-
1 теневой
επ.σκιερός• απόσκιος•-ая сторона η σκιερή πλευρά•теневой склон горы η απόσκια πλαγιά του βουνού.
|| φυόμενος κάτω από σκιά•-ые травы χόρτα σκιάς.
|| της σκιάς, από τη σκιά (σχηματιζόμενος)•теневой узор σχέδιο από τη σκιά.
|| σκιώδης•-ые места картины τα σκιώδη μέρη της εικόνας.
εκφρ.- ая сторона – η σκοτεινή πλευρά (η αρνητική πλευρά). -
2 церебральный
επ.1. εγκεφαλικός.2. (για σύμφωνα) • σχηματιζόμενος με την άκρη της γλώσσας στον ουρανίσκο.
См. также в других словарях:
σχηματιζόμενος — σχηματίζω assume a certain form pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
образовати — ОБРАЗ|ОВАТИ (24), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1.Обряжать: пришедъше же обрѣтоша старца скончавшасѧ. и ѡбразовавше ѥго и плакавше на мнозѣ. и молиша старца гл҃ще. (σχηματίσαντες) ПНЧ XIV, 149в. 2. Изображать: не подобаѥть гл҃ще нб(с)ны(х) и невидимы(х)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έρμαξ — ἕρμαξ, ὁ (Α) [έρμα] 1. σωρός από πέτρες γύρω από αγάλματα τού Ερμή που τοποθετούσαν στις οδούς, σχηματιζόμενος εξαιτίας τής παλιάς συνήθειας τών αρχαίων να ρίχνει κάθε διαβάτης μια πέτρα στον σωρό, ο αρμακάς 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἕρμακες ὕφαλοι… … Dictionary of Greek
πιστωτικός — ή, ό / πιστωτικός, ή, όν, ΝΑ [πιστώ] 1. νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστωση ή αυτός που έχει χαρακτήρα πίστωσης 2. φρ. α) «πιστωτικά ιδρύματα» ιδιωτικά ή δημόσια ιδρύματα, τράπεζες ή συνεταιρισμοί που εξυπηρετούν την εξεύρεση και… … Dictionary of Greek
τομέας — Στη γεωμετρία και, κατ’ επέκταση, σε άλλες επιστήμες ένα μέρος μιας επιφάνειας ή συγκεκριμένου χώρου, το οποίο συνδέεται με το κέντρο και αποκτά κάποια αυτοτέλεια. Κυκλικός τ. είναι το μέρος του κύκλου που περιλαμβάνεται μεταξύ δύο ακτίνων και… … Dictionary of Greek
υδρόμφαλος — ο / ὑδρόμφαλος, ον, ΝΑ (στην αρχ. το ουδ. ως ουσ.) υγρός όγκος σχηματιζόμενος από συσσώρευση ορού στον σάκο ομφαλοκήλης ή στον υπομφάλιο συνδετικό ιστό αρχ. αυτός που παρουσιάζει υδρωπικία στην ομφαλική χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + ὀμφαλός] … Dictionary of Greek