-
1 ξυνεξευρισκω
1) сообща изыскивать, вместе находитьκαὴ σὺ ξυνέξευρ΄ αὐτόν Arph. — помоги и ты найти его
2) сообща придумывать, вместе изобретать(πάντα Isocr.; συνεξεύρισχ΄ ὅπως σωθήσεσθε καὴ πέδον τόδε Eur.)
-
2 συνεξευρισκω
1) сообща изыскивать, вместе находитьκαὴ σὺ ξυνέξευρ΄ αὐτόν Arph. — помоги и ты найти его
2) сообща придумывать, вместе изобретать(πάντα Isocr.; συνεξεύρισχ΄ ὅπως σωθήσεσθε καὴ πέδον τόδε Eur.)
См. также в других словарях:
συνεκφροντίζω — Α φροντίζω μαζί ή από κοινού («τῷ διακόνῳ πολλά μοι συγκαμόντι καὶ συνεκφροντίσαντι», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκφροντίζω «σκέπτομαι, επινοώ, εξευρίσκω»] … Dictionary of Greek