-
1 συν-τροχἀζω
συν-τροχἀζω, = Folgdm; Mel. 127 (VII, 417); Plut. Agesil. 36.
-
2 συν-απο-τροχάζω
συν-απο-τροχάζω, = Vorigem, B. A. 427.
-
3 συν-επι-τροχάζω
συν-επι-τροχάζω, mit, zugleich drauflos od. drüberhin laufen, Eust.
-
4 συντροχάω,
συν-τροχάω, u. συν-τροχἀζω, mit, zugleich, zusammenlaufen -
5 συντροχἀζω
συν-τροχάω, u. συν-τροχἀζω, mit, zugleich, zusammenlaufen -
6 συντροχαζω
1) бежать вместе, сбегаться(Anacr.; πρός τινα Plut.)
2) aor. присоединиться, быть вместе,(συντροχάσας Χάρισιν Anth.)
-
7 συνεπιτροχάζων
σύν, ἐπί-τροχάζωrun quickly: pres part act masc nom sgσύν-ἐπιτροχάζωrun lightly over: pres part act masc nom sg -
8 συναποτρέχω,
συν-απο-τρέχω, u. συν-απο-τροχάζω, mit od. zugleich weg- od. davonlaufen -
9 συναποτροχάζω
συν-απο-τρέχω, u. συν-απο-τροχάζω, mit od. zugleich weg- od. davonlaufen -
10 συνεπιτροχάζω
συν-επι-τροχάζω, mit, zugleich drauflos od. drüberhin laufen
См. также в других словарях:
συντροχάζω — Α τρέχω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τροχάζω, άλλος τ. αντί τού τρέχω] … Dictionary of Greek
συνεπιτροχάζων — σύν , ἐπί τροχάζω run quickly pres part act masc nom sg σύν ἐπιτροχάζω run lightly over pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποτροχάζω — Α ξεφεύγω, διαφεύγω μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπό + τροχάζω, άλλος τ. αντί τρέχω] … Dictionary of Greek
συντροχώ — άω, Α συντροχάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τροχῶ, άω, άλλος τ. τού τροχάζω] … Dictionary of Greek