτόν pose oneself, for being painted, ib.12.543f:—[voice] Pass. and [voice] Med., put oneself in certain forms or postures, assume various shapes, Hp.Fract.2; εἴθισται ἐς χηματίσθαι to assume a position, ib. 15 (om. codd. MV, Gal.);ἐς σχήματα σχηματίζεσθαι Id.Art.10
; of sick persons, Id.Coac.463; of the foetus, Sor.2.60; of actors, gesticulate, X.Smp.1.9; σχηματιζόμενοι ῥυθμοί accompanied with gestures, Arist.Po. 1447a27.6 use σχήματα (v.σχῆμα 7d
),σ. φορτικῶς D.H.Isoc.3
; construct,περίοδοι ὁμοίως -ιζόμεναι Id.Pomp. 5
, cf. Hermog.Inv.3.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχηματίζω
См. также в других словарях:
σχηματιζόμενος — σχηματίζω assume a certain form pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
образовати — ОБРАЗ|ОВАТИ (24), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1.Обряжать: пришедъше же обрѣтоша старца скончавшасѧ. и ѡбразовавше ѥго и плакавше на мнозѣ. и молиша старца гл҃ще. (σχηματίσαντες) ПНЧ XIV, 149в. 2. Изображать: не подобаѥть гл҃ще нб(с)ны(х) и невидимы(х)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έρμαξ — ἕρμαξ, ὁ (Α) [έρμα] 1. σωρός από πέτρες γύρω από αγάλματα τού Ερμή που τοποθετούσαν στις οδούς, σχηματιζόμενος εξαιτίας τής παλιάς συνήθειας τών αρχαίων να ρίχνει κάθε διαβάτης μια πέτρα στον σωρό, ο αρμακάς 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἕρμακες ὕφαλοι… … Dictionary of Greek
πιστωτικός — ή, ό / πιστωτικός, ή, όν, ΝΑ [πιστώ] 1. νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστωση ή αυτός που έχει χαρακτήρα πίστωσης 2. φρ. α) «πιστωτικά ιδρύματα» ιδιωτικά ή δημόσια ιδρύματα, τράπεζες ή συνεταιρισμοί που εξυπηρετούν την εξεύρεση και… … Dictionary of Greek
τομέας — Στη γεωμετρία και, κατ’ επέκταση, σε άλλες επιστήμες ένα μέρος μιας επιφάνειας ή συγκεκριμένου χώρου, το οποίο συνδέεται με το κέντρο και αποκτά κάποια αυτοτέλεια. Κυκλικός τ. είναι το μέρος του κύκλου που περιλαμβάνεται μεταξύ δύο ακτίνων και… … Dictionary of Greek
υδρόμφαλος — ο / ὑδρόμφαλος, ον, ΝΑ (στην αρχ. το ουδ. ως ουσ.) υγρός όγκος σχηματιζόμενος από συσσώρευση ορού στον σάκο ομφαλοκήλης ή στον υπομφάλιο συνδετικό ιστό αρχ. αυτός που παρουσιάζει υδρωπικία στην ομφαλική χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + ὀμφαλός] … Dictionary of Greek