-
1 συντεκταινομαι
1) строить, образовывать, созидать(τὸ πᾶν Plut.)
2) вместе устраивать, сообща придумывать(μῆτίν τινι Hom. - in tmesi)
См. также в других словарях:
συντεκταίνομαι — Α 1. κατασκευάζω κάτι μαζί με άλλον («ψυχήν δὲ ἐν σώματι ξυνιστάς τὸ πᾱν ξυνετεκταίνετο», Πλάτ.) 2. μτφ. επινοώ κάτι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τεκταίνομαι «κατασκευάζω, φιλοτεχνώ»] … Dictionary of Greek