Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συν-τροχάζω

См. также в других словарях:

  • συντροχάζω — Α τρέχω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τροχάζω, άλλος τ. αντί τού τρέχω] …   Dictionary of Greek

  • συνεπιτροχάζων — σύν , ἐπί τροχάζω run quickly pres part act masc nom sg σύν ἐπιτροχάζω run lightly over pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναποτροχάζω — Α ξεφεύγω, διαφεύγω μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπό + τροχάζω, άλλος τ. αντί τρέχω] …   Dictionary of Greek

  • συντροχώ — άω, Α συντροχάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τροχῶ, άω, άλλος τ. τού τροχάζω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»