-
1 ξυνεξευρισκω
1) сообща изыскивать, вместе находитьκαὴ σὺ ξυνέξευρ΄ αὐτόν Arph. — помоги и ты найти его
2) сообща придумывать, вместе изобретать(πάντα Isocr.; συνεξεύρισχ΄ ὅπως σωθήσεσθε καὴ πέδον τόδε Eur.)
1 ξυνεξευρισκω
καὴ σὺ ξυνέξευρ΄ αὐτόν Arph. — помоги и ты найти его
(πάντα Isocr.; συνεξεύρισχ΄ ὅπως σωθήσεσθε καὴ πέδον τόδε Eur.)