-
1 συνθαλπω
См. также в других словарях:
συνθάλπω — ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθάλπω Α 1. θερμαίνω αμοιβαίως, αλληλοθερμαίνω 2. μτφ. καταπραΰνω, μαλακώνω επιπροσθέτως κάποιον με κολακευτικά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θάλπω «ζεσταίνω, θερμαίνω»] … Dictionary of Greek
συνεπιθάλποντος — σύν , ἐπί θάλπω heat pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)