-
1 συνθαλπω
См. также в других словарях:
συνθάλπω — ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθάλπω Α 1. θερμαίνω αμοιβαίως, αλληλοθερμαίνω 2. μτφ. καταπραΰνω, μαλακώνω επιπροσθέτως κάποιον με κολακευτικά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θάλπω «ζεσταίνω, θερμαίνω»] … Dictionary of Greek
ξύνθαλπε — συνθάλπω warm thoroughly pres imperat act 2nd sg συνθάλπω warm thoroughly imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθάλπον — συνθάλπω warm thoroughly pres part act masc voc sg συνθάλπω warm thoroughly pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνθαλπε — συνθάλπω warm thoroughly pres imperat act 2nd sg συνθάλπω warm thoroughly imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνθαλφθείς — συνθάλπω warm thoroughly aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνθάλπειν — συνθάλπω warm thoroughly pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνθάλποιτο — συνθάλπω warm thoroughly pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθάλπειν — συνθάλπω warm thoroughly pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθάλπεσθαι — συνθάλπω warm thoroughly pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθάλποιτο — συνθάλπω warm thoroughly pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθάλποντες — συνθάλπω warm thoroughly pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)